Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Πέρα από την προπαρασκευή των Αγώνων που δρομολογούσε η Επιτροπή Οργάνωσης με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο, ιδιαίτερη ήταν και η προετοιμασία της αστυνομίας για την υποδοχή του εορταστικού γεγονότος. Ο Τύπος αντανακλούσε μια προβληματική εικόνα όσον αφορά στην ευρωπαϊκή αντίληψη περί της ελληνικής καθημερινότητας. Η εφημερίδα «Το Άστυ» παραδίδει χαρακτηριστικά: «…Περί Ελλάδος εν τω εξωτερικώ επικρατεί συγκεχυμένη ιδέα…αντί να θεωρήται ο τόπος των θαυμάτων και της επαγγελίας, τουναντίον νομίζεται ως χώρα ληστών και κακούργων, εν τη οποία η ζωή του επισκέπτου και η περιουσία του διακυβεύεται και εις αυτάς τας οδούς της πρωτευούσης…»[1]. Η άποψη αυτή είχε διογκωθεί και από τους ίδιους τους δημοσιογράφους, Έλληνες και ξένους, με διάφορα υπερβολικά δημοσιεύματα. Για τον Τύπο η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να αρθούν οι δυσμενείς εντυπώσεις της χώρας στο εξωτερικό: «…Και μόνον η ωφέλεια αύτη, αν προκύψη εκ των διεθνών εορτών, θα είνε αρκετή να δικαιώση την προθυμίαν, μεθ’ ης ο τόπος ανέλαβε την διεξαγωγήν των…»[2].
Πάντως, το κύμα των χιλιάδων Ελλήνων και ξένων επισκεπτών, που συνέρρευσαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο και στις άλλες εγκαταστάσεις των Αγώνων, ακολούθησαν διάφοροι λωποδύτες από τα λιμάνια της Μικράς Ασίας και της Αιγύπτου. Για την αποφυγή δυσάρεστων επεισοδίων η αστυνομία συγκέντρωσε τους εγχώριους λωποδύτες από «…τα διάφορα καταγώγια και τας τρώγλας και από τας φυλακάς και ανεπτύχθη εις αυτούς ότι θα κατησχύνετο η Ελλάς, αν συνέβαινε να κλαπούν οι ξένοι της, τους υπεδείχθη δε ότι και αν αυτοί εσωφρόνουν επήρχεν ο κίνδυνος του εθνικού ρεζιλεύματος εκ μέρους των Αλεξανδρινών και των εκ Τουρκίας λωποδυτών…»[3].
Ακολούθησαν «…λωποδυτικά συνέδρια εις την Πνύκα, κατά τα οποία απεφασίσθη από τους συνελθόντας Έλληνας λωποδύτας της παλαιάς Ελλάδος όπως, όχι μόνον ουδεμία κλοπή διαπραχθή, διαρκούντων των αγώνων και των εορτών, αλλά και όπως οι αυτοί λωποδύται αναλάβουν την επίβλεψιν όλων των ξένων λωποδυτών, με την απόφασιν να τσακίσουν στο ξύλο πάντα όστις θα είχε την ασέβειαν να παραβή τας αποφάσεις του συνεδρίου!…»[4]. Οι λωποδύτες συμπεριφέρθηκαν αξιοπρεπέστατα και τήρησαν πιστά τον όρκο τους, με αποτέλεσμα το εξής πρωτοφανές γεγονός: παρά τον συνωστισμό των ημερών «…ουδέν εκλάπη πορτοφόλιον, ουδ’ απωλέσθη εν μανδήλιον…». Με το που εξέπνευσε η εκεχειρία, το «τίμημα» πλήρωσαν την επόμενη μέρα των Αγώνων οι ευρισκόμενοι στην Αθήνα επαρχιώτες «…οίτινες συνηθίσαντες εις εξαίρετον ασφάλειαν μιας ολοκλήρου θορυβώδους εβδομάδος εκλέπτοντο κατόπιν υπό των λωποδυτών ως αθώα ορνίθια…»[5].
Για τη φύλαξη των εντός και εκτός του Παναθηναϊκού Σταδίου χώρων, της πλατείας μπροστά από το Στάδιο, των γεφυρών του Ιλισσού που οδηγούσαν εκεί, αλλά και του περιτειχίσματος, σχηματίσθηκε ιδιαίτερο αστυνομικό σώμα αποτελούμενο από αξιωματικούς και οπλίτες. Την ευθύνη για «τα της ευταξίας εν γένει, εις τα επί της δεξιάς όχθης του Ιλισσού προς την πόλιν μέρη» αναλάμβανε η αστυνομία των Αθηνών[6]. Τη διεύθυνση είχε ο τότε διευθυντής της Αστυνομίας, ο θρυλικός Μπαϊρακτάρης. Καθημερινά, κατά τη διάρκεια των Αγώνων, βρισκόταν στο Στάδιο, υπό τις διαταγές του γενικού διοικητή, ένας λόχος ευζώνων αποτελούμενος από πέντε αποσπάσματα των τριάντα ανδρών. Κάθε απόσπασμα είχε επικεφαλής έναν αξιωματικό και τους απαραίτητους υπαξιωματικούς καθώς και δύο ουλαμούς εφίππων με τους βαθμοφόρους τους.
Με ακριβέστατο τρόπο καθορίσθηκε η επόπτευση των κερκίδων: ένας λοχαγός για κάθε δώδεκα κερκίδες, ένας αξιωματικός κοσμήτορας για δύο συνεχείς κερκίδες της ίδιας ζώνης. Ένας γιατρός, ένας υπίατρος και ένας ανθυπίατρος έπρεπε να βρίσκονται στη σφενδόνη του Σταδίου και να διαθέτουν φορητό φαρμακείο. Δέκα υπαξιωματικοί της χωροφυλακής έπρεπε να βρίσκονται στη σήραγγα του Σταδίου και να εκτελούν χρέη «ραβδούχων». Ο πλήρης λόχος των ευζώνων όφειλε να βρίσκεται στην είσοδο του Σταδίου για την κανονική και τακτική διάβαση των εισερχομένων. Καθένα από τα πεζά αποσπάσματα τοποθετήθηκε σε μία από τις πέντε εισόδους και κάθε έφιππος ουλαμός περιπολούσε σε μικρή απόσταση από το περιτείχισμα του Σταδίου. Ειδική μέριμνα όμως υπήρξε και για τη διέλευση των πεζών. Άμαξες, έφιπποι και ποδηλάτες δεν είχαν δικαίωμα να περάσουν τις γέφυρες. Έπρεπε να εγκαταλείψουν τα οχήματά τους μακριά από τις γέφυρες για να μην παρακωλύουν την προσέλευση των θεατών.
Για την τήρηση της τάξης, ωστόσο, στο Στάδιο κατά τη διάρκεια των Αγώνων, κρίθηκε απαραίτητη η έκδοση και Ειδικού Κανονισμού της Αστυνομίας, η οποία είχε επιφορτισθεί με το δύσκολο αυτό έργο.
Πρώτη Δημοσίευση: Σκιαδάς, Ελευθέριος Γ., 1996. 100 Χρόνια Νεώτερη Ελληνική Ολυμπιακή Ιστορία. Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων 1896-1996. Τα Νέα, Αθήνα. 97-101.