Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η λέξη σοφέρ χάνεται σιγά σιγά από το λεξιλόγιό μας, αφού επικράτησε για περισσότερα από εκατό χρόνια και συνδέθηκε άρρηκτα με τον οδηγό του αυτοκινήτου. Πώς όμως από το γαλλικό chauffeur (=θερμαίνω, ανάβω τη μηχανή αλλά και θερμαστής) φτάσαμε στο ελληνοποιημένο σοφέρ; Όταν εισήθησαν τα πρώτα αυτοκίνητα στην Ελλάδα, όπως συνέβαινε και σε όλη την Ευρώπη, για να κινηθούν ήταν απαραίτητο να έχουν δύο ανθρώπους.
Ο πρώτος επαγγελματίας
Ο ένας ήταν ο οδηγός, τον οποίο πολλοί αποκαλούσαν πιλότο, και ο άλλος ο μηχανικός, τον οποίο αποκαλούσαν σοφέρ. Με την εξέλιξη των αυτοκινήτων καταργήθηκε ο ένας εξ αυτών, κυρίως επειδή όλοι οι οδηγοί αυτοκινήτων είχαν τις στοιχειώδεις γνώσεις λειτουργίας των μηχανικών μερών τους. Οπότε επιβλήθηκε και διεθνώς η λέξη σοφέρ. Σημειωτέον ότι τα πρώτα αυτοκίνητα χρησιμοποιούσαν κάρβουνα και το γαλλικό chauffeur είχε κυριολεκτικώς την έννοια του θερμαστή.
Κυρίως η λέξη σοφέρ χρησιμοποιήθηκε για τους επαγγελματίες οδηγούς. Μπορεί ο πρώτος που έλαβε επισήμως κανονική άδεια σοφέρ –αντίστοιχη με τα σημερινά διπλώματα οδήγησης–, όπως αναφέρουν οι πηγές, να ήταν ο Αλέξανδρος Μπαχάουερ, αλλά τα πρωτεία στην πράξη διεκδικεί ο οδηγός των ανακτόρων Νικολακάκης, ο οποίος αργότερα εξελίχθηκε και σε επίσημο «μηχανικό» συντήρησης και επισκευής των βασιλικών οχημάτων [1].
Ταξί στη Μεγάλη Βρετανία
Όσο για το πρώτο αυτοκίνητο που πραγματοποίησε επαγγελματικές διαδρομές, δηλαδή το πρώτο ταξί, εμφανίστηκε ξαφνικά ένα μεσημεράκι έξω από το ξενοδοχείο «Μεγάλης Βρετανία». Ήταν ένα μονοκύλινδρο Ντάρακ (Darracq) εννέα ίππων και τριών θέσεων, όπως μας πληροφορεί ο Ε. Θωμόπουλος. Δύο ντελάληδες άρχισαν να φωνάζουν ότι θα πραγματοποιήσει περιπάτους για το κοινό με αγώγι 15 δραχμές για την Κηφισιά μετ’ επιστροφής και 9 δραχμές για το Φάληρο. Όπως ήταν αναμενόμενο επικράτησε συνωστισμός και αναμπουμπούλα. Ήταν τόσο η ζήτηση ώστε ο ιδιοκτήτης προσπάθησε να εκμεταλλευθεί την περίσταση.
Έκανε ανατίμηση 50 λεπτών και μιας δραχμής και δίνοντας αφορμή στις εφημερίδες να κάνουν λόγο για αισχροκέρδεια. Πάντως, το τέλος εκείνου του αυτοκινήτου υπήρξε άδοξο. Ένα βράδυ και ενώ επέστρεφε από την Κηφισιά, τρύπησε το λάστιχο της οπίσθιας αριστερής ρόδας. Αλλά οι κρότοι των εξατμίσεων και τα τραντάγματα από τον καρόδρομο ήταν τέτοιοι ώστε ο σοφέρ δεν αντιλήφθηκε το πρόβλημα. Παρά το γεγονός ότι το ελαστικό έφυγε ολόκληρο, το αυτοκίνητο συνέχιζε την πορεία του. Φθάνοντας στο ύψος των Αμπελοκήπων, ο ξεγυμνωμένος τροχός χτύπησε σε ένα σίδερο και το όχημα παρέκκλινε και ανατράπηκε.
Μετά απ’ αυτό το περιστατικό, το πρώτο ταξί χάθηκε για πολύ καιρό από την πιάτσα αφού ανταλλακτικά στην Αθήνα δεν υπήρχαν. Ο ιδιοκτήτης του –ο οποίος σύμφωνα με νεότερες εκδοχές ονομαζόταν Νικόλαος Πρίντεζης–αναγκάστηκε να… εκστρατεύσει μέχρι την Αλεξάνδρεια για να φέρει δύο ελαστικά για το αυτοκίνητό του. Γράφτηκε δε, πως ξόδεψε τέτοιο ποσόν, ώστε ποτέ δεν κατόρθωσε να αποσβέσει τα χρέη που δημιούργησε για την αγορά του αυτοκινήτου και των ανταλλακτικών[2].
Αφορμή για δημιουργία συνεργείων
Όταν το αυτοκίνητό του Νικόλαου Πρίντεζη έγινε κυριολεκτικά ερείπιο από την κακή κατάσταση των δρόμων, είχε ήδη καταστραφεί οικονομικά. Έτσι, το πρώτο ταξί θυσιάστηκε στην εποχή που απερχόταν και εξαγόραζε με αισιοδοξία την είσοδο της νέας εποχής, με τις στρατιές πλέον των αυτοκινήτων και των οδηγών τους. Οι περιπέτειες ωστόσο του πρώτου εκείνου δημοσίας χρήσεως αυτοκινήτου με την δραματική κατάληξη, υπήρξαν η αφορμή για να γεννηθεί το πρώτο συνεργείο αυτοκινήτων, το οποίο θα καλούνταν να αντιμετωπίσει της προκλήσεις της νέας εποχής.