ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ. Η επόμενη μέρα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Ανάμεικτες ήταν οι αντιδράσεις και ποικίλα τα σχόλια την επόμενη μέρα των Αγώνων. Παρά την πανθομολογούμενη επιτυχία της διοργάνωσης και τις θετικότατες αντιδράσεις του ξένου Tύπου και των ξένων αποστολών, δεν έλειψε η κριτική διάθεση από ελληνικής πλευράς. Στον «Ρωμηό» της 30ής Μαρτίου 1896, ο Γ. Σουρής θα σατιρίσει με ζωντάνια και ρεαλισμό το διεθνές συμβάν[1]. Θα είναι σκωπτικός απέναντι στη Μεγάλη Ιδέα, στην οποία έδωσε φτερά ο θρίαμβος του Λούη, και στην αναπτέρωση των ελπίδων του ελληνικού λαού. Στον επίλογο του κειμένου του παρουσιάζεται ανάμεσα στους αθλητές και ο ήρωάς του, ο Φασουλής, με τον γάιδαρό του. Διεκδικεί νίκες και στεφάνους Ολυμπιονίκη, χλευάζοντας την προγονοπληξία των συγχρόνων του, που με τη φαντασία τους γίνονται νέοι Μαραθωνομάχοι και κυριεύουν το «απαντόκαστρο», το φανταστικό κάστρο του Μεγαλοϊδεατισμού, ενώ γύρω, στους τύμβους και τα ένδοξα μνημεία των προγόνων, «βασιλεύει σήμερον η λέπρα και η κασίδα». Το κείμενο συνοδεύεται από γελοιογραφία του Θ. Άννινου, στην οποία ο γαϊδουροκαβαλάρης Φασουλής βάζει τα δυνατά του να νικήσει. Η Δόξα τρέχει πίσω του και τον εμψυχώνει, ενώ αυτός ο δόλιος «εκόντευε στο τρέξιμο να σκάσει τη γαϊδούρα».

O Φασουλής – σύμφωνα με τη μόδα εκείνων των ημερών – κρατά στεφάνι
νικητή. Σκίτσο από τον «ΡΩΜΗΟ» του Γ. Σουρή.

Στην «Εστία» της 4ης Απριλίου, η δημοσιογραφική γραφίδα σημείωνε: «…Χαλασμένο πανηγύρι! Ούτως ο λαός αποκαλεί επί το παραστατικώτερον πάσαν καταστροφήν, κυριολεκτικώς δε “χαλασμένον πανηγύρι” ομοιάζουν από της χθες εσπέρας αι Αθήναι. Αι σημαίαι των οικιών αφαιρούνται, από τους διακόσμους των δημοσίων κτιρίων απομένουσι μόνον τα καρφία επί των τοίχων, η κίνησις των οδών ελαττούται, εις τας φυσιογνωμίας όλων διακρίνεται η κόπωσις. Ευτυχώς, η ελπίς ότι και πάλιν μετά διετίαν ίσως θα τελεσθώσιν ενταύθα αγώνες ρίπτει ακτίνας παραμυθίας εις την όλην θλιβεράν εικόνα της καταστροφής…»[2].

Η γνωστή στους αθηναϊκούς καφενέδες παραπληροφόρηση άρχισε αμέσως να οργιάζει. Οι «εμπιστευτικές» πληροφορίες μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα, παραλλάσσονταν, δημοσιεύονταν στις στήλες των εφημερίδων. Κυκλοφόρησε ευρέως η είδηση ότι ναι μεν οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα τελούνταν διεθνώς ανά τετραετία, «…αλλά και ενταύθα κατά διετίαν θα γίνωνται εν είδος Πανελληνίων, τα “Αθήναιa”, εις τους οποίους όμως θα προσκαλώνται και ξένοι…». Άλλοι πάλι επέμεναν ότι οι ελληνικοί αυτοί αγώνες θα ήταν Ολυμπιακοί και –το σπουδαιότερο– ότι «…όλα τα έθνη προσεχώρησαν εις την αξίωσιν ταύτην της Ελλάδος άνευ ουδεμίας αντιρρήσεως…».

Γλαφυρός ήταν ο τρόπος με τον οποίο περιέγραψε τις επόμενες μέρες από τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων ο Σπυρίδων Λάμπρος, πανεπιστημιακός και πρόεδρος του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου, απευθυνόμενος στα μέλη του συλλόγου: «…Και ολίγας μόνον ημέρας μετά το πέρας των Ολυμπιακών αγώνων η απήχησις αυτών ήτο αισθητή ου μόνον εν τοις γυμναστηρίοις, άτινα έβριθον ανδρών και παίδων γυμναζομένων, αλλά και εν αυταίς ταις αγυιαίς των Αθηνών, αυταίς ταις ρύμαις των χωρίων, όπου απανταχού πάντες μετεβάλλοντο αυτοσχεδίως και εναλλάξ εις προχείρους αθλητάς και θεατάς Ολυμπιακών Αγώνων εν μικρογραφία…»[3]. Όμως αυτή η γυμναστική ευφορία δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ. Αφενός η έλλειψη κρατικών κονδυλίων και αφετέρου τα δυσάρεστα εθνικά γεγονότα του 1897 λειτούργησαν ανασταλτικά για κάθε αθλητική κίνηση.

Παρά τις οικονομικές δυσχέρειες και τα πολιτικά λάθη των χρόνων που ακολούθησαν, οι ρομαντικοί θα είχαν ακόμα να θυμούνται την εικόνα της φωταγωγημένης Αθήνας το απόγευμα της λήξης της Ολυμπιάδας. Ο αγκυροβολημένος, στον Πειραιά, στόλος των ελληνικών και ξένων πλοίων φώτισε με τους προβολείς του τον αττικό ουρανό. Το φως παιχνίδιζε πάνω από τον Bράχο της Ακρόπολης και τον Παρθενώνα και οι Αθηναίοι παρατηρούσαν έκθαμβοι τις πορφυρές και πράσινες ακτίνες. «…Ο κόσμος συγκεντρωμένος εις το Ζάππειον και την πλατείαν την προ των Ανακτόρων και επί της οδού Αιόλου, απελάμβανε του ωραίου θεάματος και επέφερεν, ως σύνηθες, σχόλια και παρατηρήσεις, χειροκροτών και γκρινιάζων εν ταυτώ. Από του Λυκαβηττού προ πάντων διά τους μονήρεις κατοίκους και τους ρεμβώδεις περιπατητάς του λόφου, η φωταγώγησις της Ακροπόλεως προσελάμβανε τι το ιδεώδες, προσέκτα την αίγλην και το μυστήριον της αποστάσεως…»[4].

 

Πρώτη Δημοσίευση: Σκιαδάς, Ελευθέριος Γ., 1996. 100 Χρόνια Νεώτερη Ελληνική Ολυμπιακή Ιστορία. Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων 1896-1996. Τα Νέα, Αθήνα. 124-126.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

OΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ. Aποτίμηση – Oι νίκες των Eλλήνων

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Μεταβείτε στο άρθρο: OΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ. Aποτίμηση – Oι νίκες των Eλλήνων

ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ. Aθλοπαιδιές και ναυτικοί αγώνες

ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ (ΟΛΥΜΠΙΣΜΟΣ)

Μεταβείτε στο άρθρο: ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ. Aθλοπαιδιές και ναυτικοί αγώνες

ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ. Αγώνες σκοπευτικοί και οπλομαχητικής το 1896

ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ (ΟΛΥΜΠΙΣΜΟΣ)

Μεταβείτε στο άρθρο: ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ. Αγώνες σκοπευτικοί και οπλομαχητικής το 1896