Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ήταν τόσοι οι τζαμπατζήδες που είχαν ανέβει στην ταράτσα μιας αποθήκης, τον Ιούλιο 1933, για να παρακολουθήσουν την προβολή του θερινού κινηματογράφου «Παναθήναια» στην οδό Χαρ. Τρικούπη, ώστε η στέγη κατέρρευσε με αποτέλεσμα δεκάδες άνδρες και γυναικόπαιδα να προσγειωθούν… ανώμαλα στο υπόγειο. Το φαινόμενο ήρθε στην επικαιρότητα, δημοσιογράφοι και λογοτέχνες αναγκάστηκαν να ασχοληθούν με την περιγραφή του και οι αρχές με την περιστολή του.
Αλλά όσο άκμαζαν οι θερινοί κινηματογράφοι στις γειτονιές, μέχρι και την δεκαετία του 1970, οι μικροί και μεγάλοι τζαμπατζήδες ήταν αναπόσπαστο μέρος τους. Εξάλλου, με το τζάμπα ή τσάμπα, λέξη που προέρχεται από την τουρκική «caba», έχουν ασχοληθεί οι σημαντικότεροι λογοτέχνες μας από τον 19ο αιώνα ακόμη. Όπως και με τους τζαμπατζήδες ή τις τζαμπατζούδες, δηλαδή εκείνους και εκείνες που συστηματικά επιδιώκουν ή καταφέρνουν να αποκτήσουν ή να απολαύσουν κάτι χωρίς να πληρώσουν. Τι κι αν ο Θεολόγος Βοσταντζόγλου επέμενε στη χρήση της λέξης λαθροθεατής[1]; Τζαμπατζή συνέχισε να τον αποκαλεί ο ελληνικός λαός.
«Απ’ αιγείρου θέα»
Αλλά οι τζαμπατζήδες δεν είναι υπόθεση της Νεώτερης Ιστορίας. Στην αρχαιότητα υπήρχε η παροιμιώδης φράση «αιγείρου θέα» ή «απ’ αιγείρου θέα», η οποία τους αφορούσε. Στην αίγειρο, στην περίφημη αυτή σκούρα λεύκη των Αθηνών, την οποία μνημονεύουν διάφοροι αρχαίοι συγγραφείς (Ησύχιος, Ερατοσθένης κ.ά.) ανέβαιναν αυτοί που ήθελαν να παρακολουθήσουν την παράσταση τζάμπα ή εκείνοι που δεν έβρισκαν θέση στα ξύλινα καθίσματα, αφού ακόμη δεν είχε ανεγερθεί λίθινο θέατρο στην Αθήνα! Έκτοτε η φράση «απ’ αιγείρου θέα» καθιερώθηκε στη φιλολογική παράδοση και χρησιμοποιείτο από Έλληνες και ξένους για τους τζαμπατζήδες.
Όσο για τα νεώτερα χρόνια, πρέπει να αναζητήσουμε την εμφάνιση των τζαμπατζήδων, ιδιαίτερα των πιο δημοφιλών που φρόντιζαν να παρακολουθούν δωρεάν θεάματα, στις αρχές του 20ού αιώνος. Όταν τα υπαίθρια καλοκαιρινά θεατράκια άρχισαν να απλώνονται στις αθηναϊκές γειτονιές. Γύρω τους ξεφύτρωναν καφενεδάκια, οι θαμώνες των οποίων συγκεντρώνονταν για να ακούνε τα τραγούδια. Όταν δε σταματούσε η κίνηση του δρόμου και κόπαζε ο θόρυβος από τα τραμ και τα αμάξια, ακουγόταν καλά και η πρόζα. Οπότε με έναν καφέ ή με ένα λουκούμι οι τζαμπατζήδες απολάμβαναν σχεδόν ολόκληρη παράσταση, αρκούσε να έχουν βρει ένα τραπεζάκι, όπως μας πληροφορεί ο Γρηγόριος Ξενόπουλος[2].
Με το πέρασμα του χρόνου και όσο πυκνοκατοικούνταν οι γειτονιές, δεν ήταν μόνον τα καφενεία που φρόντιζαν να κερδίζουν από τους τζαμπατζήδες. Ήταν και τα γύρω σπίτια, τα οποία εκμεταλλεύονταν την περίσταση για να απολαύσουν δωρεάν τις παραστάσεις οι ίδιοι αλλά και οι φίλοι και γνωστοί τους. Τι κι αν οι θεατρώνηδες προσπαθούσαν να απομονώσουν τα αδιάκριτα βλέμματα με τέντες που άπλωναν εδώ κι εκεί, δεξιά, αριστερά και πάνω από την σκηνή. Οι τζαμπατζήδες ανέβαιναν πιο πάνω, στις ταράτσες, χρησιμοποιούσαν τα παράθυρα, τα μπαλκόνια και όποιο σημείο του σπιτιού τούς επέτρεπε να απολαύσουν το δωρεάν θέαμα. Σε μεγάλη ακτίνα γύρω από τα θεατράκια, στη σιγή της νύχτας, τα σπίτια μετατρέπονταν σε θεωρεία πρώτης τάξεως. Τι κι αν ο κόσμος του θεάτρου, από τους συγγραφείς έως τους κομπάρσους, διαμαρτυρόνταν; Το πρόβλημα ήταν άλυτο. Ο τζαμπατζής θα βρει την καλή παράσταση, όπου και να πάει, έγραφε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο οποίος με την γλαφυρή του πένα απαθανάτισε το φαινόμενο γράφοντας πως ήταν «ο σκόρος του θεάτρου»[3]. Για να αντιμετωπιστεί το… κακό ο αείμνηστος Δημήτρης Χατζόπουλος, που έγραφε και με το ψευδώνυμο Μποέμ πρότεινε να γίνει ειδική κατηγορία εισιτηρίων, τα «τζαμπατζίδικα» ώστε τουλάχιστον να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα μέσω της «νομιμοποίησής» του[4].
Τα «σπουργίτια»
Με μία ειδική και συμπαθή κατηγορία τζαμπατζήδων ασχολήθηκε ο Μιλτιάδης Γ. Λιδωρίκης. Τα «σπουργίτια των κινηματογράφων», όπως τα αποκαλούσε και ήταν τα μικρά παιδιά, τα τρυφερά ανήλικα[5]. Όταν οι οθόνες των κινηματογράφων απλώνονταν ακόμη στις πλατείες, αναρίθμητα παιδιά έρχονταν πίσω από την οθόνη και σκύβοντας περνούσαν μπροστά και στέκονταν στρυμωγμένα σίρριζα στο πανί. Το ένα κοντά στο άλλο σήκωναν τα μικρά κεφαλάκια τους για να μπορέσουν να διακρίνουν και να εννοήσουν τι παρίστανε ο κινηματογράφος που τον έβλεπαν από θέση μαρτυρική.
Έβλεπαν μόνον μακριές και όρθιες σκιές που έτρεμαν και αποτελούσαν ένα σύνολο το οποίο κούραζε τα μάτια και το λαιμό. Παρά ταύτα, τα.. σπουργιτάκια μαζεύονταν και παρακολουθούσαν με ανοικτό το στόμα σαν τα πουλάκια την ώρα που τους φέρνουν την τροφή τος. Έτσι μας τα παρουσίασε ο Μιλ. Λιδωρίκης εκφράζοντας έναν πόθο και μία ευχή. Ήθελε να είναι πλούσιος και να είχε την δυνατότητα να στήσει έναν κινηματογράφο με θέσεις αναπαυτικές. Και τις θέσεις αυτές να τις διαθέτει στα… σπουργίτια δωρεάν ώστε να μην αντικρίζει το σκληρό θέαμά τους να τρυπώνουν κάτω από το λευκό πανί.
Οι καλοί
Ανάμεσα στ’ άλλα επίσημος τζαμπατζής στα θεάματα γινόταν το κράτος, το οποίο με διάφορους τρόπους εξασφάλιζε στους λειτουργούς του δωρεάν εισιτήρια. Ήδη, στις αρχές της δεκαετίας του 1920, κάθε δημόσια υπηρεσία είχε και από δύο θέσεις στα θέατρα. Το Φρουραρχείο, η Διεύθυνση της Αστυνομίας, το Πρωτοδικείο, η Εισαγγελία, οι ανακριτικές Αρχές, το υπουργείο Εσωτερικών, το αρχηγείο της Χωροφυλακής, το Σώμα Στρατού κ.ο.κ.
Βεβαίως οι τζαμπατζήδες δεν αφορούσαν μόνον στα θεάματα. Επέκτειναν τις δραστηριότητές τους σε σειρά κοινωνικών και άλλων εκδηλώσεων, όπως οι αγώνες στα γήπεδα, η μετακίνηση με τα τραμ κ.ά. Ο δημοσιογράφος Ν. Γιοκαρίνης έσπευσε να μιλήσει για τους καλούς και κακούς τζαμπατζήδες. Στους πρώτους κατέγραφε τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, τον φτωχό αυτάδελφο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο οποίος όταν σκοτείνιαζε πήγαινε στο περίπτερο ενός φίλου του στην Ομόνοια για να διαβάσει τις εφημερίδες[6].
Οι κακοί
Στους δεύτερους, στους… κακούς τζαμπατζήδες, περιλάμβανε κυρίες της αποκαλούμενης «καλής κοινωνίας», τις τζαμπατζούδες, οι οποίες παρευρίσκονταν απρόσκλητες σε πολλές κοσμικές συγκεντρώσεις και δεξιώσεις και τιμούσαν με το παραπάνω τους μπουφέδες.
«Φωτογράφισε» μάλιστα κάποια που είχε τέτοιο θράσος, ώστε δεν δίστασε η αφιλότιμη να εισχωρήσει και σε επίσημο ταξίδι της Ολυμπιακής Επιτροπής από την Αθήνα στην Ολυμπία και στο οποίο συμμετείχαν ο διάδοχος και υπουργοί. Όταν δε αποκαλύφθηκε, απλά δήλωσε… θαυμάστρια του Κουμπερτέν[7]!
Ο γλυκύς ουρανός
Όσο για την υπόθεση του 1933, όταν κατέρρευσε στέγη με τζαμπατζήδες ήταν περιστατικό που αποκάλυπτε την… ακμή του φαινομένου. Συνέβη στον υπαίθριο ομιλούντα κινηματογράφο «Παναθήναια» στο τέρμα της οδού Χαριλάου Τρικούπη. Είκοσι γείτονες, άνδρες και γυναικόπαιδα, είχαν ανέβει στην ταράτσα παρακείμενης αποθήκης. Αργότερα προστέθηκαν και άλλοι και υπό το βάρος τόσων θεατών έπεσε η στέγη και βρέθηκαν όλοι μέσα στην αποθήκη. Η συνοικία αναστατώθηκε από τους θρήνους και τις κραυγές των τζαμπατζήδων και τα αστυνομικά όργανα φρόντισαν για την μεταφορά τους στο παρακείμενο Γαλλικό Νοσοκομείο[8].
Ήταν τόσο έντονο το φαινόμενο ώστε το σύνολο των χρονογράφων φρόντισαν τουλάχιστον μία φορά να απασχολήσουν τη στήλη τους με το θέμα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 εξάλλου, είχε αρχίσει η… καταδίωξη των τζαμπατζήδων. Αλλά ο γλυκύς ελληνικός ουρανός και η νοοτροπία ενός ολόκληρου λαού συνέτειναν στην διαιώνιση του φαινομένου. Το φαινόμενο δεν εξαφανίστηκε βέβαια, αφού όλοι μας –λίγο πολύ– τουλάχιστον στα παιδικά μας χρόνια βρήκαμε τρόπο να παρακολουθήσουμε κάποιο έργο σε θερινό συνοικιακό σινεμά.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 28 Ιουλίου 2013