Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Δεν υποχώρησαν, με το τουφέκι στο χέρι κράτησαν ψηλά το κεφάλι. Δεν πλήρωσαν χαράτσι υποταγής στο τύραννο. Πάνοπλα τα γενναία της παλληκάρια αγωνίζονταν ενάντια στον προαιώνιο εχθρό. Ο ηρωισμός των παιδιών της ήταν μαρτυρικός και το αίμα τους χυνόταν βάφοντας κόκκινη την πολύπαθη γη τους. Ένα νέο ηρωικό Σούλι στον Πόντο. Αυτή ήταν η Σάντα, το σημερινό Ντουμανλί όπως το μετονόμασαν οι Τούρκοι, στα νοτιοανατολικά της Τραπεζούντας.
Μια κωμόπολη με επτά οικισμούς, ορισμένοι από τους οποίους ήταν απομακρυσμένοι. Στα απάτητα -από οθωμανικό πόδι- βουνά της έβρισκαν καταφύγιο οι κυνηγημένοι Έλληνες. Εκεί που το καλοκαίρι του 1919 πάλευαν με δύο «θεριά», τους Τούρκους και την πείνα.
«Οι τσετέδες εύκολα νικούνται, μα της πείνας το άγριο θεριό είν’ ανίκητο». Αυτό έγραφαν σε μνημειώδη έκκληση που απηύθυνε ο Σύνδεσμος της Εξωτερικής Οργανώσεως των Σανταίων. Ήταν μια οργάνωση Σανταίων που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες του αγώνα και άπλωνε τα «πλοκάμια» της όπου υπήρχε Ελληνισμός.
Ο κύριος πυρήνας, μία τριμελής επιτροπή, είχε δημιουργηθεί στο Βατούμ, με πρωτοστάτες έναν ιερέα, τον γιατρό Χρήστο Συτμαλίδη και τον Χαρ. Αμοιρίδη. Το στρατηγείο τους το είχαν στήσει στην οδό Λορίς Μελικόβσκαγια, όπου ήταν το γραφείο των αδελφών Κουτσούρη.
Ετοίμαζαν «πανηγύρι» στους Τουρκαλάδες και ονειρεύονταν να γιορτάσουν και οι Πόντιοι τα «Ελευθέριά» τους μαζί με όλο τον Ελληνισμό, τους Σμυρνιούς, τους Θράκες και τους Μακεδόνες. Είχαν αρπάξει τα τουφέκια τους και είχαν ενωθεί με τα παλληκάρια από Σαμψούντα, Ορδού, Σούρμενα, Κρώμνη κ.α.
Ανεβασμένοι στα βουνά αντιστέκονταν, πολεμώντας με τα άγρια στίφη των τσέτηδων, αλλά είχε αποκοπεί η επικοινωνία τους με τον υπόλοιπο κόσμο και κινδύνευαν από τον αποκλεισμό και την έλλειψη κυρίως τροφίμων. Ήταν κατά κάποιο τρόπο σαν «ελεύθεροι πολιορκημένοι».
Αποφασισμένοι να παραμείνουν αδούλωτοι είχαν στείλει το μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση. Περίπου έναν χρόνο νωρίτερα είχαν δώσει την περίφημη «Μάχη των Κοπαλάντων». Την πρώτη μάχη που κέρδισαν και φαινόταν πως οι Τούρκοι τους άφηναν ήσυχους. Ήξεραν όμως πως τίποτε δεν είχε τελειώσει. Έπρεπε να προετοιμάζονται για τους αγώνες που ακολούθησαν. Γι’ αυτό και η «Εξωτερική Οργάνωσις» των Σανταίων εξέδωσε την «Έκκληση» προς τους «Απανταχού Έλληνας του Πόντου» να ενισχύσουν τον αγώνα τους.
Ένα κείμενο το οποίο θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία, ώστε να πληροφορούνται τα παιδιά την αλήθεια από την αυθεντική πηγή της. Πως είναι χρέος μας ιερό να μη λησμονούμε τους εθνικούς και τους Πόντιους που έχυσαν το αίμα τους περιμένοντας μόνον «η αθάνατη Θεά, η Ελευθερία, να στεφανώση τα ηρωικά μέτωπά τους», όπως έγραφε η «Έκκληση». Διότι αυτή η τιμή είναι δικαίωμά τους και τους αξίζει.
Η «Έκκληση» των υπερήφανων μαχητών (1919)
Αναδημοσιεύουμε ένα μικρό απόσπασμα ως ελάχιστο φόρο τιμής σήμερα που είναι «Ημέρα Μνήμης Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου»:
«Αδελφοί Έλληνες! Η ηρωική Σάντα πεινά. Η Σάντα ζητά τη βοήθειά σας. Εκεί που οι Σανταίοι άνδρες πολεμούν τον Τούρκο και οι Σανταίες γυναίκες βαστούν το καραούλι με το τουφέκι στο χέρι, σε σας έχουν γυρμένες τες τελευταίες ελπίδες των. Συνδρομή στους ήρωες! Βοήθεια στους αδελφούς μας! Ας μην τους αφίσουμε να νικηθούν από το θεριό της πείνας αυτοί, όπου δεν τους τρομάζουν των Τούρκων τα βόλια. Ας μην τους αφίσωμε να εξαντληθούν από τις κακουχίες, την στερήσεις και την πείνα, για να μη νοιώσουν τα χέρια τους ανήμπορα να κρατούν το τουφέκι, για να μην αναστενάζουνε απελπισμένα: «Έρμο τουφέκι, σκοτεινό, / τι σου κρατώ στο χέρι; / Ότι συ μούγινες βαρύ / κι ο Αγαρηνός το ξέρει…». Ναι! Ας μην αφήσουμε τα παλληκάρια μας άδοξα να πεθάνουν στα δοξασμένα βουνά τους, ας μην αφήσουμε τους ήρωές μας να καταστραφούνε».