Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Περίπου σαράντα χρόνια (1929-1968) χρειάστηκαν για να αποφασιστεί η χωροθέτηση του ανδριάντα του Γεωργίου Καραϊσκάκη στη νοτιοανατολική γωνιά του Ζαππείου! Οι συζητήσεις ξεκίνησαν από την «Επιτροπή προς Εορτασμόν της Εκατονταετηρίδος από του Θανάτου Γεωργίου Καραϊσκάκη». Η εν λόγω Επιτροπή στα τέλη της δεκαετίας 1920 αναζητούσε στην περιοχή του Ζαππείου χώρο για την τοποθέτηση ανδριάντα.
Θα εμφάνιζε έφιππο τον κορυφαίο στρατηγό με την πλούσια δράση και στην Αττική. Ένας ανδριάντας που είχε στηθεί στον Πειραιά, στην πλατεία Καραϊσκάκη, είχε καταστραφεί μαζί με τα παραπήγματα τα οποία αποτεφρώθηκαν. Το 1929 ξεκινούσαν οι συζητήσεις για την τοποθέτηση του ανδριάντα στην ευρύτερη περιοχή του Ζαππείου για να ολοκληρωθούν το 1968 με τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα, ο οποίος φιλοτεχνήθηκε από τον γλύπτη Μιχαήλ Τόμπρο (1889-1974).
Η τοποθεσία
Την αρχή των συζητήσεων μπορούμε να παρακολουθήσουμε από τις σελίδες της «Εστίας», μέσω των οποίων αντάλλασσαν τις απόψεις τους το 1929 ένα εκ των μελών της Επιτροπής, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου και ο γνωστός ιστοριοδίφης και συγγραφέας Γιάννης Βλαχογιάννης.[1] Η Επιτροπή έλαβε την εντολή να υποδείξει το καταλληλότερο σημείο της ευρύτερης περιοχής του Ζαππείου όπου θα μπορούσε να στηθεί ο έφιππος ανδριάντας. Οι αρχικές σκέψεις της Επιτροπής προσανατολίσθηκαν στην άποψη να τοποθετηθεί ο ανδριάντας στην προέκταση της σκάλας που οδηγεί στο Ζάππειο, από την πλευρά της λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας, όπου σήμερα υπάρχει το σιντριβάνι.
Με αφορμή αυτή την πληροφορία ο Γ. Βλαχογιάννης πρόβαλε αντιρρήσεις, επισημαίνοντας πως ο έφιππος ανδριάντας υπερφυσικού μεγέθους θα τοποθετείτο στη θέση όπου θα μπορούσε να μπει ένα σιντριβάνι ή κάποιος μικρός Έρωτας ή άλλο μικρό γλυπτό. Θεωρούσε πως ήταν ανάρμοστο το ομοίωμα του τρομερού «Γιού της Καλογρηάς» να συμπληρώσει τον «Μικρό Ψαρά», τον «Θεριστή» και τα υπόλοιπα γλυπτά που συνιστούν την υπαίθρια γλυπτοθήκη του Ζαππείου. Διότι, όπως έγραφε χαρακτηριστικά, «σε όλες τις πόλεις του κόσμου τα αγάλματα των μεγάλων ανδρών τοποθετούνται μέσα εις το κέντρον και εις θέσεις περιφανείς, διά να γίνωνται διαρκώς υπομνήματα της ιστορίας».
Εντός ή εκτός πόλεως;
Για να εδραιώσει την άποψή του ο Γ. Βλαχογιάννης αναφερόταν σε πρωτεύουσες όπως το Λονδίνο και το Παρίσι, μνημονεύοντας τον Κήπο του Λουξεμβούργου «όπου βαθμιαίως εσχηματίσθη ένα υπαίθριον Πάνθεον των ποιητών και συγγραφέων της Γαλλίας». Κάτι αντίστοιχο, έγραφε, θα μπορούσε να γίνει στο Πεδίον του Αρεως, για το οποίο κυβερνήσεις και δήμαρχοι υπόσχονταν πως θα το μετατρέψουν σε κήπο. Διότι ήταν ακόμη εκεί οι εγκαταστάσεις του Ιππικού και είχαν δημιουργηθεί κοπρώνες και βαθμιαίως η περιοχή είχε καταπατηθεί. Διαφωνούσε, λοιπόν, ο Γ. Βλαχογιάννης με την επιλογή εκφράζοντας ταυτοχρόνως την άποψη πως όπως ο ανδριάντας του Κολοκοτρώνη, έτσι και ο ανδριάντας του Καραϊσκάκη έπρεπε να τοποθετηθεί σε ανάλογο μέρος, αναφέροντας την πλατεία Ομονοίας, το μικρό τρίγωνο στη συνάντηση των λεωφόρων Βασ. Αμαλίας και Βασ. Όλγας -εκεί όπου σήμερα τοποθετείται ο Μέγας Αλέξανδρος κ.ά.
Ο Ζ. Παπαντωνίου έσπευσε να απαντήσει ότι διαφωνούσε ριζικά με τον Γ. Βλαχογιάννη, από τον οποίο περίμενε ότι θα ευχαριστούσε την Επιτροπή διότι «δεν εσφηνώσαμεν τον στρατάρχην της Ρούμελης σε καμιά μικροπλατεία της πόλεως για να την φράξωμεν και δεύετρον και καλλίτερον, ότι τον ετοποθετήσαμεν εις μέρος περίοπτον, χαρμόσυνον, δημοσιώτερον από κάθε πλατείαν, εις θέσιν με περιβάλλον και με χρώμα». Ο Ζ. Παπαντωνίου ανέφερε ακόμη ότι πρότειναν την τοποθέτηση του Καραϊσκάκη σε σημείο που να βλέπει το Φάληρο και την Ακρόπολη, δηλαδή την ιστορία του. Διαφωνούσε ότι μπορούσαν τέτοια έργα να τοποθετούνται σε σημεία «με τους ουρανοξύστας που υψώνονται σήμερα γύρω των». Δεν υπήρχε, κατά την άποψή του, πλατεία η οποία θα μπορούσε να δεχτεί τον Στρατάρχη, πλην της πλατείας Συντάγματος. Αλλά εκεί είχε τοποθετηθεί ο «άχρηστος στούμπος του Πφούλ», όπως αναφέρει το γλυπτό σύμπλεγμα υπό τον τίτλο «Θησεύς σώζων την Ιπποδάμειαν» του Γιόχαν Πφούλ.
Ολίγοι ρεμβασταί…
Η σύνθεση τότε ήταν τοποθετημένη στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος και αργότερα μεταφέρθηκε στην πλατεία Βικτωρίας όπου βρίσκεται έως σήμερα. Εν ολίγοις ο Ζ. Παπαντωνίου πίστευε πως εάν τοποθετούνταν εντός της πόλης ο Στρατάρχης θα ήταν σαν να φυλακιζόταν. Η συζήτηση, με τέτοια επιχειρήματα, συνεχίστηκε προκαλώντας και το ενδιαφέρον των αναγνωστών που θεωρούσαν ότι έπρεπε να καταθέσουν και τη δική τους άποψη. Όπως π.χ. ο Καθηγητής Θεόδωρος Κύπριος που πρότεινε, πάντα μέσω των στηλών της «Εστίας», να τοποθετηθεί ο ανδριάντας στη μικρή πλατεία της Ρωσικής Εκκλησίας (οδός Φιλελλήνων). Σημειωτέον ότι εκεί βρισκόταν ο «Ξυλοθραύστης», ο οποίος μεταφέρθηκε αργότερα στη σημερινή του θέση.
Επανερχόμενος στο ζήτημα ο Γ. Βλαχογιάννης κατηγόρησε τον Ζ. Παπαντωνίου ότι ήθελε να… εξορίσει όλα τα ιστορικά αγάλματα από τους δρόμους και τις πλατείες εντός της πόλης και να τα μετατρέψει σε «διακοσμητικά στοιχεία εις μοναχικάς θέσεις πάρκων, όπου συχνάζουν μόνον ολίγοι ρεμβασταί και όπου έχουν τον τόπον των μόνον καθαρώς δημιουργικής εμπνεύσεως έργα». Δεν μπορούσε βεβαίως να φαντασθεί, ο Γ. Βλαχογιάννης, τη διαμόρφωση της περιοχής λίγες δεκαετίες αργότερα. Ανέτως αποτελούν το θέμα ιδιαίτερη μονογραφίας οι συζητήσεις περί της τοποθετήσεως του ανδριάντος του Γ. Καραϊσκάκη που διεξήχθησαν εντός της Επιτροπής αλλά και από των στηλών των εφημερίδων. Το θέμα πέρασε στη δικαιοδοσία των χρονογράφων και μέσω αυτών στις συζητήσεις των καφενείων.
Μιχαήλ Τόμπρος
Πάντως, ορατό αποτέλεσμα δεν προέκυπτε και το ζήτημα αναβαλλόταν για πιο.. εύθετο χρόνο. Ώσπου έφθασε το 1940 όταν και επρόκειτο πλέον να γίνει διαγωνισμός όχι για την τοποθεσία αλλά για έργο αυτό καθαυτό. Ωστόσο, κάθε συζήτηση αναβλήθηκε λόγω του πολέμου. Το ζήτημα θα επανέλθει ουσιαστικώς το 1960, με πανελλήνια εκστρατεία συλλογής χρημάτων. Την έκανε η «Επιτροπή Διενέργειας Πανελληνίου Εράνου Ανδριάντος Ήρωος Γ. Καραϊσκάκη», με πρόεδρο τον Κων. Τσάτσο, φιλόσοφο και αργότερα πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας.[2] Στον καλλιτεχνικό διαγωνισμό που ακολούθησε αναδείχθηκε πρώτος νικητής, το 1963, ο Μιχαήλ Τόμπρος.[3] Αλλά η ελληνική πραγματικότητα επιφύλασσε αρκετές εκπλήξεις στον άψυχο ανδριάντα, αφού οι Αρχές δεν συμφωνούσαν για την περιοχή που θα τοποθετείτο το χάλκινο έργο. Η Επιτροπή Ολυμπίων αρνήθηκε να τοποθετηθεί στον χώρο μεταξύ του σιντριβανιού της ΟΥΛΕΝ και της λεωφόρου Βασ. Όλγας[4], εκεί δηλαδή που προγραμματιζόταν να τοποθετηθεί από το 1929.[5]
Μετά από ατελείωτες συζητήσεις και αφού τοποθετήθηκε ένα ξύλινο ικρίωμα στο μέγεθος του ανδριάντα, η Επιτροπή έκρινε ότι θα ήταν «εντελώς ξένος προς το περιβάλλον και ιδιαιτέρως προς την προοπτικήν του Ζαππείου Μεγάρου εκ της λεωφόρου Όλγας» και πρότεινε δύο άλλες θέσεις στην περιοχή του Ζαππείου. Ενώ το Δημοτικό Συμβούλιο του δήμου Αθηναίων αποφάσιζε την τοποθέτησή του στην πλατεία Συντάγματος[6], η Επιτροπή επανερχόταν με νεότερη πρόταση για την τοποθέτηση στον χώρο που συνέβαλαν η λεωφόρος Ακακιών του Ζαππείου με την οδό Ηρώδου του Αττικού.[7] Την διαμόρφωση της πλατείας ανέλαβε το υπουργείο Δημοσίων Έργων[8], ενώ τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν το 1968 από το στρατιωτικό καθεστώς.
Το έργο
Ο ήρωας Καραϊσκάκης αποδίδεται, όπως όλα τα έφιππα αγάλματα ηρώων, που κατασκευάζονται αυτήν την περίοδο. Με την παραδοσιακή ελληνική φουστανέλα και με φέσι, αρματωμένος κι από τις δυο πλευρές, τραβά τα γκέμια του αλόγου του, το οποίο σαστισμένο σηκώνει τα μπροστινά του πόδια. Η ένταση του αναβάτη είναι έκδηλη, καθώς φαίνεται ανασηκωμένος από τη σέλα του. Δυστυχώς για την σύνθεση, ο ήρωας έρχεται σε δεύτερη μοίρα, καθώς έχει αποδοθεί σχετικά μικρόσωμος σε σύγκριση με το άλογο. Ιδιαίτερα μάλιστα, καθώς ο γλύπτης έχει ενισχύσει τη μορφή του ζώου με ρεαλιστική απόδοση των μοιρών του και του κεφαλιού του, καθώς και με στολίδια φυτικού διακόσμου στη σέλα του.
Το άγαλμα εδράζεται σε βάθρο με μορφή πεπιεσμένου κυλίνδρου, επενδυμένο με μαρμάρινες πλάκες, το οποίο φέρει ως επιγραφή, τα φερόμενα ως τελευταία λόγια του ήρωα: «Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ/ ΓΕΩΡΓΙΟΣ/ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ/ 1827/ ΕΓΩ ΠΕΘΑΙΝΩ ΟΜΩΣ ΕΣΕΙΣ/ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΜΟΝΟΙΑΣΜΕΝΟΙ/ ΚΑΙ ΝΑ ΒΑΣΤΗΞΕΤΕ/ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ». Στην πίσω πλευρά αναγράφεται η αφιέρωση «ΜΕ ΤΟΝ ΟΒΟΛΟ ΟΛΩΝ ΤΩΝ/ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΘΗΚΕ ΤΟ/ 1966 ΤΟ ΕΡΓΟ ΑΥΤΟ/ ΓΛΥΠΤΗΣ Ο ΜΙΧΑΗΛ ΤΟΜΠΡΟΣ». Ο ανδριάντας του αρχιστράτηγου της ελληνικής επανάστασης είναι επί των ημερών μας τοποθετημένος στο κέντρο πλατείας, ελεύθερου χώρου περισσότερο, ανάμεσα στην απόληξη της οδού Ηρώδου Αττικού και του χώρου του Ζαππείου.