Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ο ήλιος του Μαρτίου θεωρείται κατεξοχήν καυστικός γιατί μαυρίζει το πρόσωπο ή προκαλεί στίγματα. Το γεγονός δεν άφησε ασχολίαστο η λαϊκή παράδοση: «Οπόχει κόρη ακριβή, τον Μάρτην ήλιος μην την δει» ή «Του Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε μήνες δεν ξεβάφει». Είναι δε εντυπωσιακό ότι ακόμη και στις μέρες μας, συνεχίζεται ένα παμπάλαιο έθιμο που έμεινε γνωστό ως «Μάρτηδες». Για να αποτραπούν οι επιπτώσεις του ήλιου πάνω στο δέρμα του προσώπου, οι γυναίκες του λαού έδεναν στους καρπούς των χεριών τους και στους καρπούς των παιδιών τους –κυρίως των κοριτσιών– κλώσματα από κόκκινες ή χρυσές και λευκές κλωστές, τους «Μάρτηδες». Άλλοι τους πέταγαν όταν εμφανίζονταν τα πρώτα χελιδόνια, άλλοι στις φωτιές, κάθε τόπος τα δικά του.
Γενικότερα ο άστατος καιρός του Μάρτη και οι απότομες μεταβολές του έχουν χαραχτεί στην καθημερινότητα όχι μόνον του ελληνικού, αλλά σχεδόν όλων των λαών του κόσμου. Ιδιαίτερα οι τελευταίες ημέρες του, που επιφυλάσσουν απρόοπτα. Γνωστή δε η παράδοση για τη γριά, η οποία στα τέλη Μάρτη καυχήθηκε ότι δεν τον φοβάται πλέον και τον λοιδόρησε. Αλλά ο Μάρτης την τιμώρησε. Δανείστηκε μια μέρα από τον Φεβρουάριο και την μαρμάρωσε. Ίσως από τότε ο Φλεβάρης να έμεινε κουτσός. Ίσως στην παράδοση αυτή να οφείλεται το γεγονός ότι οι τελευταίες ημέρες του Μαρτίου ονομάζονται και «μέρες της γριάς».
Ακόμη και ένα είδος ανοιξιάτικων καλάντων σώζονταν στη χώρα μας έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Παιδιά τριγυρνούσαν τα σπίτια γιορτάζοντας την επάνοδο της άνοιξης. Τραγουδούσαν περιμένοντας από τις οικοδέσποινες κάποιο κέρμα. Ένα αβγό ή άλλο φιλοδώρημα. Κρατούσαν στα χέρια στεφάνια, πάνω στα οποία περιστρεφόταν ένα υποκινούμενο ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού.