Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ένα από τα φαινόμενα που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια είναι πως δεν καθίστανται δημοφιλή και είναι ελάχιστα τα ιστορικά αποτυπώματα που αφήνουν πίσω τους πολλά πολιτιστικά γεγονότα και ιδιαιτέρως θεατρικά δρώμενα. Οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν, μεταξύ άλλων, στην έλλειψη φαντασίας, τις μάλλον ευκαιριακές έως και πρόχειρες παρουσιάσεις, καθώς και στην απουσία φωτισμένων δημιουργών. Η ποσότητα και η ταχύτητα λειτουργούν πλέον εις βάρος της ποιότητας, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε παλαιότερα. Όπως το 1960, όταν 14 σκηνογράφοι του ελληνικού θεάτρου, αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν μία ομαδική έκθεση, στον Γαλλικό Ινστιτούτο των Αθηνών, στην οδό Σίνα[1] .
Και μόνον η παράθεση των ονοματεπωνύμων των σκηνογράφων που συμμετείχαν σε εκείνη την έκθεση προκαλεί δέος. Ας τους καταγράψουμε αλφαβητικά, αποδίδοντάς τους και την ανάλογη τιμή. Ήταν ο πολυτάλαντος ζωγράφος, λογοτέχνης και ποιητής Μάριος Αγγελόπουλος, ο οποίος εμφανίστηκε στον χώρο της σκηνογραφίας το 1933, όταν ανέβηκε έργο του Ξενόπουλου από τον θίασο Μουσούρη, του οποίου στη συνέχεια έγινε ο μόνιμος σκηνογράφος. Ακολουθούσε ο σπουδαίος εικαστικός Γιώργος Βακαλό(πουλος), ο οποίος είχε ξεκινήσει τη σκηνογραφική καριέρα του στο Παρίσι με το έργο του Μολιέρου «Ο Φιλάργυρος». Το 1939 σκηνογράφησε στην Αθήνα για έργο της Κατερίνας και συνέχισε με το Εθνικό Θέατρο.
Ο γεννημένος στο Γαλαξείδι Σπύρος Βασιλείου μετρούσε ήδη το 1960 πολλές παρουσία ως σκηνογράφος, όπως και Ν. Χατζηκυριάκος Γκίκας που είχε σκηνογραφήσει έργο για πρώτη φορά το 1937. Επίσης, ο Νίκος Εγγονόπουλος που είχε αρχίσει σκηνογραφώντας το 1938 δύο έργα του θεάτρου Κοτοπούλη. Από τις νεότερες παρουσίες της εποχής ήταν αυτή της Λίζας Ζαΐμη, η οποία πρωτοεμφανίσθηκε ως σκηνογράφος το 1956 και όταν γινόταν η έκθεση ήδη είχε σκηνογραφήσει τη «Φαβορίτσα» στη Λυρική Σκηνή. Εξαιρετική όμως ήταν και η παρουσία του αυτοδίδακτου και εμπνευσμένου Νίκου Ζωγράφου, ο οποίος είχε επίσης εμφανιστεί για πρώτη φορά το 1938 στο θερινό θέατρο της Κατερίνας με το έργο του Σαίξπηρ «Πολύς θόρυβος για το τίποτε»[2].
Επόμενη παρουσία ήταν ο εντυπωσιακός αρχιτέκτονας Κίμων Λάσκαρης. Δεν είναι ευρέως γνωστό ότι ο πολυβραβευμένος αρχιτέκτονας είχε ξεκίνησε να σκηνογραφεί από το 1937 με το έργο «Ελισάβετ», στο θέατρο «Κοτοπούλη». Ο σεμνός, χαρισματικός και καταγόμενος από την Άρτα ζωγράφος και σκηνογράφος Γιάννης Μιγάδης, είχε ξεκινήσει τη σκηνογραφική του πορεία το 1956 με τον θίασο Κάρολου Κουν[3]. Βεβαίως δεν έλειπε ο επίσης Αρτινός Γιάννης Μόραλης, από τους επιφανέστερους καλλιτέχνες του περασμένου αιώνα. Η πρώτη σκηνογραφική του εργασία είχε παρουσιαστεί το 1954 σε έργο του Πιραντέλλο με τον θίασο Κάρολου Κουν, στον οποίο συνέχιζε να προσφέρει τις δημιουργίες και τα επόμενα χρόνια.
Παρούσα όμως ήταν και η Ελληνίδα γλύπτρια Άλεξ Μυλωνά, η οποία από τα πρώτα μαθητικά της χρόνια εμφάνισε το ταλέντο της. Όσο για την παρουσία της στις σκηνογραφικές δημιουργίες είχε ξεκινήσει το 1958[4]. Τριάντα χρόνια νωρίτερα όμως (1928) είχε ξεκινήσει τη δική του προσφορά στη σκηνογραφία ο Γιάννης Τσαρούχης, σε έργο του Μέτερλιγκ που είχε ανέβει στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου.
Αυτοί ήταν οι σκηνογράφοι που πρωταγωνιστούσαν στη θεατρική ζωή του τόπου, συμβάλλοντας με την τέχνη τους στην τόνωση της θεατρικής κίνησης. Εξέθεσαν σκηνογραφίες, μελέτες και μακέτες κοστουμιών, από έργα που είχαν ανεβάσει κατά την τελευταία εικοσαετία. Ένας απέραντος θησαυρός απλωνόταν στα μάτια του κοινού και συνοδευόταν από το σύνολο των καλλιτεχνικών ρευμάτων που εκπροσωπούσαν όσοι και όσες συμμετείχαν. Ταυτοχρόνως, στην ίδια έκθεση, παρουσιάστηκαν φωτογραφίες καλλιτεχνών, ενδυμασίες, μάσκες, θεατρικά έργα και χειρόγραφα, έντυπα παλαιών εκδόσεων κ.ά. του θεατρικού Μουσείου.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 13 Μαΐου 2018