Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ατέλειωτες είναι οι ιστορίες με τους Kαλλικάντζαρους που κυκλοφορούν γύρω μας τις ημέρες του Δωδεκαημέρου, δηλαδή της περιόδου από την ημέρα των Χριστουγέννων μέχρι την παραμονή των Θεοφανείων. Τις ημέρες αυτές, σύμφωνα με τις παραδόσεις του ελληνικού λαού, έρχονται στη γη χιλιάδες πονηρά δαιμόνια. Ατέλειωτες οι περιγραφές τους και ακόμη, περισσότερες οι φάρσες, τα γλέντια και οι καζούρες που σκάρωναν αυτοί οι περίεργοι τύποι σε βάρος των ανθρώπων. Οι Αθηναίοι, από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ακόμη, τους έδωσαν το όνομα Κωλοβελώνηδες, ονομάζοντας μάλιστα και το Δωδεκαήμερο «Κωλοβελώνιο». Ίσως το όνομά τους να οφειλόταν στην αιχμηρή μικρή ουρά τους.
Πάντως, όλοι πίστευαν πως ανεβοκατέβαιναν παντού και πως οι φωλιές τους ήταν τα πηγάδια. Έτρεχαν στους δρόμους, ανέβαιναν στο Κάστρο, δηλαδή στην Ακρόπολη, κι από εκεί τα δαιμονισμένα ξωτικά βρίσκονταν στα κεραμίδια των Αθηναίων. Θεονήστικοι και λιχουδιάρηδες, όπως τους κατέγραφε ο Βύρων Κωνσταντάρας που μας παρέδωσε τις ιστορίες τους, έμπαιναν από τις καπνοδόχους στα τζάκια. Κυνηγούσαν τις Αθηναίες γριές, καταλάμβαναν τις σπηλιές γύρω από τους λόφους, καβγάδιζαν ατέλειωτα, μεταμορφώνονταν σε νεροφίδες και γάτους, παραφυλούσαν τις λεχώνες, αλλά και τις όμορφες Αθηναίες.
Λιχουδιάρηδες
Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός πως οι νοικοκυρές, τέτοιες ημέρες, φρόντιζαν κοντά στο τζάκι να αφήνουν και μια μερίδα τηγανητές κουταλίτες για τους Κωλοβελώνηδες. Οι αθηναϊκές λαλαγγίτες ή κουταλίτες ήταν κάτι σαν τους σβίγκους. Έτσι καλόπιαναν τα ξωτικά για να περάσουν οι μέρες και να εξαφανιστούν την παραμονή των Θεοφανίων. Αλλά μέχρι τότε ξετρέλαιναν τις γριές. Και τι δεν τους έκαναν. Τις έσπρωχναν κι έπεφταν, τους έφερναν ζαλάδες, λέρωναν τα ασπρόρουχα. Γι’ αυτό, όταν οι γριές ήθελαν να βρίσουν κάποιον, έλεγαν «π’ ανάθεμά σε, Κωλοβελώνη». Για να τους ξορκίσουν, καλούσαν τις Τσιγγάνες από τα Γύφτικα, τη γειτονιά τους, που ήταν στην ανατολική πλευρά της Ακρόπολης. Οι γύφτισσες άπλωναν ξερά κουκιά και τσόφλια από αυγά πάνω στο τζάκι. Τα έβλεπαν οι καταραμένοι και ξεγελιόνταν ότι στο σπίτι όπου είχαν μπει ήταν φτωχό. Έτσι, αηδίαζαν κι έφευγαν.
Άλλοι έβαζαν καρφιά στην καπνοδόχο και άπλωναν σύρματα για να μην μπορούν να μπουν τα ξωτικά. Μερικοί ζύμωναν αρμυροκούλουρα και τα κρεμούσαν γύρω από το τζάκι για να τα φαρμακώσουν. Λέει, μάλιστα, η παράδοση πως τέτοιες ημέρες μια γριά έψηνε κουταλίτες, όταν άκουσε από το τζάκι μια φωνή να της λέει: «Ζαζάκα, δωσ’ μου μια κουταλίτα». Σήκωσε το κεφάλι της και τον είδε, αλλά στάθηκε ψύχραιμη. «Κατέβα λίγο πιο κάτω», του είπε. Αυτός κατέβηκε και ξαναζήτησε κουταλίτα. «Μα δε σε φτάνω να σ’ τη δώσω» του απάντησε η γριά. Και όταν ήρθε πλέον στο πλάι της, τον ζεμάτισε με το λάδι του τηγανιού. Μόλις όρμησε να την πνίξει, του έδειξε τον Σταυρό πάνω από την πόρτα, που κάθε Ανάσταση τον σχημάτιζαν με τον καπνό του κεριού που έφερνε το Άγιον Φως στο σπίτι. Όπου φύγει φύγει λοιπόν ο τρισκατάρατος.
Οι καβγάδες και οι κατάρες
Βεβαίωναν, μάλιστα, τα παλιά χρόνια οι γιαγιάδες πως δεν υπήρχε γύρω στην Αθήνα σπηλιά, χαράδρα, πηγάδι ή έρημο κι ερειπωμένο σπίτι που, όταν περνούσε διαβάτης, να μην άκουγε φωνές και καβγάδες των Κωλοβελώνηδων. Στο άκουσμα αυτό είχαν μοναδικό προνόμιο οι γυναίκες, και ιδίως οι ηλικιωμένες, οι οποίες και τους έριχναν βαριές κατάρες. «Ξορκισμένοι και χαλινωμένοι να ’στε», «Μπα, που να σας αναταράξει εφτά φορές η γης», «Με του μαύρου τράγου το σχοινί να κλείσει η πόρτα σας», «Τον καημό μου να ’χετε, την υπομονή μου να μην έχετε», «Μπα, που την κατάρα μου να ’χετε, βγαλμένη από τα είκοσί μου νύχια». Άκουγαν τις κατάρες και σκιάζονταν και δεν έπαιρναν στο κατόπι τις γριές.
Ο Β. Κωνσταντάρας έγραφε ότι μια παραδουλεύτρα του πατρικού του, η κυρα-Τασσώ, είχε δει Κωλοβελώνη μεταμορφωμένο σε νεροφίδα. Ήταν κουλουριασμένος μέσα στον κουβά, όταν τον ανέβασε από το πηγάδι. Ξεράθηκε η κυρά-Τασσώ. Είδαν κι έπαθαν να τη συνεφέρουν, ενώ το νερόφιδο είχε γίνει βεβαίως άφαντο. Η κυρά-Θέκλα είχε δει Κωλοβελώνηδες σαν μαύρους γάτους να πασπατεύουν, να πηδούν και να χορεύουν γύρω από ένα σωρό από στάχτη. Η μαρτυρία της καταγράφηκε: «Τότες να δεις, παιδάτσι μου, πώς φώναζαν και τσιτσίριζαν, σαν να ’μπηξα το μαχαίρι σ’ ολωνών τις καρδιές. Ας είχαν χάρη όμως που μ’ έπλασε ο Θεός πονόψυχη, κ’ έτσι που φώναζαν τους λυπήθηκα και ξεκάρφωσα το μαχαίρι από τη στάχτη. Ξεκουμπίσθηκαν αμέσως κ’ έγιναν καπνός, κι’ από τότες πού να ξανάρθουν άλλη χρονιά!».
Οι λεχώνες και το τέρας του 1666
Αν τέτοιες ημέρες τύχαινε να έχουν στο σπίτι γεννητούρια, η λεχώνα είχε μεγάλα βάσανα. Θυμιατά, ξόρκια και διαβάσματα για να μην πλησιάσουν οι Κωλοβελώνηδες. Οι γυναίκες του σπιτιού ρωτούσαν τη μαμή, κάθε λίγο και λιγάκι, αν το παιδί ήταν γερό ή μήπως πέρασε ο Κωλοβελώνης και το λέρωσε ή το σημάδεψε! Δεν μας παρέδωσαν όμως αν είδαν ποτέ παιδί σημαδεμένο από Καλλικάντζαρο.
Η παράδοση λέει ακόμη πως τον Οκτώβρη του 1666 μια Τουρκάλα γέννησε πάνω στην Ακρόπολη έναν πραγματικό Κωλοβελώνη. Μόλις βγήκε από την κοιλιά της μάνας του, πήδηξε στο πάτωμα και άρχισε να τρέχει γύρω τριγύρω. Είχε πόδια ανθρώπου, χέρια όρνιου, αυτιά λαγού και κεφάλι λιονταριού με δύο μεγάλα δόντια στη μέση. Κατατρόμαξαν οι δύστυχοι Τούρκοι Καστριώτες. Τρεις μέρες μετά το έριξαν σε λάκκο και τον γέμισαν με πέτρες. Σε κανέναν δεν επέτρεπαν να πλησιάσει. Γάλλος γιατρός περιηγητής που βρέθηκε στην Αθήνα εκείνες τις ημέρες ζήτησε να το πάρει στην πατρίδα του –προφανώς για μελέτη τερατογένεσης– αλλά δεν τα κατάφερε.
Δώδεκα ημέρες, λοιπόν, έξι του παλαιού χρόνου και έξι του νέου, χορεύουν τα μικρά δαιμόνια πειράζοντας και παιδεύοντας. Αυτά άκουγε στα παιδικά του χρόνια και ο Κ. Θ. Δημαράς για τους μικρούς χθόνιους δαίμονες, τα μικρά ανθρωπόμορφα δαιμόνια που ζουν όλο τον χρόνο στα σκοτεινά κατάβαθα της γης, και γέμιζε η ψυχή του με τρόμο. Γι’ αυτό, όταν μεγάλωσε, έγραψε πως δεν πίστευε πλέον στους Καλλικάντζαρους διότι δεν τους ξεχώριζε πια: «Η μαύρη τους μουτσούνα κάθε μέρα μας τριγυρίζει και μας πειράζει, έτσι που τη νομίσαμε αναπόσπαστη από μας και την ταυτίσαμε με την ίδια μας τη ζωή».