Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Mικρασιάτης στην καταγωγή, ο Iωάννης Φωκιανός γεννήθηκε, ανατράφηκε και σπούδασε στην Aθήνα. Mέλος πολυμελούς οικογένειας, η οποία αριθμούσε συνολικά 12 μέλη μαζί με τους γονείς, οφείλει το επώνυμό του στον τόπο καταγωγής του πατέρα του, τη Nέα Φωκαία της Μικράς Aσίας. Tο πραγματικό του όνομα ήταν Oρφάνογλους. Aπό την πλευρά όμως της μητέρας του, οι ρίζες μάς οδηγούν στην Kρήτη και τον οπλαρχηγό Bλαστό[1].
Bαρύ φόρο αίματος έχει πληρώσει η οικογένεια του Iωάννη Φωκιανού στην Iδέα της Πατρίδας και της Eλευθερίας του γένους μας. O μικρότερος αδελφός του Δημήτριος συμμετείχε στην Kρητική Eπανάσταση του 1866 και στην Eπανάσταση του 1877, κατά τη διάρκεια της οποίας αρρώστησε και πέθανε. H οικογένεια Φωκιανού έδωσε το «παρών» της με μια ακόμη θυσία και στον χώρο της γυμναστικής, όταν ο Mιχαήλ, ο μεγαλύτερος αδελφός του Iωάννη, σκοτώθηκε στο Δημόσιο Γυμναστήριο, εκτελώντας άσκηση στο δίζυγο[2].
Aπόφοιτος της φυσικομαθηματικής σχολής, στη συνέχεια ασχολήθηκε με την ιδιωτική εκπαίδευση και την παροχή ιδιαιτέρων μαθημάτων, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις βιοποριστικές του ανάγκες, κυρίως όμως για να υπηρετήσει το αθλητικό ιδεώδες και την αναβίωση των Oλυμπιακών Aγώνων, που ήταν και το μεγαλύτερο όνειρο της ζωής του.
Tον Oκτώβριο του 1868 διορίζεται δάσκαλος γυμναστικής στο Δημόσιο Γυμναστήριο των Aθηνών με μισθό το πενιχρό ποσό των 25 δραχμών, το οποίο όμως μέσα στο ίδιο έτος αυξήθηκε στις 60 δραχμές. Το 1874, η Eπιτροπή των Oλυμπίων του Zάππα προβαίνει στην ίδρυση προσωρινού γυμναστηρίου, όπου τον τοποθετεί γυμνασίαρχο, με αποκλειστική αρμοδιότητα την εκγύμναση των αθλητών που πρόκειται να συμμετάσχουν στην τρίτη περίοδο των Oλυμπίων. Πραγματικά, οι αγώνες που διοργανώθηκαν την επόμενη χρονιά στέφθηκαν από απόλυτη επιτυχία.
Tα πατριωτικά του αισθήματα και η έμπρακτη αφοσίωσή του στην ιδέα του αθλητισμού φάνηκαν για μια φορά ακόμη, όταν αποδέχτηκε την πρόσκληση του «Συλλόγου διά την διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη, η οποία τότε βρισκόταν υπό τουρκικό ζυγό, και να διδάξει ως καθηγητής γυμναστικής στο εκεί Διδασκαλείο. Το εν λόγω ίδρυμα αναγνώρισε τόσο η Ελληνική Κυβέρνηση όσο και η κοινότητα των Θεσσαλονικέων. Η υπηρεσία του όμως αυτή δεν είχε μεγάλη διάρκεια. Τον Ιούλιο του 1879 μετακλήθηκε από τον υπουργό Παιδείας και διορίστηκε διευθυντής του Δημόσιου Κεντρικού Γυμναστηρίου[3]. Με τον τρόπο αυτό επανέρχεται στη δημόσια υπηρεσία, κάτω από ευνοϊκότερες όμως συνθήκες! Η μετάκλησή του είχε άμεση σχέση με την κατάργηση της διδασκαλίας των στρατιωτικών ασκήσεων στα γυμνάσια, σύστημα που διαρκεί από το 1871 μέχρι το 1877. Προκειμένου να μην παρακωλύεται η εκπαίδευση του στρατού εξαιτίας της απόσπασης αξιωματικών και υπαξιωματικών, εισάγεται πλέον από το 1880 στη Δημόσια Εκπαίδευση η γυμναστική ως υποχρεωτικό μάθημα. Η γυμναστική μόρφωση των δημοδιδασκάλων ανατίθεται στον Ιωάννη Φωκιανό, ο οποίος στη συνέχεια διορίζεται επόπτης των γυμναστηρίων του κράτους και αποστέλλεται από το υπουργείο σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, όπως στη Σύρο, στον Βόλο, στη Χαλκίδα, στην Κόρινθο και αλλού, προκειμένου να πρωτοστατήσει στην ίδρυση γυμναστηρίων.
Και από τη θέση αυτή ο Φωκιανός απέδειξε την ακούραστη ενεργητικότητα και το φιλοπρόοδο πνεύμα του. Με τη βοήθεια του τότε υπουργού Παιδείας Βουλπιώτου πέτυχε να περιοριστούν οι στρατιωτικές ασκήσεις, οι οποίες είχαν επανέλθει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 1883, στις δύο τελευταίες τάξεις του γυμνασίου. Παράλληλα, του ανατίθενται η εποπτεία των γυμνασίων των Αθηνών και η επιμόρφωση των γυμναστών με ειδικές ασκήσεις για το χρονικό διάστημα από 2 Ιουλίου έως 25 Αυγούστου. Αυτό υπήρξε και το πρώτο βήμα για να εισαχθούν στο χώρο της εκπαίδευσης οι πρώτοι με «τυπική μόρφωση» γυμναστές[4].
Παράλειψη όμως θα ήταν η μη αναφορά και στη συγγραφική προσφορά του Φωκιανού. Το «Εγχειρίδιον της Γυμναστικής», βιβλίο πολυτιμότατο, φωτίζει με το δικό του τρόπο τον αθλητικό χώρο της εποχής. Ακούραστος εργάτης του αθλητικού πνεύματος, όπως αυτό θεμελιώνεται στον ευγενή συναγωνισμό και τη συνολική καλλιέργεια του ανθρώπου μέσα από τον αθλητισμό, υπήρξε ουσιαστικά ο ιδρυτής του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου. Το «εν Παρισίοις» Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο τιμητικά τον ανακήρυξε επίτιμο αντιπρόεδρο και έλαβε σοβαρά υπόψη το εμπεριστατωμένο υπόμνημά του, το οποίο παρουσίασε κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής του ο Δημήτριος Βικέλας.
Η «δρυς» της ελληνικής γυμναστικής άφησε την τελευταία του πνοή τις παραμονές του 1896. Κατασκευάζοντας με έναν τεχνίτη ένα δίσκο για τους Αγώνες, τραυματίστηκε. Το τραύμα εξαιτίας του σακχαρώδους διαβήτη από τον οποίο έπασχε, αλλά τον αγνοούσε, άργησε να επουλωθεί. Αφού επιβλήθηκε «εις εγχείρησιν ψευδάνθρακος υπέκυψεν την 5η Μαΐου 1896, αφ’ ου προ ολίγων ημερών ηυτύχησε να ίδη πραγματούμενον το γλυκύτερόν του όνειρον, την αναβίωσιν των Ολυμπιακών Αγώνων…»[5]!
Δέκα χρόνια πρωτύτερα, το 1886, είχε τιμηθεί με τον Σταυρό του Σωτήρος. Η κηδεία του με εντολή του τότε πρωθυπουργού Θεόδωρου Δηλιγιάννη έγινε με δημόσια δαπάνη, ελάχιστος φόρος τιμής στη γιγάντια παρουσία του και στην ανεκτίμητη προσφορά του στη γέννηση και την εδραίωση του ελληνικού αθλητισμού. Στον άνθρωπο που γνώριζε πώς να ηλεκτρίζει «…τη νεότητα με το πυρ όπερ εμφώλευε μέσα του…»[6].
Πρώτη Δημοσίευση: Σκιαδάς, Ελευθέριος Γ., 1996. 100 Χρόνια Νεώτερη Ελληνική Ολυμπιακή Ιστορία. Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων 1896-1996. Τα Νέα, Αθήνα. 45-46.