Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Πώς να πιστέψει κανείς πως η όμορφη μεγάλη κλίμακα της πλατείας Συντάγματος, η οποία οδηγεί στη λεωφόρο Αμαλίας, οφείλεται στο γεγονός ότι εκεί ήθελαν κάποτε να κατασκευάσουν δημόσια ουρητήρια; Κι όμως. Το 1919 άρχισε η κατεδάφιση της παλαιάς μαρμάρινης σκάλας και αφαιρέθηκαν οι ωραίες και αρμονικές γλάστρες της, ώστε από κάτω να δημιουργηθούν χώροι όπου θα κατέφευγαν για την ανάγκη τους οι περαστικοί. Πέντε ολόκληρα χρόνια συζητούσαν το θέμα οι αρμόδιοι, οπότε τα έργα ξεκίνησαν με πανηγυρικό τρόπο. Αλλά δεν επρόκειτο να ολοκληρωθούν το ίδιο πανηγυρικά.
Το πρόβλημα των δημόσιων αποχωρητηρίων υπήρξε μεγάλο στην Αθήνα και επί δεκαετίες οι δημοτικές Aρχές ασχολούνταν με την επίλυσή του. Μέχρι να δοθεί οριστική λύση, στα μέσα της δεκαετίας 1930, με την κατασκευή σταθερών και συνήθως υπόγειων αποχωρητηρίων, η έλλειψή τους οδηγούσε πολλούς σε αμηχανία. Ακόμη περισσότερους να ακολουθούν την πατροπαράδοτη οδό μολύνοντας τοίχους και γωνιές σπιτιών, δημοσίων κτιρίων, σχολείων, ακόμη και ιερών ναών. Εξάλλου, οι κακότεχνες επιγραφές «απαγορεύεται το ουρείν» έφτασαν σχεδόν στις ημέρες μας. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις οι επιγραφές αυτές συνοδεύονταν και από το σημείο του σταυρού, με το οποίο οι κατασκευαστές τους πίστευαν πως θα αναχαίτιζαν εκείνους που παραβίαζαν τις περί καθαριότητος της πόλεως αστυνομικές διατάξεις[1].
Χάρηκαν πολλοί λοιπόν όταν ξεκίνησαν τα έργα στη σκάλα της πλατείας Συντάγματος, αλλά υπήρξαν κι εκείνοι, οι οποίοι εξαπέλυσαν μύδρους αφενός για την καταστροφή της πανέμορφης σκάλας και αφετέρου για τη βεβήλωση του Κήπου των Μουσών. Εν τω μεταξύ άλλαξε η δημοτική αρχή και άρχισε εκ νέου ο προβληματισμός, εάν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί εκείνος ο χώρος για τέτοια χρήση[2]. Όπως εύστοχα έγραφε ο Θ. Βελλιανίτης[3] ήταν αδικαιολόγητη η καθυστέρηση, αφού δεν επρόκειτο για τεράστιο έργο, αλλά για μια ευμάρεια σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ή ανακουφιστήριο σύμφωνα με τον λεξιπλάστη Οδυσσέα Μελαχροινό[4]. Αλλά οι νέοι κρατούντες τα δημοτικά πράγματα θεωρούσαν ότι η βεβήλωση του χώρου δεν έπρεπε να ολοκληρωθεί. Άρχισε λοιπόν η ανατροπή και αναθεώρηση του σχεδίου.
Τα νέα σχέδια
Εξάλλου, είχε φτάσει ήδη η εποχή που καταρτίζονταν νέα σχέδια για την πλατεία. Εγκατέλειπε την παλαιά παραδοσιακή της μορφή για να στενέψει και να μικρύνει, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι κυκλοφοριακές ανάγκες της πόλης που μεγάλωνε. Έχανε τη μορφή που διατηρούσε έως και την δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, όταν ο Τιμολέων Σταθόπουλος έγραφε πως η πλατεία Συντάγματος ήταν το κέντρο των Αθηνών και της ελεύθερης Ελλάδας[5]. Δεν αποτελούσε πλέον τον αγαπημένο χώρο περιπάτου, ούτε ήταν το ζωηρότερο μέρος της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της χώρας. Όποιος δεν επισκεπτόταν την πλατεία Συντάγματος ήταν σαν να μην είχε επισκεφτεί την Αθήνα. Μαζί με τη γενική εικόνα της δεν απόκτησε και τα πολυπόθητα αποχωρητήρια. Η σκάλα κατασκευάστηκε εκ νέου στην ίδια θέση, ακόμη μεγαλύτερη και πιο κομψή από την προηγούμενη. Παρά τις πολλές περιπέτειές της και τις επεμβάσεις που έχει δεχτεί, σώζεται έως σήμερα μεγαλόπρεπη και επιβλητική.