ΟΝΕΙΡΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ*

Aπό την ζωήν της φύσεως

του Άγγελου Τανάγρα

«Κόρη με παπαρούνες», Δημήτριος Γερανιώτης.

Ακόμη με τα φύλλα ραντισμένα από την πρωϊνή δροσιά, κλεισμένα εις τον βαθύ των ύπνον κοιμούνται τα λουλούδια εις το ανθοφορτωμένο περιβόλι, την παραμονήν της Πρωτομαγιάς.

Μόλις η ελαφρά ομίχλη του γλυκοχαράγματος αρχίζει να ξανοίγη και να βάφεται με τα αμφίβολα χρώματα της πρώτης αυγούλας.

Και πρώτα εξύπνησαν από τα γειτονικά σπίτια τα χελιδόνια, και ζωηρά, γεμάτα χαράν της ζωής ήλθαν να σκορπίσουν με το μαλακό των πέταγμα τους μεταλλικούς τρίλλους των επάνω εις την κοιμισμένην Φύσιν.

-Ξυπνήστε… ξυπνήστε… Πρωτομαγιά…

Σιγά-σιγά αι σκιαί εφωτίζοντο. Χρώματα επλημμύριζαν ουρανόν και Φύσιν, έως ότου το χρυσόν βλέφαρον του ηλίου έχυσεν επάνω εις βουνά, δένδρα, σπίτια, άνθη, το χλιαρόν χάϊδι του.

-Εμπρός! σηκωθήτε… έγερσις… εβόμβησε και ένας χονδρός κιτρινόμαυρος βομβύλιος ξεπετών με ηχηρόν βόμβημα κάτω από το φύλλον όπου είχε τρυπώσει το βράδυ.

– Αϊ! …κύριε… τα λεπτά… τα λεπτά για το δωμάτιον… εφώναζεν αγανακτημένη η σπιτονοικοκυρά του. Αυτός όμως ήταν πεια μακράν, μέσα εις μίαν θερμήν ηλιακήν ακτίνα.

Ένα-ένα τώρα τα λουλούδια, πανσέδες, τριαντάφυλλα, ίριδες, γαρύφαλλα, βιολέττες, κρίνα, όλα τα κόκκινα, κίτρινα, ρόδινα, φλογοπόρφυρα, μενεξελιά κεφαλάκια του κήπου της Πρωτομαγιάς ήρχισαν ν’ αποτινάσσουν την δροσιάν των φύλλων των και ακόμη μισοναρκωμένα από τον νυκτερινόν ύπνον, ωσάν μικρά παιδιά τεντώνοντα τα χέρια των, να ανοίγουν τους κάλυκάς των.

– Λοιπόν η μεγάλη ημέρα σήμερα!…. είπεν ένας μελαγχροινός πανσές. Τέλος πάντων! … Εγώ είδα στον ύπνον μου, ότι ένας ωραιότατος νέος, που θα ήταν δίχως άλλο βασιλοπούλα!… Και εκείνη μ’ εφίλησε τρυφερά και μ’ εφύλαξε μέσα σ’ ένα αγαπημένο βιβλίο να της ενθυμίζω την ημέρα αυτή…

– Κ’ εγώ είδα πως μ’ έκοψε μια βασίλισσα, είπε μία άσπρη και μενεξελιά ίρις, επήγα σε παλάτια και είδα πράγματα που εθάμπωσαν τα μάτια μου, πολύ περισσότερα από όσα μας έλεγαν οι σπουργίτες και η μέλισσες του περιβολιού.

– … Εγώ… είπεν η γαρυφαλιά, ωνειρεύθηκα πως ήμουν πλεγμένη μαζή με την πασχαλιά σ’ ένα στεφάνι, και μια δροσερή κόρη έβαλε το στεφάνι στο ξανθό κεφάλι της… Έξαφνα τότε ένας εύμορφος νέος, με λεπτό μουστάκι, έσκυψε να φιλήση τα χρυσά μαλλιά της και φίλησε μαζή και μένα.

– Αχ! εγώ ήθελα παλάτια, ωραία έπιπλα, χρυσά ανθογυάλια… εστέναξε μία φουντωτή μπαξιάνα.

Το ρόδον παρέκει, υπερήφανον και ακατάδεκτον μέσα εις της πράσινες δαντέλλες των φύλλων του, δεν ωμιλούσε, αλλά άκουε με περιφρονητικήν επιφύλαξιν.

– Χα, χα… ορίστε ο κυρ πανσές, η κυρά μπαξιάνα, η κυρά γαρυφαλιά, και δεν ξεύρω πεια προστυχονοικοκυρά ακόμη, πήραν δικό τους όλον τον κόσμο. Παλάτια, χρυσά ανθογυάλια, βασίλισσες, βασιλόπουλα… δεν μένει παρά να ονειρεύωνται βασιλόπουλα πεια και η κυρά παπαρούνα και η κυρά μαργαρίτα και το χαμόμηλο.

Δεν κυττάν τα μούτρα των και δεν ντρέπονται καν να τα λέγουν εμπρός στον κόσμο, σ’ άλλους καλλίτερους απ’ αυτούς!

Χα! Ας έλθη η ώρα και θα ιδούν ποιος θα πάη με βασίλισσες και με βασιλόπουλα… τα άλλα άνθη, έπεσεν από το τραπέζι, όπου το είχαν βάλει μαζή με άλλα μέσα εις ένα ποτήρι και το βαρύ πόδι ενός μεθύσου το έλυωσε εις την λασπωμένην γην.

Η βιολέττα μαζή με της πασχαλιαίας και της μπαξιάνες εσφίχθη μέσα εις ένα κοινόν στεφάνι των πενήντα λεπτών το οποίον εστόλισε την εξώπορτα εις ένα μπακάλικο.

Η υπερήφανη ίρις επήγε να παρηγορήση ένα άρρωστον εις το μελαγχολικόν δωμάτιον ενός νοσοκομείου.

Το κρίνον των ευαγγελισμών, αφού έμεινε ολίγας ημέρας μαζή με άλλα εις το ανθογυάλι ενός γραφείου, ήλθε το βάναυσο χέρι μιας υπηρετρίας και το επέταξεν εις το αυλάκι της οδού.

Η ταπεινή μαργαρίτα εστόλισε μαζή με άλλα αγριολούλουδα το τραπεζάκι μιας πτωχής εργατρίας και ημέρας ολοκλήρους προσεπάθει να την πείση ότι έξω ήτο Μάϊος.

Ο καλόβολος πανσές εσυντρόφευσε τον μελαγχολικόν περίπατον ενός απομονωμένου· του ενθύμισε χρόνια περασμένα εις την ομίχλην και ευλογίας μακρυνών ημερών.

Και τέλος το άσπρον ρόδον το έδρεψε δειλόν χέρι κόρης και τα κονδυλένια δακτυλάκια της το έδωσαν με δισταγμόν εις ένα άλλο ευτυχισμένον χέρι το οποίον το έσφιξε θερμά εις τα χείλη του. Η ευχή της μελίσσης εξεπληρώθη!

Όλην την νύκτα το ρόδον επάνω εις το στήθος του ερωτευμένου εμετρούσε τους κτύπους της καρδιάς του και παρακολουθούσε τα κρυφά τραγούδια που έψελνε της αγαπητής του.

Την άλλην ημέραν, αφού τα θερμά χείλη το εζωογόνησαν ακόμη μίαν φοράν, εδέθη με μίαν ταινίαν δίπλα εις το προσκέφαλον επάνω εις το κρεββάτι, να φέρη ακόμη και εις τον ύπνον του την ανάμνησιν της ευτυχισμένης στιγμής που είχε κλείση τα πέταλά του.

Εκεί σιγά-σιγά, με τας τελευταίας ακτίνας του ηλίου εξεψύχισε το άσπρον ρόδον.

Έξαφνα, όμως ένας ελαφρός βόμβος εγέμισε το δωμάτιον.

Δεν ήτο αυτό το πτερύγισμα της φιλενάδας του μελίσσης, την οποίαν εφιλοξένησε μέσα εις τον δροσερόν κήπον την παραμονήν της Πρωτομαγιάς;…

Ναι! Ήτο η καλή μέλισσα του κήπου, την οποίαν έφερεν εις το δωμάτιον η γλυκυτάτη ευωδία που εχύνετο από τα παράθυρά του.

Ποιό ήτο λοιπόν το άνθος αυτό το σπάνιον, το οποίον έχυνε τόσην αμβροσίαν και ασυνείθιστην μυρωδιά;…

Η μέλισσα εβόμβησε μίαν στιγμήν και έπειτα ήλθε κατ’ ευθείαν επάνω από το προσκέφαλον, εις το νεκρόν ρόδον.

Ήτο όμως δυνατόν ένα ρόδον μόνον, και μάλιστα λευκόν, να έχυνε όλην αυτήν την θείαν άνοιξιν γύρω;

Δεν ήτο εν τούτοις δυνατόν ν’ απατηθή. Και έξαφνα δια μιας το ανεγνώρισε. Τότε συγκεκινημένη εχάιδευσε με τα λεπτά πτερά της τους μαδημένους ανθηράς του, εννοούσα ότι η ευχή της εξεπληρώθη.

Το λευκόν ρόδον της Πρωτομαγιάς είχε μυρωθή με το μύρον το αθάνατον της αιωνίας αγάπης, και η ψυχή του, πλεγμένη με μίαν ανάμνησιν, δεν θ’ απέθαινε πλέον ποτέ.