Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ίσως η Αθήνα να είναι η μόνη ευρωπαϊκή πόλη που έχει τρία τοπωνύμια τα οποία σχετίζονται με τη μπύρα! Διότι, ποιός δεν γνωρίζει την περιοχή Φιξ στη λεωφόρο Συγγρού ή τις γειτονιές Μετς, δίπλα στο Παναθηναϊκό Στάδιο και Κλωναρίδη στα Πατήσια; Είναι ό,τι απέμεινε από την ιστορία της μπύρας στην ελληνική πρωτεύουσα. Ιστορία που ξεκίνησε αμέσως μόλις η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού Βασιλείου και συνεχίζεται έως τις ημέρες μας. Στην πραγματικότητα πρόκειται περί της ιστορίας δύο οικογενειών, οι οποίες ασχολήθηκαν με τη βιομηχανική παραγωγή του ξανθού χρυσού που εισήγαγαν οι Βαυαροί του Όθωνα και αγάπησαν οι νεοέλληνες.
Οι πρώτες εμφανίσεις
Περί της επανεμφάνιση της μπύρας στην ελληνική επικράτεια, αφού η παρουσία της ήταν γνωστή από την αρχαιότητα, σώζονται πολλές παραδόσεις. Μία εξ αυτών θέλει τον φιλέλληνα Φρούραρχο του Ναυπλίου επί Επανάστασης Φιγκέρα Αλμέιδα να κερνά του συνδαιτυμόνες του μπύρα την οποία είχε προμηθευθεί από αγγλικό πολεμικό. Ωστόσο φαίνεται πως οι σκληροτράχηλοι Έλληνες πολεμιστές δεν βρήκαν της αρεσκείας τους το «φράγκικο αυτό γιατρικό». Η συνέχεια θα δοθεί στην Αθήνα και στο πρώτο ξενοδοχείο των Αθηνών, όπως παραδίδουν οι περιηγητές. Ήταν το ξενοδοχείο του ιδιόμορφου ζεύγους Καζάλι, το οποίο διέθετε και λαμπρό εστιατόριο.
Εκεί οι επισκέπτες μπορούσαν, μεταξύ άλλων, να απολαύσουν και την περίφημη και ιστορική Λονδρέζικη Πόρτερ (Porter). Εξάλλου και οι φανατικοί ζυθοπότες Βαυαροί σύντομα φρόντισαν να δημιουργήσουν το δικό τους στέκι για να απολαμβάνουν τη μπύρα τους. Στην Ιερά οδό δημιουργήθηκε το πρώτο Ζυθοπωλείο υπό τον τίτλο «Πράσινο Δενδρί». Εκεί συγκεντρώνονταν Βαυαροί αξιωματικοί και υπάλληλοι «μπυροποτούντες και παίζοντας “τελ μπάλες”», δηλαδή μια πρώιμη μορφή μπόουλινγκ, όπως παραδίδει ο Νικόλαος Σπανδωνής. Από τότε λειτούργησαν διάφορα ζυθοπωλεία στην πόλη των Αθηνών, ενώ δεν άργησαν και οι πρώτες προσπάθειες κατασκευής εγχώριου ζύθου.
Η οικοτεχνία στο Αράκλι
Όπως ήταν φυσικό στις προσπάθειες αυτές πρωταγωνίστησαν Βαυαροί. Ιδιαιτέρως δε δύο οικογένειες, οι Κλάιν και οι Μπαχάουερ, οι οποίοι από ζυθοπώλες επιχειρούσαν να μετατραπούν σε ζυθοποιούς. Η πρωτιά διαμφισβητείται μεταξύ αυτών και των συμπατριωτών τους Μέλχερ, Φίσσερ, Φιξ και άλλων. Ωστόσο, ο Γιόχαν Άνταμ Φιξ (1797-1851) ήταν εκείνος που κατόρθωσε να πρωταγωνιστήσει. Η δραματική ιστορία του μεταλλωρύχου εκείνου που ακολούθησε τον Όθωνα στην Ελλάδα, είναι άγνωστη στο ευρύ κοινό. Ένα παιδί που είχε αφήσει πίσω στην Βαυαρία, ο Γιόχαν Τζόρτζ Φίξ (1831-1895), ήλθε στην Ελλάδα το 1851. Στην διαδρομή όμως από τον Πειραιά πως το Ηράκλειο (Αράκλι), που ήταν η κατοικία τους, έπεσαν θύματα ληστών. Ο πατέρας δολοφονήθηκε, ο γιος καταληστεύθηκε και επιβίωσε χάρη στη φιλανθρωπία των συμπατριωτών του.
Ο πατέρας του φαίνεται πως είχε στήσει στην αυλή του σπιτιού του το πρώτο και μάλλον πρωτόγονο ζυθοποιείο, το οποίο βρήκε ο γιος, ο Ιωάννης Φιξ όπως πολιτογραφήθηκε. Φαίνεται δε, πως στην αυλή του είχε στήσει ταβέρνα, προσφέροντας και τη μπύρα που παρήγαγε από το 1854 με μεγάλες δυσκολίες. Απαιτείτο καλλιέργεια κριθαριού για να παραχθεί καλή βύνη και εντέλει μπύρα, σε συνθήκες λειτουργίας μίας οικοτεχνίας. Όπως μας ενημερώνει ο Ροδόλφος Γουλιέλμου Φιξ, η συνέχεια δόθηκε σχεδόν μία δεκαετία αργότερα στην ανερχόμενη γειτονιά του Κολωνακίου. Το 1863 ο Φιξ εγκατέστησε ένα χειροκίνητο ζυθοποιείο. Οπωσδήποτε κάθε προσπάθεια, εκείνη την εποχή, βρισκόταν σε εμβρυακή κατάσταση αφού απουσίαζαν βασικές υποδομές (αποθήκες, παραγωγή πάγου, λέβητες κ.λπ.).
Η «Ερυθρόδερμος Ζυθοπώλις»!
Παρά τα όσα αναφέρονται, οι Έλληνες δεν αγάπησαν ευθύς εξαρχής τη μπύρα. Την εποχή περίπου κατά την οποία ο Φιξ εγκαθίστατο στο εξοχικό ακόμη Κολωνάκι, η χώρα βρισκόταν σε αναβρασμό. Ένα από τα παρατσούκλια μάλιστα που είχαν κολλήσει στη Βασίλισσα Αμαλία ήταν «ερυθρόδερμος ζυθοπώλις»! Τόσο το ανοικτόχρωμο κατάλευκο δέρμα της, όσο και ο έρωτας των Βαυαρών για τη μπύρα, έδινε επιχειρήματα σε όσους την αντιπαθούσαν να καταφέρονται εναντίον της. Ανάμεσά τους και ο άγνωστος εκδότης και δημοσιογράφος Δήμος Αθανασίου. Ενεπλάκη στις επαναστατικές ενέργειες που κατέληξαν στην έξωση του Όθωνα.
Εκείνος κόλλησε στην αγαθή Βασίλισσα Αμαλία το παρατσούκλι «ζυθοπώλις». Την επομένη της έξωσης έγραφε στην εφημερίδα του «Νέα Γενεά» πως «τα άχθη της Ελλάδος, ο Βαυαρός και η ζυθοπώλις, ενόμισαν ότι θα δαμάσουν εις τας ρυπαράς χείρας των το αδάμαστον ελληνικόν έθνος. Ελησμόνησαν οι ζυθοπόται ότι πατούσιν επί της γης των Θρασυβούλων. Ελησμόνησαν ότι η χώρα αύτη εσχίσθη μυριάκις και κατέπιε τυράννους φοβερωτέρους και ισχυροτέρους παρά τον ιησουίτην Βαυαρόν και την ερυθρόδερμον ζυθοπώλιν. Ας υπάγουν να είπουν εις τους μπιροποιούς συμπατριώτας των, ότι, αν όλοι οι ζυθοπώλαι και μυιοφάγοι της Γερμανίας δύνανται να φέρωσιν εις τον τράχηλον τον κλοιόν του δεσποτισμού και ν’ αποκτηνώνται, μόνον η Ελλάς δεν δύναται να υποστή τούτο»!
Κολωνάκι και Συγγρού
Ο Φιξ φρόντισε να δημιουργήσει δύο μικρά ζυθοπωλεία, ένα για κάθε γιό του (Λουδοβίκο και Γουλιέλμο). Το ένα στην οδό Ηροδότου και το άλλο στην οδό Υψηλάντου. Τα προβλήματα αντιμετωπίζοντο εκ των ενόντων. Όπως οι αγαθοί Μενιδιάτες που γέμιζαν σακιά με χιόνια από την Πάρνηθα και τους έφερναν στο εργοστάσιο του Φιξ για να διατηρείται στο υπόγειο η μπύρα. Το χιόνι τοποθετείτο καταλλήλως γύρω από τα βαρέλια για να εξασφαλισθεί η χαμηλή θερμοκρασία που ήταν απαραίτητη για τη ζύμωση και αποθήκευση του ζύθου. Βεβαίως οι ποσότητες ήταν περιορισμένες, όπως και εκείνοι που απολάμβαναν τον αφρώδη ζύθο στο ποτήρι. Έτσι κυλούσαν τα πράγματα επί μία δεκαπενταετία τουλάχιστον, όταν μία πυρκαγιά στο ένα από τα δύο ζυθοπωλεία, οδήγησε τον πατέρα να αγοράσει ένα μεγάλο οικόπεδο στην Γαργαρέττα.
Εκεί κτίζει δύο οικίες, μία για κάθε γιό του και στο βάθος του οικοπέδου, ανατολικά προς το ρέμα της Καλλιρρόης ανήγειρε το νέο ζυθοποιείο του. Τα θεμέλια για το εργοστάσιο Φιξ είχαν μπει. Η επταμελής πλέον οικογένεια, δηλαδή οι γονείς και πέντε παιδιά, μετακινήθηκε στα νέα της σπίτια στο Κουκάκι. Εντωμεταξύ σύγχρονα μηχανήματα παραγωγής μπύρας έφθασαν από τη Γερμανία. Εκεί, στην λεωφόρο που αρκετά χρόνια ονομάστηκε Συγγρού, η οικογένεια Φιξ έχτισε την αυτοκρατορία της από το 1876. Οι δραστηριότητες επεκτάθηκαν και στην Πάτρα, μέσω της μίας από τις δύο κόρες του Ιωάννη, της Ελίζας (1858-1912), η οποία παντρεύτηκε τον καταγόμενο από τη Ζάκυνθο επιχειρηματία Λορέντζο Μάμο (1846-1932). Ο τελευταίος, με την υποστήριξη του πεθερού του, ιδρύει Ζυθεργοστάσιο, το οποίο στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα μεγαλουργούσε.
Το 1895 φεύγει από τη ζωή ο Ι. Φιξ, σε ηλικία 64 ετών. Το μεγάλο εργοστάσιο περνά στα χέρια του μικρότερου γιου, του Κάρολου (1865-1922), ενώ ο μεγαλύτερος, ο Λουδοβίκος (1853-1929) επιστρέφει στο Κολωνάκι, στο παλιό του στέκι. Από τότε χώρισαν οι δρόμοι τους με τον Κάρολο να μεγαλουργεί και τον Λουβοδίκο να προσπαθεί ανεπιτυχώς επί αρκετά έτη να δημιουργήσει δική του βιομηχανία. Πάντως, το εργοστάσιο της λεωφόρου Συγγρού, το οποίο μονίμως εκσυγχρονιζόταν και μετατρεπόταν σε ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης, λειτούργησε ως ναυαρχίδα της βιομηχανίας μπύρας στην Ελλάδα. Ο Κάρολος αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους επιχειρηματίες των Βαλκανίων, ενώ κατόρθωσε να εδραιωθεί στην ελληνική επικράτεια εξαγοράζοντας τις σημαντικές μονάδες που εμφανίζονταν για να τον ανταγωνιστούν.
Μετς σε Αρδηττό και Λυκαβηττό!
Μεταξύ άλλων ο Κάρολος ήταν εκείνος που φρόντισε να δημιουργήσει δίκτυο λιανικής πώλησης του προϊόντος του. Φρόντιζε δε να δημιουργεί «στέκια» στα άκρα της πόλης και στις περιοχές που αναπτυσσόταν διασκέδαση. Γι’ αυτό δημιούργησε, στις αρχές της δεκαετίας 1870, το μεγάλο Ζυθοπωλείο του «επί του παντεπόπτου εκείνου καλλιτεχνικού λόφου», όπως ανέφερε τον Αρδηττό ο Ιωάννης Καμπούρογλου. Το Ζυθοπωλείο, το οποίο ονομάσθηκε Μετς, λόγω της περίφημης μάχης του Γαλλογερμανικού πολέμου. Περίπου έναν αιώνα έστεκε εκεί το «Μετς», το οποίο αρχικά λειτούργησε ως κέντρο ψυχαγωγίας στο οποίο σύχναζαν και οικογένειες.
Στη συνέχεια, όταν το εγκατέλειψε ο Φιξ, περιήλθε σε ανυποληψία. Πάντως η οικονομική του επιτυχία ήταν τέτοια ώστε ιδρύθηκε από τον ίδιο και μία εντελώς άγνωστη μέχρι σήμερα μπυραρία με την ονομασία ίδια ονομασία («Μετς») στην περιοχή του Λυκαβηττού! Εγκαταλείφθηκε όμως γρήγορα για να περιέλθει εις χείρας του πτεροπόδαρου καφετζή Νίκου Κακούση, ο οποίος προσέφερε «καφέ γιαβάσικο τον οποίον ο Μωάμεθ εις την εν τη ζωή διαμονήν του δεν κατόρθωσε να ροφήση»! Εκείνος μετέτρεψε το όνομα του καφενείου πλέον από «Μετς» σε «Τερψιθέα»!
Το εργοστάσιο και η οικογένεια Κλωναρίδη
Τη μονοκρατορία των Φιξ θα διαμφισβητήσουν στις αρχές του 20ού αιώνα οι αδελφοί Κλωναρίδη. Στα εξοχικά Πατήσια θα εγκαταστήσουν το λίαν φιλόδοξο «Εργοστάσιον Ζυθοποιίας Μ.Ε. Κλωναρίδου», γεγονός που προκάλεσε έναν ιδιότυπο πόλεμο οικογενειών, κυριολεκτικώς μέχρι τελικής πτώσεως. Διήρκεσε περίπου τρεις δεκαετίες και απέβη υπέρ των Φιξ, στην ιδιοκτησία των οποίων περιήλθε το εργοστάσιο της οικογένειας Κλωναρίδη. Ποια ήταν όμως η οικογένεια Κλωναρίδη και ο πρωταγωνιστής Ερρίκος που τάραξε τα νερά της εποχής του στον ιδιαίτερα ευαίσθητο χώρο της μπύρας; Επρόκειτο για οικογένεια ομογενών από την Κωνσταντινούπολη. Πατριάρχης της οικογένειας ήταν ο Κλωνάρης Κλωναρίδης, ο οποίος με τη σύζυγό του Ελισσάβετ απέκτησαν και δύο γιους, τον Ερρίκο και τον Μιλτιάδη που γεννήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη.
Πρωταγωνιστής, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην ίδρυση του εργοστασίου στα Πατήσια ήταν ο μεγαλύτερος, ο Ερρίκος Κλωναρίδης, ο οποίος συνέδεσε τη ζωή του και με τη βίλλα που ανήγειρε στην ίδια περιοχή και σώζεται ακόμη σε άθλια κατάσταση. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1860, από κοινού με τον αδελφό του ανέπτυξαν επιχειρηματικές δραστηριότητες στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μεταξύ άλλων ασχολήθηκαν και με την παραγωγή ζύθου, πριν ακόμη αποφασίσουν να έλθουν στην Αθήνα. Ο Ερρίκος Κλωναρίδης παντρεύτηκε την Ιουλία Ρουτζιέρο, με την οποία απέκτησαν επτά παιδιά (Ερρίκος, Ανδρέας, Κλέων, Βύρων, Γεώργιος, Ασπασία και Μέρσα).
Οι… προκλήσεις
Όλα μεγάλωσαν στη βίλλα, όπου ο Ερρίκος ανήγειρε στο πλάι του εργοστασίου του, του οποίου η ανέγερση ξεκίνησε τον Αύγουστο 1901 και τα εγκαίνιά του πραγματοποιήθηκαν τον Δεκέμβριο 1903. Ένα εργοστάσιο που εντυπωσίαζε με τον όγκο και την τεχνολογία του. Μόνον το κόστος του εργοστασίου, χωρίς να περιλαμβάνεται εκείνο της γης, ανήλθε σε μισό εκατομμύριο, ποσόν ιλιγγιώδες για τα μέτρα της εποχής. Ανεπτυγμένο σε τεράστιους χώρους και με δαιδαλώδεις εγκαταστάσεις, παρήγαγε 32.000 λίτρα μπύρας ημερησίως, με προοπτική διπλασιασμού της ποσότητος αυτής. Το γεγονός ότι διέθετε ζεστό νερό με το οποίο έπλεναν τις φιάλες και τα βαρέλια, ψυχρό για την ατμομηχανή αλλά και παραγωγή πάγου «ώστε δύναται να θάψη τας Αθήνας υπό όρη», όπως έγραφε χαρακτηριστικά η «Εστία», καθιστούσε το εργοστάσιο πρωτοπόρο και προκαλούσε τους Φιξ.
Τα εγκαίνια του εργοστασίου υπήρξαν ένα οικονομικό και κοινωνικό γεγονός για την πρωτεύουσα των αρχών του 20ού αιώνα. Σύντομα δημιουργήθηκε, δίπλα στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου και ένα μεγάλο πάρκο. Φωτισμένο με δύο χιλιάδες λαμπτήρες προσκαλούσε τους Αθηναίους να πιούν τη μπύρα τους και να απολαύσουν τη μουσική που παιάνιζε στον πράσινο χώρο καταθέλγοντας τους πελάτες και τους επισκέπτες! Ο Κλωναρίδης, το 1905, ήταν εκείνος που το δημιούργησε. Ένα πάρκο – μπυραρία, του οποίου την εκμετάλλευση ανέλαβαν οι επιχειρηματίες που είχαν τα «Ολύμπια». Ο ηλεκτροφωτισμός με δύο χιλιάδες λαμπτήρες ήταν εκείνη την εποχή κάτι μοναδικό και πρωτοφανές. Για να προσελκύσουν κόσμο ανέφεραν πως «καθ’ όλον το θέρος θα παιανίζη επί του πάρκου μουσική η οποία θα καταθέλγη και θα κατακτά τους Αθηναίους»!
Ανελέητος «πόλεμος»
Όπως ήταν φυσικό ξέσπασε πραγματικός και ανελέητος πόλεμος για την επικράτηση στην ελληνική αγορά. Ενώ οι αδελφοί Κλωναρίδη προσπαθούσαν πάση θυσία να κατακτήσουν ένα μερίδιο από την αγορά, ο Φιξ υπεραμυνόταν της θέσης του και ενίσχυε τις εγκαταστάσεις και την παραγωγή του. Αμφότερα δε τα εργοστάσια εισήλθαν στον ιδιαίτερα κερδοφόρο κλάδο της πώλησης πάγου. Ο συναγωνισμός πολλές φορές πήρε το δρόμο της δημοσιότητας. Οι Φιξ έγραφαν στις εφημερίδες και οι Κλωναρίδηδες απαντούσαν. Σπουδαίοι επιστήμονες γνωμοδοτούσαν πως η μπύρα Φιξ ήταν καλύτερη ποιοτικά και άλλοι πως υπερτερούσε η μπύρα Κλωναρίδη. Ακόμη πιο σκληρός ήταν ο συναγωνισμός για τη βιομηχανία που πωλούσε τις μεγαλύτερες ποσότητες.
Η βιομηχανία Φιξ χρησιμοποιούσε γνωμοδοτήσεις του καθηγητού Αναστάσιου Χρηστομάνου και η βιομηχανία Κλωναρίδη διακεκριμένων καθηγητών των «εν Ευρώπη Ακαδημιών Ζυθοποιίας». Στη μάχη δεν συμμετείχαν τα άλλα δύο εργοστάσια που λειτουργούσαν στην Ελλάδα και ήταν των Μάμμου και Κλάιν. Είκοσι πέντε μπυραρίες λειτουργούσαν εντός των Αθηνών το 1904 και στον χορό της διαμάχης μπήκαν και οι εφημερίδες. Οι εφημερίδες «Εστία» και «Ακρόπολις», παραθέτοντας ατελείωτα νούμερα, προσπαθούσαν να αποδείξουν πως ο πλέον θρεπτικός των ζύθων ήταν του Φιξ. Οι αδελφοί Κλωναρίδη περνούσαν στην αντεπίθεση μέσω των στηλών της εφημερίδας «Σκριπ» υποστηρίζοντας τα αντίθετα.
Η ιστορία συνεχίζεται…
Η κατάσταση όμως έγινε ακόμη πιο άγρια τα αμέσως επόμενα χρόνια. Τι απέγινε; Με έντεχνες και προσεκτικές κινήσεις ο Κάρολος Φιξ και μετά τον θάνατό του οι δύο γιοι του, Ιωάννης (1893-1943) και Αντώνης (1898-1962), εξαγόρασαν όχι μόνον το εργοστάσιο Κλωναρίδη αλλά και τις βιομηχανίες που λειτουργούσαν σε όλη τη χώρα! Δηλαδή, στην ανώνυμη εταιρεία «Κάρολος Φιξ» που διηύθυναν τα δύο αδέλφια προπολεμικά, περιήλθαν το εργοστάσιο «Όλυμπος» που λειτουργούσε στη Θεσσαλονίκη από το 1890, το «Ζυθοποιείον Νάουσα» το οποίο λειτουργούσε στην ίδια πόλη, το εργοστάσιο Κλωναρίδη, το οποίο λειτουργούσε πλέον μόνον ως βυνοποιείο και το εργοστάσιο Μάμμου των Πατρών! Πλέον η μπύρα Φιξ κατέστη μονοπώλιο στην Ελλάδα.
Τα μεταπολεμικά χρόνια η κυριαρχία Φιξ συνεχίζεται. Το 1957 ο αρχιτέκτονας Τάκης Ζενέτος θα αφήσει βαθιά τα ίχνη του στην εικόνα της πόλης ανακαινίζοντας και επεκτείνοντας το εργοστάσιο Φιξ της λεωφόρου Συγγρού, όπως το γνωρίσαμε πριν αλλοιωθεί λόγω του υπόγειου σιδηροδρόμου. Εν τω μεταξύ τα χρόνια πέρασαν, οι ενδοοικογενειακές έριδες της κυρίαρχης οικογένειας συνεχίσθηκαν σε άλλη μορφή, ενώ έφυγε από τη ζωή ο Αντώνιος Φιξ. Εισαγόμενες μπύρες, νέο ευρωπαϊκό τοπίο, αρνητικό εγχώριο οικονομικό περιβάλλον και σειρά αστοχιών κατέληξαν, στις αρχές της δεκαετίας 1980, να τεθούν τα εργοστάσια υπό αναγκαστική τραπεζική διαχείριση. Αλλά η εμβληματική μάρκα δεν έμελε να χαθεί από την ελληνική αγορά. Νέοι επιχειρηματίες διέσωσαν τη μπύρα Φιξ η οποία συνεχίζει να κυκλοφορεί στις ελληνικές αλλά και ξένες αγορές.