Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Τα κατορθώματα του Δημήτριου Μπαϊρακτάρη και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσε για να επιβάλει την τάξη στην πρωτεύουσα έχουν γίνει πολλές φορές αντικείμενο αξιόπιστων ή μη ιστορικών ερευνών. Αντιμετωπίζονται με γραφικότητα και μάλλον με συμπάθεια προς τον ισχυρό πρωταγωνιστή. Παραμένουν ακόμη πολλές άγνωστες πτυχές για να αποκτήσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα. Ορισμένες εξ αυτών αποκαλύφθηκαν την αποκαλούμενη «κουφή εβδομάδα», δηλαδή την προηγούμενη από την μεγάλη εβδομάδα, του 1892. Αφορμή ληστεία που έγινε στο «Αδαμαντοπωλείον και Χρυσοχοείον» των Κ. Σαμίου και Β. Γεωργόπουλου που βρισκόταν στην οδό Ερμού και ήταν από τα πολυτελέστερα της πρωτεύουσας.
Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του ριφιφί, οι κλέφτες σήκωσαν ό,τι πολύτιμο βρήκαν στις προθήκες και στα ράφια, αξίας πολλών δεκάδων χιλιάδων δραχμών. Στη μικρή Αθήνα έγινε το ζήτημα της ημέρας. Ο αστυνομικός διευθυντής Δ. Μπαϊρακτάρης αρχίζει τις συλλήψεις. Όλοι θεωρήθηκαν ύποπτοι: Από τους εργάτες παρακείμενης ανεγειρόμενης οικοδομής, τους συνήθεις ύποπτους μικρολωποδύτες και τέσσερις Αρμένηδες που παρεπιδημούσαν στην πόλη, μέχρι τους θαμώνες των ύποπτων καταγωγίων του Πειραιά. Οδηγούνταν πρώτα στα αστυνομικά τμήματα για τα προκαταρκτικά και έπειτα στις φυλακές της Παλαιάς Στρατώνα.
Από τη μεθεπομένη όμως, άρχισαν οι καταγγελίες για τον τρόπο που ανέκριναν τους συλληφθέντες οι άνδρες του Μπαϊρακτάρη. Τους είχαν δεμένους στα κάγκελα των παραθύρων, νηστικούς και διψασμένους επί 48 ώρες και τους υπέβαλλαν σε απίστευτα βασανιστήρια. Ένας από τους γνωστούς λωποδύτες με το ψευδώνυμο Τραμουντάνας υπέστη τον αντιδημοφιλή «κεφαλόδεσμο». Ένα είδος μέγγενης έσφιγγε το κεφάλι μεταξύ των δύο κροτάφων μέχρι σημείου συνθλίψεως των οστών. Όσο περνούσαν οι ώρες και οι ημέρες τόσο αύξαναν οι καταγγελίες. Έδιναν στους κρατούμενους να τρώνε παστές σαρδέλες, αλλά δεν τους έδιναν νερό, ή τους έβαζαν να καταπιούν ζεστό λάδι.
Οι περισσότεροι, για να αποφύγουν τα βασανιστήρια, ομολογούσαν πως ήταν οι δράστες, αλλά αδυνατούσαν βεβαίως να πουν πού ήταν τα κλοπιμαία. Ένας φιλήσυχος υποδηματοποιός, ο Παντελής Πολυχρόνης, που τόλμησε να επισκεφτεί έναν από τους κρατουμένους, συνελήφθη ως ύποπτος. Τον έβγαλαν δεμένο και ξυπόλητο στην αυλή και τον χτυπούσαν με βάρδιες και με αγκαθωτό βούρδουλα. Ακούγοντας τις οιμωγές των υπολοίπων, κόντεψε να σαλέψει. Ο 45χρονος κλητήρας Νέρης κατήγγελλε πως του έβαζαν βραστά αυγά στις μασχάλες και ύστερα του έδεσαν μια μπάλα βάρους πέντε οκάδων στον λαιμό.
Τους έβγαζαν δεμένους πάνω σ’ ένα κάρο και τους άφηναν στο έλεος της βροχής, ενώ ο τριαντάχρονος απατεώνας Βασίλειος Βενιαμίν αποκάλυψε ότι παρών στα βασανιστήρια ήταν και ο δημόσιος κατήγορος Λάμπρος Βέϊκος! Ένας εξηνταπεντάχρονος, γέροντας για τα μέτρα της εποχής, δερνόταν επί τέσσερα μερόνυχτα και όχι μόνο ομολόγησε ότι είχε κάνει τα πάντα, αλλά ήταν έτοιμος ακόμη και να τουρκέψει έπειτα από τόσο ξύλο. Η κατακραυγή στον Τύπο σταμάτησε πρόσκαιρα τους ξυλοδαρμούς, ενώ αργότερα αποκαλύφθηκε πως οι πραγματικοί δράστες είχαν φύγει για τη Σμύρνη, όπου ανακαλύφθηκαν και συνελήφθησαν.
Από την κατακραυγή στην «αναγνώριση»!
Αλλά η ιστορία των βασανιστηρίων εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων του Μπαϊρακτάρη έχει και τον επίλογό της. Ενώ ασκήθηκε τόσο έντονη κριτική στις μεθόδους που ακολουθούσε η Αστυνομία, λίγες ημέρες αργότερα οι επικριτές ζητούσαν από τον αστυνόμο να ενεργοποιήσει τις πρακτικές του! Ήταν παραμονές Πάσχα του 1892 και όλοι περίμεναν ανήσυχοι να καταγράψουν ανθρώπινες απώλειες από τα επικίνδυνα πυροτεχνήματα και τους πυροβολισμούς. Ζητούσαν λοιπόν δημοσίως από τον Μπαϊρακτάρη να χρησιμοποιήσει τις ικανότητές του και «μεταξύ μας, ας κάμη και κάποιαν χρήσιν της πειστικωτάτης εκείνης γλώσσης των χειρών»! «Αυτήν την φοράν δεν θα τον κατακρίνωμεν» έγραφε ο Δημήτριος Κακλαμάνος, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στον πόλεμο εναντίον των αστυνομικών μεθόδων.