Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η Αθήνα των χρόνων του Μεσοπολέμου ανέτως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως πόλη των ρεμάτων. Δικαιολογημένα με τόσους λόφους που την περιτριγυρίζουν. Τις τελευταίες δεκαετίες όλο και πιο συχνά διαβάζουμε ειδυλλιακές περιγραφές για τα ρέματα και αφορισμούς για τους «κακούς που τα μπάζωσαν». Στις περισσότερες περιπτώσεις επικρατεί άγνοια. Δεν καταγράφεται με ειλικρίνεια ο ιστορικός περίγυρος, οι κοινωνικές συνθήκες, οι αντιδράσεις, η στάση του Τύπου αλλά και των πολιτικών δυνάμεων. Ούτε η ένοχη στάση επιστημονικών ομάδων αλλά και εμπόρων γης που σχεδίαζαν τις επεκτάσεις των οικισμών αδιαφορώντας για την τύχη των ρεμάτων, η κάλυψη των οποίων εξελίχθηκε σε μεγάλη πληγή.
Κάποτε όμως η κάλυψη των ρεμάτων θεωρείτο μέγιστο έργο εξυγίανσης! Διότι τα ρέματα λειτούργησαν ως υπόνομοι, αφού τέτοιους δεν διέθετε η πόλη. Οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν είναι γνωστές, όπως και το πολιτικό σύστημα που τις ανέχθηκε και συμβάδισε μαζί τους. Πρώτα ξεσηκώνονταν οι περίοικοι των ρεμάτων. Τη σκυτάλη παραλάμβαναν οι εφημερίδες, μηδεμιάς εξαιρουμένης. Οι τίτλοι τους και μόνον ίσως αρκούν για να αναδειχθεί η ιστορική αλήθεια. Ακολουθούσαν οι δημοτικές αρχές, επικουρούμενες από επιφανείς αρχιτέκτονες και μηχανικούς.
Ύστερα έρχονταν οι τοπικοί βουλευτές, οι οποίοι αναλάμβαναν τη… δουλειά, τόσο της νομοθέτησης όσο και της εξασφάλισης των πόρων για το σκέπασμα των… τρισκατάρατων και νοσογόνων ρεμάτων. Εντέλει οι εργολάβοι ήταν εκείνοι που έβγαζαν τα… κάστανα από τη φωτιά, με το αζημίωτο βέβαια όχι μόνον για τους ίδιους, αλλά και για όλους όσοι είχαν προετοιμάσει το έδαφος.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα και εντεύθεν η αφορμή δινόταν από κάποια επιδημία. Από την χολέρα του 1854 μέχρι τον δάγκειο της δεκαετίας 1930. Οι λαϊκίστικοί αφορισμοί, οι αντιδράσεις και η επιστημονικοφανής τεκμηρίωση κάλυπταν κάθε ψύχραιμη φωνή που ζητούσε τη διάσωση των ρεμάτων αλλά και των ποταμιών της πόλης. Επί έναν περίπου αιώνα τα ρέματα λειτούργησαν ως ανοικτοί υπόνομοι αφού υποδέχονταν το σύνολο των λυμάτων των περιοχών από τις οποίες περνούσαν και δεν άργησαν να κατοικηθούν.
Αφού λοιπόν τα ρέματα αλλά και τα ποτάμια μετατράπηκαν σε ανοικτά δίκτυα αποχετεύσεων, φυσικό ήταν να καταστούν εστίες μόλυνσης. Εννοείται πως τα ρέματα ήταν διαφορετικών μεγεθών και οι δήμαρχοι, ο ένας μετά τον άλλον, συναγωνίζονταν σε εξαγγελίες για την κάλυψή τους. Ήταν η «μεγάλη πληγή που μάστιζε την πρώτην πόλιν του κράτους», όπως έγραφε με υπερηφάνεια ο Αχιλλέας Μαμάκης το 1931.
Τα ακάλυπτα ρέματα που κατείχαν έκταση δεκάδων χιλιομέτρων στην Αθήνα «δεν είναι μόνον κάτι το αντιαισθητικόν, δεν είναι μόνον μία τρομακτική ασχημία (αλλά) αποτελούν συνάμα επικινδύνους νοσογόνους εστίας με τα σκουπίδια και τις ακαθαρσίες που περιέχουν και μάλιστα εις εποχήν που ο δάγκειος ή άλλαι επιδημίαι δεν παραλείπουν να κάμουν χαρακτηριστικάς κρούσεις». Αυτά έγραφε η εφημερίδα «Έθνος» που ήταν ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη σε αθηναϊκά ζητήματα και είχε πρωταγωνιστήσει σε πολλές κινητοποιήσεις.
Εντός των ορίων που είχε ο Δήμος Αθηναίων τις δεκαετίες 1920-30, υπήρχαν περισσότερα από 52 χιλιόμετρα ακάλυπτα ρέματα. Ο Σπύρος Πάτσης ήταν από τους δημάρχους που πρωταγωνίστησαν στην κάλυψη μεγάλου μέρους. Εξασφάλισε την αρωγή του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, στον οποίο ήταν φίλα προσκείμενος. Εξασφάλισε επίσης θηριώδες δάνειο, ύψους σαράντα εκατομμυρίων δραχμών για λογαριασμό του Δήμου Αθηναίων και προκειμένου να τα διαθέσει για την κάλυψη ρεμάτων. Γι’ αυτό έγραφε ο Δημήτρης Γιαννουκάκης το δίστιχο: «Το ενδιαφέρον της τραπέζης αδιάλειπτον / Ρεύμα δεν θ’ απομείνη ακάλυπτον»! Ήταν η εποχή κατά την οποία ο δάγκειος βρισκόταν σε έξαρση και επί δημάρχων Σπ. Πάτση και Σπ. Μερκούρη καλύφθηκαν περίπου 33 χιλιόμετρα ρεμάτων.