Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιάδας
Δυο ανθρώπινες υπάρξεις, οι οποίες έζησαν παράλληλα στην περιοχή των Σεπολίων μετά το 1870, ίσως μπορούν να αποδώσουν την πραγματικότητα που ζούσαν οι απομακρυσμένες γειτονιές των Αθηνών τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α´. Ήταν μια γριά μοναχή, η Δωροθέα και η κυρά-Σοφιά, όπως αποκαλούσαν μια φημισμένη χαρτορίχτρα. Αμφότερες οι πρωταγωνίστριές μας ζούσαν στην οδό Δυρραχίου, η οποία ήταν ακόμη ένα μονοπάτι. Η ζωή της κυρά-Σοφιάς ήταν ταραχώδης. Ο άνδρας της, ο Σωκράτης Πλουμιστός ήταν συνταξιούχος αρχικλητήρας της Δημοτικής Αστυνομίας και τσιράκι του περίφημου δημοτικού αστυνόμου που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως φον Κολοκοτρώνης και του συναδέλφου του Πολύβιου Συνανιώτη.
Ο Σ. Πλουμιστός θεωρείται ότι ήταν ο πρώτος κάτοικος της οδού Δυρραχίου των Σεπολίων. Είχε ανεγείρει το μοναδικό ακόμη στο δρόμο εκείνο πλινθόκτιστο σπιτάκι του σε κτήμα της αθηναϊκής οικογένειας Κόκκαλη και συμβίωνε ειρηνικά με τη γυναίκα του και διάσημη χαρτορίχτρα και καφετζού κυρά-Σοφιά. Αλίμονο σ’ εκείνον που θα της αρνείτο την αμοιβή της. Έλεγαν πως τον αμπόδενε στο πράσινο σαπούνι που είχε καρφωμένες εκατόν τρεις καρφίτσες και το πέρναγε από σαράντα κύματα πριν το θάψει σε μια ρίζα συκιάς. Στο καλύβι της έφταναν καθημερινά πολλές κυρίες και δεσποινίδες από τις «καλές» γειτονιές, θέλοντας να ακούσουν για τις αισθηματικές υποθέσεις τους. Ακόμη και ειδικό βιζαβί, από εκείνα που εκτελούσαν τη διαδρομή Ομόνοια – Σύνταγμα, μετέφερε επιβάτες για χάρη της κυρά Σοφιάς στα Σεπόλια.
Στον ίδιο δρόμο όμως, κατοικούσε ένα ακόμη ιστορικό πρόσωπο της εποχής, η γριά μοναχή Δωροθέα. Είχε μια παλιά εικόνα της Αγίας Παρασκευής και την είχε εκτεθειμένη μέσα σε κτήμα που ανήκε σε μοναστήρι της Άνδρου. Όταν η οδός Δυρραχίου μετατράπηκε από μονοπάτι σε δρόμο, η εικόνα βρέθηκε στο προσκήνιο και συγκέντρωνε τους φιλόθρησκους διαβάτες. Άναβαν το πεντάρικο κεράκι τους και θύμιαζαν με μοσχολίβανο την εικόνα. Από τις γλίσχρες εισπράξεις, όχι μόνον αποζούσε η καλόγρια αλλά και όσοι φτωχοί επικαλούνταν την αρωγή της. Με την πάροδο του χρόνου έρχονταν κι από μακρύτερα να προσκυνήσουν την εικόνα, να ακούσουν τις γλυκές κουβέντες της μοναχής Δωροθέας που φρόντιζε να τους φιλεύει δροσερά σταφύλια.
Και οι δυο γυναίκες έζησαν στη φτώχεια και την ανέχεια που μάστιζε τότε τις γειτονιές της πόλης. Η μοναχή Δωροθέα πάντα ήρεμη και νηφάλια, η κυρά-Σοφιά πάντα ανήσυχη και νευρώδης. Δεν γνωρίζουμε αν είχαν ποτέ την ευκαιρία να συναγελαστούν μεταξύ τους, αλλά είχαν διαφορετικό τέλος. Η δεύτερη, μια μαρτιάτικη νύχτα του 1886 βγήκε βαθιά μεσάνυχτα, φορώντας μια λευκή ποδήρη εσθήτα και έτρεχε σε διάφορα σημεία του χώρου γονυπετώντας. Με τα χέρια υψωμένα προσευχόταν στ΄ αστέρια. Αλλά σκιάχτηκε ο βοσκός Αθ. Κατσανδρής που βρισκόταν κοντά και νομίζοντας πως έβλεπε φάντασμα, πυροβόλησε με το γκρα του στον αέρα. Η τουφεκιά πήρε την κυρά-Σοφιά στην αριστερή ωμοπλάτη και την έστειλε στον άλλο κόσμο, ενώ ο ακούσιος φονιάς δικάστηκε και αθωώθηκε, αφού η πράξη του χαρακτηρίστηκε φόνος εξ αμελείας.
Η μοναχή Δωροθέα όμως έσβησε ήρεμα στα βαθιά γεράματά της, απολαμβάνοντας την εκτίμηση των γειτόνων και των προσκυνητών, οι οποίοι επί πολλά χρόνια τη μνημόνευαν και συνέχιζαν να ανάβουν το κεράκι τους. Μάλιστα κάποιοι προσπάθησαν στο ίδιο μέρος να ανεγείρουν και ναό της Αγίας Παρασκευής, δεν τα κατάφεραν αλλά συνέχισαν να μνημονεύουν την αγαθή καλόγρια Δωροθέα.