Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η φορομπηχτική ευρηματικότητα των κρατούντων, σε διάφορες εποχές, είναι αξιοθαύμαστη. Έχουμε παρουσιάσει αρκετές περιπτώσεις επιβολής φόρων που αποκαλύπτουν τη φαντασία εκείνων που τους επιβάλουν. Μια τέτοια περίπτωση σημειωνόταν και το 1883, όταν υπουργός Οικονομικών ήταν ο Παύλος Καλλιγάς και πρωθυπουργός ο γνωστός για τη φορομπηχτική του δεινότητα Χαρίλαος Τρικούπης. Ήταν η εποχή που οι Έλληνες κατανάλωναν το κρασάκι τους αφού ήταν σχεδόν η μοναδική τους ψυχαγωγία και τέρψη. Αποφάσισαν λοιπόν να επιβάλουν φόρο, «επιβολή δικαιώματος καταναλώσεως επί του οίνου», όπως τον αποκαλούσαν.
Ψήφισαν ειδικό νόμο που προέβλεπε επιβολή φόρου κλιμακούμενη ανάλογα με τον πληθυσμό της πόλης ή του χωριού. Δηλαδή, όπου υπήρχαν περισσότερες από 40.000 ψυχές το «δικαίωμα» ήταν 5 λεπτά την οκά, από 20.000-40.000 ψυχές 4½ λεπτά την οκά, από 15.000-20.000 4 λεπτά την οκά κ.ο.κ. Τον μικρότερο φόρο πλήρωναν τα χωριά με λιγότερους από 100 κατοίκους καταβάλλοντας ένα λεπτό την οκά. Δεν έμεινε παράλιος τόπος, ξενώνας ή μεμονωμένος σταθμός και κατοικημένος τόπος που να μη φορολογήθηκε το κρασάκι. Απαλλάχθηκαν μόνον τα Επτάνησα και οι επαρχίες Γυθείου και Οιτύλου[1].
Όποιος πωλούσε, αποθήκευε ή μετέφερε κρασί σε οινοπωλεία, ταβέρνες και καπηλειά, σε σπίτια, ξενοδοχεία ή ακόμη και σε παραπήγματα έπρεπε να έχει ειδική άδεια από τον έφορο. Αλλιώς τα πρόστιμα ήταν τσουχτερά. Έφταναν μέχρι 250 δραχμές και το τριπλάσιο του δικαιώματος για το κρασί που είχαν αποκρύψει! Εκείνοι που τα έβαψαν μαύρα βεβαίως, ήταν οι κρασοπατέρες που σύχναζαν στα καπηλειά της Πλάκας, του Ροδακιού και του Ψυρρή.
Ο Γεώργιος Σουρής, ο οποίος τότε εξέδωσε το δεύτερο φύλλο του «Ρωμηού» του[2], συμπαραστεκόταν στους… πονεμένους.
«Ε, το λοιπόν, για κέρνα μας και μία, ταβερνάρη / ξεβούλωσε ογλήγορα του βαρελιού την τρύπα⋅ / καθένας το κεφάλι του ας χώση στο πυθάρι, / ας πιούμε τον περίδρομο και ας γενούμε σκνίπα. / Και μεθυσμένοι όλοι μας στον βασιληά να πάμε, / κι ίσως φτηνά τουλάχιστον αφήση να μεθάμε». Αυτά έγραφε ο Σουρής σημειώνοντας τις αντιδράσεις. Όλοι έστρεφαν τα βλέμματα στον βασιλιά Γεώργιο Α΄ προκειμένου να τους απαλλάξει από τον φόρο. Δεκάδες ήταν οι επιστολές και οι αναφορές που έστελναν στον ανώτατο άρχοντα παρακαλώντας τον να παρέμβει.
Η περιγραφή του Γ. Σουρή είναι θαυμάσια: «Ω ναι χρυσέ μου βασιληά, για κάνε μας τη χάρι, / που να χαρής το θρόνο σου και όλη τη φαμίλια, / που να σε δούμε έξαφνα στην Πόλι καβαλάρη, / και της Ελλάδος οι εχθροί να σκάσουν από ζήλεια». Έλεγαν στον Γεώργιο: «Βγάλε το φόρο του κρασιού, ν’ αρχίσουμε τα γέλοια, / κι αμέσως να σου στείλουμε πενήντα δυό βαρέλια»! Εκείνος που προσπάθησε να ανακόψει την επιβολή φορολογίας στο κρασί ήταν ο Λεωνίδας Δεληγιώργης.
Αγορεύοντας επί μακρόν στη Βουλή, στην αρχή αναφέρθηκε στα ισχύοντα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ύστερα αποκάλυψε πως το νομοσχέδιο, με τον τρόπο που είχε συνταχθεί, άφηνε περιθώρια στους εύπορους να γλυτώνουν τους φόρους προμηθευόμενοι σημαντικές ποσότητες από μεγάλα οινοποιεία. Τουλάχιστον με την παρέμβασή του πέτυχε τη ρύθμιση για τα χωριά με λιγότερους από εκατό κατοίκους. Απέμεινε ο Γ. Σουρής να εύχεται «Ω, ναι ας μείνη όπως πριν η έρημη ρετσίνα, / για νάρχωνται και οι Ρωμηοί λιγάκι εις το κέφι, / να λησμονούν και μια στιγμή τη φτώχια και την πείνα, / και σαν σφοντύλι γύρω τους ο ουρανός να στρέφη⋅ / ν’ ανάβουν τα καντύλια των, συζήτησι ν’ ανοίγουν, / και τα ποτήρια με φωνές και ζήτω να τα σμίγουν»!