ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΥΜΝΟΣ: Κωστής Παλαμάς και Σπύρος Σαμάρας

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Αμέσως μετά τη γνωστοποίηση ότι η ελληνική πρωτεύουσα θα φιλοξενήσει τους πρώτους νεότερους Ολυμπιακούς Αγώνες, εκατοντάδες ύμνοι από γνωστούς και άγνωστους στιχουργούς είδαν το φως της δημοσιότητας. Στο ελληνικό ποιητικό στερέωμα κυριαρχούσε η φυσιογνωμία του Κωστή Παλαμά και στη μουσική σκηνή ο Επτανήσιος Σπυρίδων Σαμάρας. Δεν είναι λοιπόν τυχαία η επιλογή και των δύο για τη σύνθεση του ύμνου των πρώτων Αγώνων.

Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς

Μεσολογγίτης στην καταγωγή αλλά γεννημένος στην Πάτρα, το 1859, ο ποιητής και δημοσιογράφος Κωστής Παλαμάς προέρχεται από ιστορική οικογένεια, πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν στα γράμματα. Αφού περάτωσε τις γυμνασιακές του σπουδές, φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνεργάστηκε ως τακτικός συντάκτης με πολλά από τα σοβαρότερα καθημερινά έντυπα της εποχής του. Σε όλο αυτό το διάστημα δημοσίευε φιλολογικά άρθρα, κριτικές και χρονογραφήματα.

 

Κωστής Παλαμάς. Ο ποιητής του εθνικού βίου έβαλε την υπογραφή του και στο Ολυμπιακό ιδεώδες. Ο ύμνος που ακούσθηκε στην πρώτη σύγχρονη Ολυμπιάδα καθιερώθηκε αργότερα ως ο επίσημος Ολυμπιακός Ύμνος.

Με την έκδοση του πρώτου ποιητικού βιβλίου του, τα «Τραγούδια της πατρίδος μου» το 1886 –δύο δηλαδή χρόνια πριν ο Ψυχάρης εκδώσει το «Ταξίδι» του–, ο Παλαμάς εγκαινιάζει έναν αγώνα που σκοπό είχε να τσακίσει τον δασκαλισμό. Σημαντικός σταθμός στην αποδοχή της δημοτικής γλώσσας στο λογοτεχνικό χώρο είναι η παρουσίαση και η βράβευση του ποιητή στο φιλαδέλφειο διαγωνισμό με τη σύνθεση «Ύμνος στην Αθηνά»[1]. Καμωμένος από τη στόφα του σκεπτόμενου ανθρώπου, νιώθει ασίγαστο μέσα του τον πόθο «να θεμελιώσει στην ψυχή του λαού μας στέρεη και ακλόνητη τη συνείδηση της ιστορικής του διάρκειας μέσα από τους μαιάνδρους της μακρόχρονης ιστορίας του». Ως προς τα θεματικά του κέντρα – ενδιαφέροντα, ακολούθησε τους Γάλλους Παρνασσικούς, νιώθοντας πως είχε μαζί τους συγγένεια ψυχική. Η στάση του όμως τόσο απέναντι στη ζωή όσο και απέναντι στην ποίηση παρέμεινε κατά βάση ρομαντική. Η ελληνολατρία και ο οικουμενισμός που χαρακτηρίζουν την ποίησή του στο σύνολό της έχουν καθαρά ρομαντικές καταβολές.

Ο ποιητής είναι απόλυτα ειλικρινής σε όσα ο ίδιος μας λέει στους προλόγους και στα κριτικά του. Μέσα στο ζοφερό κλίμα των χρόνων από το 1897 έως το 1909 συλλαμβάνει τη σκέψη ν’ αποκαταστήσει τον εθνικό παλμό, τρέφοντας το νέο λυρισμό με θέματα από τη Βυζαντινή Ιστορία. Ο 19ος υπήρξε από τους πιο κρίσιμους αιώνες για την εθνική μας ζωή. Η θύμηση του ξεσηκωμού του ’21 παραμένει ζωντανή στις ψυχές του λαού μας, ο οποίος καλείται να ανασυντάξει τις δυνάμεις του, να ανασυγκροτηθεί κοινωνικά και πνευματικά. Δίπλα στις παρουσίες – σύμβολα του Κολοκοτρώνη, του Κανάρη, του Μακρυγιάννη και του Σολωμού, έρχεται τώρα η φωνή του ποιητή – στοχαστή. Σε αυτόν ακριβώς τον γονιμοποιό στοχασμό οφείλεται η μοναδική ικανότητα του Παλαμά να συγχωνεύει δημιουργικά το τοπικό με το παγκόσμιο, να φανερώνει θερμό πατριωτισμό μέσα από το πρίσμα της ουμανιστικής σοφίας, αποφεύγοντας τις εθνικιστικές κορώνες. Έτσι, η ποιητική τέχνη πλαταίνει, ξεπερνά τα όρια της τέρψης και της ψυχαγωγίας, γίνεται μύηση, καθαρμός και λύτρωση. Παντρεμένη με το ρυθμό και την αρμονία, εξωτερικεύει τη σκέψη του ποιητή που στοχάζεται με εικόνες, χρωματισμένες από φως και ίσκιους, εμποτισμένες από συναίσθημα, που τις μετουσιώνει σε όραμα και ακρόαμα!

 

 

Σαν ένας άλλος Φάουστ, πυρπολείται από τη φλόγα της σκέψης, του εωσφόρου αυτού της ανθρώπινης ψυχής, που άπληστη απαιτεί απαντήσεις επάνω σε μεγάλα ζητήματα. Προβλήματα ειδικότερα, του καιρού του, αλλά και γενικότερα, από αυτά που κρατούν σε αγωνία τον άνθρωπο όλων των εποχών, βασανίζουν τη γνήσια ποιητική συνείδηση. Δουλεύοντας με μαστοριά το στίχο, διαποτίζει την ποίησή του ως τους πιο λεπτομερείς ιστούς της από τη φλεγόμενη σκέψη του. Θρεμμένος με το αρχαιοελληνικό εκπλήττεσθαι και απορείν, αναζητεί λύση στα αινίγματα του κόσμου και τις περιπλοκές της ζωής.

Ανάμεσα στους σύγχρονούς του ο Παλαμάς είναι χωρίς αμφιβολία ο πρώτος που συνειδητοποίησε τόσο φανερά τους άρρηκτους δεσμούς που συνδέουν τις ευρωπαϊκές με τις ελληνικές ρίζες. Τη γνώση αυτή ζωγραφίζει ποιητικά στο όραμα των γερόντων που φορτωμένοι με περγαμηνές και παπύρους, εγκαταλείποντας την Πόλη, εξορίζονται στη Βενετία, στη Ρώμη, στις Άλπεις, στις όχθες του Ρήνου, στα σκοτάδια του Βορρά…και του κόσμου γίνονται πολίτες. Σύμφωνα με τον ποιητή, αν για κάθε άνθρωπο η Ευρώπη αντιπροσωπεύει την πιο προσιτή πατρίδα μιας άτυπης παγκόσμιας συμφωνίας, τούτο είναι αναμφισβήτητα πιο αληθινό για ένα τέκνο της αρχαίας και σύγχρονης Ελλάδας.

Ένας ολοκληρωμένος λοιπόν ευρωπαϊσμός, όπως αυτός του Παλαμά, δεν θα μπορούσε να μην ανταποκριθεί στην πρόκληση της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων και στην πρόσκληση του Δ. Βικέλα να συνθέσει τον Ολυμπιακό Ύμνο[2]. Και ο ποιητής με τη σειρά του καλεί το αθάνατο αρχαιοελληνικό πνεύμα να έρθει στον τόπο που τον βαραίνει αλλά και τον ριζοθεμελιώνει η αρχαιότερη, ακόμη και σήμερα συνεχιζόμενη, ιστορία της Ευρώπης…, να αστράψει ξανά πάνω από τη δοξασμένη ελληνική γη και να δαφνοστεφανώσει τους νικητές των Αγώνων. Σ’ αυτό το κάλεσμα ολόκληρη η φύση ανταποκρίνεται, καθώς Κάμποι, βουνά και πέλαγα, φέγγουν μαζί σου / Σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός / Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου / Αρχαίον Πνεύμα Αθάνατο, κάθε Λαός.

Ο θάνατος του ποιητή την περίοδο της εχθρικής Κατοχής, 27 Φεβρουαρίου 1943, προκάλεσε βαθιά συγκίνηση σε όλους τους Έλληνες και η κηδεία του προσέλαβε χαρακτήρα εθνικής διαμαρτυρίας κατά των κατακτητών. Ο λαός τον αποχαιρέτησε ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο, ενώ οι ποιητές με τους στίχους τους διαβεβαίωναν την εθνική ανάσταση την οποία δεν πρόλαβε να δει.

Σπυρίδων Φιλίσκος Σαμάρας, ο μελοποιός του Ολυμπιακού Ύμνου

 

Σπ. Σαμάρας. Ο συνθέτης του Ολυμπιακού Ύμνου.

 

Λιγότερο γνωστή είναι η φυσιογνωμία του συνθέτη του Ολυμπιακού Ύμνου Σπυρίδωνος Σαμάρα (1861-1917), γόνου του εξ Ηπείρου υποπρόξενου Σκαρλάτου Σαμάρα και της Φανής Λουίζας Courtenay, αγγλικής καταγωγής[3]. Από πολύ νωρίς έμεινε ορφανός από πατέρα και την ανατροφή του ανέλαβε εξ ολοκλήρου η μητέρα του. Από αυτήν πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής, όπως επίσης και από τους Μπονιτσιόλι και Ξύνδα, δασκάλους στη Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας. Από το 1875 έως το 1882 σπουδάζει στο νεοσύστατο Ωδείο των Αθηνών κοντά στον Ενρίκο Στανκαμπιάνο, που αναγνωρίζει γρήγορα το ταλέντο του και τον υποστηρίζει θερμά. Η επίδραση του ιταλικού μελοδράματος είναι καθοριστική στην πρώιμη αυτή περίοδο. Συνθέτει σε συνεργασία με τον Στανκαμπιάνο, σε λιμπρέτο του Φραβασίλη, το τετράπρακτο μελόδραμα «Ολάς». Μεταξύ του 1882 και του 1885 σπουδάζει με οικονομική χορηγία στο Ωδείο του Παρισιού με τους Ντελίμπ και Ντιμπουά, κερδίζοντας την εκτίμησή τους. Εισάγεται στο κλίμα του ρομαντισμού και, μεταξύ άλλων, συνθέτει τα τέσσερα «Ανατολικά τεμάχια». Χάρη στην παραγγελία που δέχεται από τον μεγαλοεκδότη Εντοάρντο Σοντζόνιο, περνά στο Μιλάνο και διδάσκει την πρώτη του όπερα από σκηνής, τη «Φλόρα μιράμπιλις» (1886). Η όπερα ανεβαίνει στο θέατρο «Καρκάνο» του Μιλάνου, εκεί όπου πριν από μερικές δεκαετίες είχαν ανέβει οι νεανικές, χαμένες σήμερα, όπερες του ζακυνθινού συνθέτη Παύλου Καρρέρ (1829-1896)[4]. Η επιτυχία που σημειώνει η «Φλόρα μιράμπιλις» τον καθιερώνει στην Ιταλία. Οι πύλες των μεγαλύτερων θεάτρων της γειτονικής χώρας τον υποδέχονται. Ο ίδιος ο συνθέτης δεν θα διακόψει τις επαφές του με την Ελλάδα, όπου παίζονται τα έργα του και γράφονται αποθεωτικά σχόλια σε κάθε επίσκεψή του.

Ακολουθούν οι όπερες «Μετζέ» (Ρώμη, 1888), «Λιονέλλα» (Σκάλα Μιλάνου, 1891, χαμένη), «Μάρτυς» (Νάπολη, 1894), «Δαμασμένη Μαινάδα» (Μιλάνο, 1895, χαμένη), «Ιστορία αγάπης» (Μιλάνο, 1904), «Δεσποινίς ντε Μπελ Ιλ» (Γένοβα, 1905) και η ιδιαίτερα πετυχημένη «Ρέα» (Φλωρεντία, 1908). Με το έργο «Μάρτυς», ο Σπ. Σαμάρας έχει ήδη κάνει τη στροφή προς τον βερισμό, κίνημα αντίστοιχο προς τον λογοτεχνικό νατουραλισμό και ρεαλισμό των Ζολά και Βέργκα. Ήρωες των κατωτέρων κοινωνικών τάξεων, χθόνια πάθη και βίαιες συγκρούσεις κάνουν την εμφάνισή τους και στο λυρικό προσκήνιο. Το λιμπρέτο του συγκεκριμένου έργου υπογράφει ο Λουίτζι Ίλικα, συνδημιουργός των λιμπρέτων της «Μποέμ», της «Τόσκα» και της «Μαντάμ Μπατερφλάι» του Πουτσίνι. Ο τελευταίος θα συγχαρεί με προσωπική του επιστολή τον Έλληνα συνθέτη για τη μεταγενέστερη «Ρέα». Η «Ρέα» ταξιδεύει σε Κωνσταντινούπολη, Βουκουρέστι, Οδησσό, Κάιρο και Αλεξάνδρεια[5]. Στην Αθήνα, δε, η πρεμιέρα της αποτέλεσε ένα συνταρακτικό κοσμικό γεγονός. Ανεβαίνει σε δύο παραστάσεις από τον ιταλικό θίασο Κεδιβιάλ, που είχε ήδη παίξει έργα του Βέρντι, και με ορχήστρα 50 οργάνων, πρωτόφαντη για το αθηναϊκό κοινό. Στη «Ρέα» αποκρυσταλλώνονται τα νεοκλασικά ιδεώδη του Σπ. Σαμάρα. Η θεματική των Ολυμπιακών Αγώνων και η ενσωμάτωση του μελοποιημένου Ολυμπιακού Ύμνου το μαρτυρούν. Η στιγμή της ανάκρουσής του στην αναβίωση του 1896 πρέπει να αποτυπώθηκε ανεξίτηλα στην ψυχή του ευαίσθητου Επτανήσιου και να απετέλεσε έναυσμα για περαιτέρω δημιουργία.

 

 

Ο Ύμνος ακούστηκε για πρώτη φορά την ημέρα της έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896. Τον είχε παραγγείλει ο πρώτος πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, ο λόγιος Δημήτριος Βικέλας[6]. Ο Σαμάρας διηύθυνε ένα επιβλητικό μουσικό σύνολο 400 περίπου μουσικών, από φιλαρμονικές και χορωδίες της Επτανήσου, της Αθήνας, του Στρατού και του Ναυτικού, το οποίο ήταν τοποθετημένο στο κέντρο του Παναθηναϊκού Σταδίου. Η μεγάλη εντύπωση που προκάλεσε η ανάκρουση του Ύμνου καταγράφεται στις εφημερίδες της εποχής, καθώς και σε μυθιστορήματα. Ο Ύμνος θα ξανακουστεί στους Β’ Διεθνείς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1906, πάλι στο Παναθηναϊκό Στάδιο της Αθήνας. Μεταγενέστερα, στη γενική συνέλευση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής στο Τόκιο, το 1958, η Φιλαρμονική Ορχήστρα της πόλης θα εκτελέσει για μία ακόμη φορά τον Ύμνο. Η θερμή υποδοχή που του επιφυλάχθηκε, ακολουθήθηκε από την οριστική απόφαση της συνέλευσης για την καθιέρωσή του ως του μοναδικού και επίσημου Ύμνου των νεότερων Ολυμπιακών Αγώνων[7].

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος εγκλωβίζει τον Σπ. Σαμάρα στην Ελλάδα. Εργάζεται πια για βιοπορισμό. Συνθέτει τις προπαγανδιστικές οπερέτες «Πόλεμος εν πολέμω», «Πριγκίπισσα της Σασσώνος» και «Κρητικοπούλα». Την καλλιτεχνική στασιμότητα θα ακολουθήσει ο κλονισμός της υγείας του συνθέτη. Ύστερα από οκτάμηνη νοσηλεία αφήνει την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός στις 25 Μαρτίου 1917, χτυπημένος από τη νόσο του Μπράιτ [8].

Πρώτη Δημοσίευση: Σκιαδάς, Ελευθέριος Γ., 1996. 100 Χρόνια Νεώτερη Ελληνική Ολυμπιακή Ιστορία. Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων 1896-1996. Τα Νέα, Αθήνα. 90-92.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ. Η αστυνόμευση κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896

ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ (ΟΛΥΜΠΙΣΜΟΣ)

Μεταβείτε στο άρθρο: ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ. Η αστυνόμευση κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896

Όταν έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Κωστής Παλαμάς (1943)

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ - ΠΟΙΗΤΕΣ

Μεταβείτε στο άρθρο: Όταν έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Κωστής Παλαμάς (1943)

Ο Παλαμάς με στεφάνι από δαφνόφυλλα και ο Δροσίνης με λίγο θυμάρι του βουνού

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – ΠΟΙΗΣΗ

Μεταβείτε στο άρθρο: Ο Παλαμάς με στεφάνι από δαφνόφυλλα και ο Δροσίνης με λίγο θυμάρι του βουνού