Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ίσως η πιο θετική και ακριβής θεώρηση της ιστορίας μας, από τα χρόνια της Αλώσεως της Πόλης, δηλαδή από τότε που οι Οθωμανοί γκρέμισαν τον Δικέφαλο Αετό από τα την Αγία Σοφία, είναι οι Σημαίες, τα Φλάμπουρα και τα Μπαϊράκια. Επί τριακόσια εξήντα οκτώ χρόνια (1453-1821) επάνω τους αποτυπώθηκαν οι προσπάθειες ενός ολόκληρου Γένους να διατηρήσει την ταυτότητα και τον χαρακτήρα του. Επ’ αυτών είναι γραμμένη η μακρά σειρά των αδιάλειπτων επαναστατικών κατακλυσμών, όπως εύστοχα έγραψε ο Νικόλαος Αγγελίδης, μέσω των οποίων δηλωνόταν ο σεβασμός προς την εθνική συνέχεια και η προσήλωση προς την Ορθοδοξία, όπως παρατηρεί η Χαρίκλεια Δημακοπούλου. Από τον βυζαντινό αετό του Κορκόδειλου Κλαδά μέχρι τα μπαϊράκια των Κολοκοτρωναίων και των Μαυρομιχαλαίων που σηκώθηκαν στην Καλαμάτα το 1821. Κι από το βασιλικό διάταγμα του 1833, το οποίο καθόρισε την γαλανόλευκη μέχρι τα βουνά της Ηπείρου το 1940 και την Σημαία της Απελευθερώσεως από τους Γερμανούς που υψώθηκε στην Ακρόπολη. Οι Σημαίες υπηρέτησαν την ιδέα της Ελευθερίας, φορτίσθηκαν με θυσίες και συνδέθηκαν με την ταυτότητα και τις προσωπικότητες που αγωνίσθηκαν για την υπεράσπισή τους. Είναι δε άξιο ιδιαίτερης αναφοράς το γεγονός ότι τα αιματοβαμμένα σύμβολα έγιναν το μέσο για την προβολή υψηλών και ευγενών ιδανικών. Οι απελευθερωτικοί αγώνες, τα επαναστατικά κινήματα, οι ευτυχείς εθνικές στιγμές, οι περίοδοι ευημερίας ή δοκιμασιών συνοδεύονται από τις σημαίες τους.
Φλάμπουρα και Μπαϊράκια
Δεν έλεγε να υποκύψει στον Οθωμανικό ζυγό ο Κορκόδειλος Κλαδάς και ύψωσε τον βυζαντινό αετό του εναντίον της Ημισέλήνου αλλά και του τρομερού λέοντος του Αγίου Μάρκου. Ο στρατιωτικός ηγέτης, από την υπερήφανη Μάνη λίγα χρόνια μετά την Άλωση, έδινε το σύνθημα πως θα παραμένουν ελεύθερες οι ψυχές των Ελλήνων. Ο ίδιος υπέκυψε στον δια κατακερματισμού θάνατο με τον οποίο τον τιμώρησαν οι Τούρκοι, αλλά είχε σπείρει τον δικέφαλο αετό του, τον οποίο τίμησαν και οι γιοί του, οι Εμμανουήλ και Θεόδωρος. Όπως τον τίμησαν και όσοι ηγήθηκαν στα τοπικά η ευρύτερα επαναστατικά κινήματα που ακολούθησαν. Οι Κλέφτες είχαν ο καθένας και το δικό του φλάμπουρο ή μπαϊράκι. «Σημάδι μέγα φλάμπουρο τον Σταυρόν του Κυρίου» μας λέει ο «Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως». Αρκούσε δηλαδή να σηκωθεί μία σταυροφόρος Σημαία για να σπεύσουν και να συνενωθούν οι Έλληνες. Έστρεφαν το βλέμμα τους στην θεία αντίληψη για να αντλήσουν δύναμη. Γι’ αυτό οι μορφές Αγίων, κυρίως των Αγίων Γεωργίου και Δημητρίου, κοσμούσαν τα φλάμπουρα, τα οποία υψώνοντο συνήθως στα πανηγύρια ή στα μπαϊράκια που τα ονόμαζαν και παντιέρες και χρησιμοποιούντο ως πολεμικές σημαίες. Σύντομα οι διαφορές μεταξύ αρματολικών και κλέφτικων σημαιών εξέλιπαν, οπότε φλάμπουρα και μπαϊράκια σήμαιναν πλέον την πολεμική σημαία. Τα δημοτικά τραγούδια ήταν εκείνα που ανέλαβαν να διασώσουν την ιστορία τους στους νεώτερους: «Ρωτάτε για τον Νικολό, τον καπετάν Τζιουβάρα, Πούταν στο Λούρο αρματωλός, στο Καρπενήσι κλέφτης. Είχε φλάμπουρο όμορφο, κόκκινο και γαλάζιο, Με το Χριστό, με το Σταυρό και με την Παναγία»[1].
«Εν τούτω Νίκα»
Τέτοιοι στίχοι υμνολογούσαν τις σημαίες των Αρματολών, περιγράφοντας λεπτομερώς τα κατορθώματά τους. Συνήθης και η παρουσία του δικέφαλου αετού, υπενθυμίζοντας την σύνδεση με τη Βυζαντινά Αυτοκρατορία και τη συνέχεια της εθνικής και στρατιωτικής παραδόσεως των Ελλήνων. Είναι ο σταυραετός που βίγλιζε στα ψηλά βουνά, κρατώντας στα νύχια του σπαθί και έχοντας κορώνα στο κεφάλι. Κοντά του το «Εν Τούτω Νίκα», το θεία απόφθεγμα που αποτελούσε τη γέφυρα του χρόνου με το δαφνηφόρο λάβαρο του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αναζητούν την ταυτότητά τους, παραδίδουν την κληρονομιά από γενεά σε γενεά και διατηρούν σε ακμή τις πολεμικές έξεις. Στα Ορλωφικά (1770) οι Μαυρομιχαλαίοι θα υψώσουν λευκή σημαία με κυανού σταυρό, όμοια με τη Σημαία των Κολοκοτρωναίων. Προφανώς είχε χρησιμεύσει ως υπόδειγμά τους η Ρωσσική πολεμική σημαία, λευκή με τον κυανού σταυρό του Αγίου Ανδρέου. Οι Καλλέργηδες ύψωσαν στην Κρήτη σημαία με εννέα παράλληλες λευκές και κυανές λωρίδες, με λευκό σταυρό σε κυανό βάθος και την επιγραφή «Εν τούτω Νίκα». Ο Γιάννης Σταθάς υπέστειλε την Ρωσσική και ανεπέτασε κυανή με λευκό σταυρό. Οι Σημαίες αυτές παραπέμπουν, σχεδόν ευθέως, στις σημερινές. Την συνέχεια, μας παραδίδει η Χαρίκλεια Γ. Δημακοπούλου, με κείμενο το οποίο δημοσίευσε στην εφημερίδα «Εστία» σε δύο συνέχειες (23 – 24 Μαρτίου 1979)[2] και το οποίο αναδημοσιεύουμε:
Η Σημαία των πλοίων
Τα Ελληνικά πλοία μέχρι του 1774, δηλαδή μέχρι της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, υπεχρεούντο να υψούν την Οθωμανικήν «ραγιάδικη» σημαίαν, προς διάκρισιν από τα πολεμικά και τα εμπορικά πλοία των «έχλι – ισλάμηδων», των γνησίων Μωαμεθανών. Η «ραγιάδικη» σημαία έφερε τρεις οριζοντίους ταινίας (ερυθράν- κυανήν – ερυθράν), ήτο δε διάφορος δια τα νηολογημένα εις την Σμύρνην (πέντε οριζόντιοι ταινίαι, κυαναί και λευκαί εναλλάξ) από τα εις την Κρήτην (τρεις οριζόντιοι ταινίαι, ερυθρά – λευκή – ερυθρά) σκάφη Ελληνικής πλοιοκτησίας. Τα μικρά σκάφη έφερον άλλην σημαίαν, αποτελουμένην εκ δώδεκα οριζοντίων ταινιών, πέντε κυανών, δύο ερυθρών, μιας κιτρίνης και τεσσάρων λευκών. Αυτονόητον είναι ότι, αναλόγως των περιστάσεων, τα Ελληνικά πλοία ύψωναν σημαίας και άλλων ναυτικών κρατών, ή αυτονόμων επικρατειών, ως του Βασιλείου των Δύο Σικελιών, της Αυστρουγγαρίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Ενετίας, των Κάτω Χωρών, του Μαρόκου, της Τύνιδος, του Τάγματος του Αγίου Ιωάννου, της Ραγούζας, αργότερον της Ιονίου Πολιτείας, κ.λπ., ιδιαιτέρως όμως της Ρωσσίας, προστάτιδος των Χριστιανών υπηκόων του Σουλτάνου από το 1774. Η Ρωσσική ναυτική σημαία εποίκιλλε κατά τον τύπον. Πάντως, απετελείτο εκ συνδυασμού των χρωμάτων λευκού, κυανού και ερυθρού. Από του 1813 μέχρι του 1819, έφερεν εννέα οριζοντίους ταινίας, λευκήν, κυανήν και ερυθράν, εναλλασσομένας. Θα πρέπει να σημειωθή ότι, κατ’ εκείνην την εποχήν, δεν επεκράτει η σήμερον ισχύουσα τάξις. Υπήρχον ίδιαι ναυτικαί σημαίαι κατ’ εμπορικόν λιμένα, αλλά και αι κρατικαί έδει να είναι προσηρμοσμέναι απλώς προς τα παραδεδεγμένα εθνικά χρώματα. Τούτο μαρτυρείται εκ παλαιών πινάκων σημαιών, εν χρήσει ιδίως εις τα εμπορικά πλοία.
Η Σημαία του Ρήγα
Ο Ρήγας Φεραίος, εν παραρτήματι της «Νέας Πολιτικής Διοικήσεως των κατοίκων της Ρούμελης κ.λπ.», προέβλεψε σχέδιον σημαίας, η οποία θα απετελείτο εκ τριών ταινιών, ερυθράς, λευκής και μαύρης. Επ’ αυτής θα εικονίζοντο τρείς σταυροί και το ρόπαλον του Ηρακλέους. Τα τρία χρώματα της σημαίας του Ρήγα εσυμβόλιζον, αντιστοίχως, την «αυτοκρατορικήν πορφύραν και αυτεξουσιότητα του Ελληνικού λαού», την «αθωότητα της δικαίας ημών αφορμής κατά της τυραννίας» και τον «υπέρ πατρίδος και ελευθερίας ημών θάνατον». Τα αυτά χρώματα υιοθέτησε και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Επί της σημαίας αυτού, όμως, εικονίζοντο εις μεν την μίαν πλευράν οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη και το «Εν τούτω νίκα». Εις δε την ετέραν ο μυθολογικός Φοίνιξ και το «εκ της κόνεώς μου αναγεννώμαι». Δια των συμβολισμών αυτών, διεδηλούτο ευθέως η Βυζαντινή παράδοσις και η εθνική αναγέννησις. Η σημαία του Αλεξ. Υψηλάντου, καθηγιάσθη, συμφώνως προς τον Ιω. Φιλήμονα, την 26ην Φεβρουαρίου 1821, υπό του Μητροπολίτου Ιασίου Βενιαμίν και εκυμάτισε κατά τας δραματικάς στιγμάς του εις τας Παραδουναβίους επαρχίας διεξαχθέντος Αγώνος. Ομοία προς αυτήν ήτο και η του Δημητρίου Υψηλάντου, κατά το πρώτον έτος της Επαναστάσεως, εις τον Μοριά.
Επαναστατικές Σημαίες και Λάβαρα
Μετά την κήρυξιν της Επαναστάσεως, λήγοντος του Φεβρουαρίου 1821 εις το Ιάσιον, επηκολούθησεν η διάδοσις του Αγώνος και ις την κυρίως Ελλάδα. Κατά την κατάληψιν της Καλαμάτας εκυμάτισαν τα «μπαϊράκια» των Κολοκοτρωναίων και των Μαυρομιχαλέων. Το λάβαρον της Μονής της Αγίας Λαύρας, καθιερώθη ως το Λάβαρον της Επαναστάσεως. Ο Ανδρέας Λόντος εισήλθεν εις τας Πάτρας με ερυθράν σημαίαν, έχουσαν επί της μιάς πλευράς μέλανα σταυρόν, και αυτήν ηυλόγησεν ο Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός, εις την πλατείαν του Αγίου Γεωργίου. Ποικιλίαν σημαιών, αυτοσχεδίων μεν αλλά φερουσών τον σταυρόν ως κύριον έμβλημα ή τα σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας ή εικόνας Αγίων, ύψωσαν οι επί μέρους αρχηγοί κατά το ευφρόσυνον και ελπιδοφόρον έτος 1821. Σημαίαν με την εικόνα του Αγίου Γεωργίου είχον ήδη αναπετάσει οι Μποτσαραίοι, εις τους απορρώγας βράχους του Σουλίου. Την εικόνα του Αγίου Γεωργίου έφερε και η σημαία του Αθανασίου Διάκου και άλλων Ρουμελιωτών. Ας σημειωθή, ότι η Μπουμπουλίνα είχεν ως ιδίαν αυτής σημαίαν ερυθράν, μετά μαύρου δικεφάλου αετού. Δια των συμβολισμών αυτών, διεδηλούτο ο σεβασμός προς την εθνικήν συνέχειαν και η προσήλωσις προς την Ορθοδοξίαν.
Αι Σημαίαι των Νήσων
Αι τρεις ναυτικαί νήσοι, Σπέτσαι, Ψαρά και Ύδρα, ανύψωσαν ιδίας σημαίας, αι οποίαι ήσαν επηρεασμέναι εκ των συμβόλων των εφοδιαστικών της Φιλικής Εταιρείας. Η Σπετσιώτικη ήτο κυανή (κατ’ άλλους μετ’ ερυθρού πλαισίου). Εις το μέσον έφερεν ερυθρόν σταυρόν επί ανεστραμμένης ομοιοχρώμου ημισελήνου (συμβολίζοντα, τον θρίαμβον της Χριστιανικής Ελλάδος επί της Μουσουλμανικής Τουρκίας), έχοντα εκατέρωθεν αφ’ ενός μεν λόγχην, αφ’ ετέρου δε άγκυραν με όφιν και πτηνόν (γλαύκα), ως και τας λέξεις «Ελευθερία ή Θάνατος». Η Ψαριανή σημαία ήτο λευκή με ερυθρόν πλαίσιον, έφερε τα αυτά ως και η Σπετσιώτικη σύμβολα χρώματος ερυθρού και την αυτήν επιγραφήν, ενίοτε δε και αστέρα υπό την ημισέληνον. Η Υδραϊκή ήτο βαθέως κυανή με ερυθρόν πλαίσιον και λευκόν σταυρόν επί λευκής ημισελήνου (ενίοτε δε και με την επιγραφήν «Ή ταν ή επί τας. 1821»). Αριστερά του σταυρού έφερε λευκήν άγκυραν με όφιν και πτηνόν, δεξιά δε λόγχην μετ’ ερυθράς σημαίας, φερούσης κεφαλήν μετά αρχαίου κράνους. Εις τινας Υδραϊκάς σημαίας και εις το άνω αριστερόν μέρος, εικονίζετο ο οφθαλμός του Θεού και ακτίνες. Εξ άλλου, η Σαμιακή ήτο και αυτή κυανή με σταυρόν επί ημισελήνου, έφερε δε δεξιά λόγχην και αριστερά σπόγγον μετ’ αγκύρας, ως και τας λέξεις «Ελευθερία ή Θάνατος». Εις την Κρήτην υψώθη η ερυθρά σημαία με την εικόνα του Αγ. Τίτου, αλλά και άλλαι αυτοσχέδιοι και κατόπιν, υπό του Μιχαήλ Κομνηνού Αφεντούλιεφ, τρίχρωμος κατ’ εκείνην του Αλεξάνδρου Υψηλάντου. Υπό Κυπρίων εθελοντών υψώθη εν Ελλάδι, κατά την διάρκειαν του Αγώνος, λευκή σημαία μετά κυανού σταυρού, η οποία έφερε την επιγραφήν «ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΙΚΙ ΠΑΤΡΗΣ ΚΗΠΡΟΥ».
Η Κυανόλευκος
Την ποικιλίαν των σημαιών κατήργησεν η Α΄ εν Επιδαύρω Εθνική Συνέλευσις, δια του άρθρου ρδ΄ του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος, της 1ης Ιανουαρίου 1822. Δι’ αυτού ωρίσθησαν ως εθνικά χρώματα το κυανούν και το λευκόν. Διά του Διατάγματος της 15ης Μαρτίου 1822 καθωρίσθησαν οι τύποι του εθνοσήμου και των σημαιών: «Των μεν κατά γην δυνάμεων η σημαία, σχήματος τετραγώνου, θέλει έχει το εμβαδόν κυανού, το οποίον θέλει διαιρείσθαι εις τέσσαρα ίσα τμήματα δι’ ενός σταυρού λευκοχρόου, διασχίζοντος εκείνα τα τμήματα από άκρων έως άκρων του εμβαδού β) Η δε κατά θάλασσαν σημαία θέλει είσθαι διττή, μιά δια τα πολεμικά και άλλη διά τα εμπορικά πλοία. Και της μεν δια τα πολεμικά πλοία το εμβαδόν θέλει διαιρείσθαι εις εννέα οριζόντια παραλληλόγραμμα, παραμειβομένων εις αυτά των χρωμάτων λευκού και κυανού: εις την άνω δε προς τα έσω γωνίαν τούτου του εμβαδού, θέλει σχηματισθή τετράγωνον κυανόχρουν, διηρημένον εν τω μέσω δι’ ενός σταυρού λευκοχρόου, της δε δια τα εμπορικά πλοία διωρισμένης το εμβαδόν θέλει είσθαι κυανούν.
Εις την άνω δε προς τα έσω γωνίαν τούτου του εμβαδού θέλει σχηματισθή ωσαύτως τετράγωνον λευκόχρουν και διηρημένον εν τω μέσω δι’ ενός σταυρού κυανοχρόου». Σημαίαν των κατά ξηράν δυνάμεων παρέδωσε, κατά Μάϊον 1822, ο Αλεξ. Μαυροκορδάτος εις έκαστον των δύο πρώτων ταγμάτων πεζικού του Τακτικού Στρατού, επί τη οργανώσει των – και υπ’ αυτήν επολέμησαν από της μάχης του Πέτα μέχρι του τέλους του Αγώνος. Υπό την αυτήν σημαίαν, της ξηράς, επολέμησαν δια την Ελευθερίαν και αι λοιπαί μονάδες του Τακτικού και του «Ατάκτου» Στρατού. Την ενιαίαν σημαίαν του πολεμικού ναυτικού ανύψωσεν ο Ελληνικός στόλος, εις τα ανοικτά του Μεσολογγίου, την 16ην Απριλίου του 1822 και με αυτήν κυματίζουσαν διεξήχθησαν αι υπό του 1822 νικηφόροι ναυμαχίαι του Αγώνος. Από της 30ης Ιουλίου 1828, ωρίσθη όπως και τα εμπορικά πλοία αίρουν εφεξής την σημαίαν του πολεμικού ναυτικού. Ούτω δε είχον τα πράγματα, μέχρι της εγκαταστάσεως της Βασιλείας εν Ελλάδι, τω 1833.
Την 4ην Απριλίου 1833 εξεδόθη Βασιλικόν Διάταγμα, το οποίον καθώρισεν ως πολεμικήν μεν σημαίαν την έως τότε ναυτικήν, συν τη προσθήκη του εθνικού θυρεού εις το κέντρον του άνω αριστερά σταυρού, ως εμπορικήν δε, την αυτήν άνευ του θυρεού. Κατά παράδοξον σύμπτωσιν, τα εθνικά χρώματα της Ελληνικής και της Βαυαρικής σημαίας ήσαν τα ίδια: Κυανούν και λευκόν».