Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Από τα θέματα που βρίσκονται στο επίκεντρο των ιστορικών ερευνών τα τελευταία χρόνια είναι και η ιστορία της παιδικής ηλικίας. Σημαντικοί μελετητές εκπονούν εργασίες αποκαλύπτοντας πτυχές της νεότερης κοινωνικής ιστορίας μας οι οποίες έχουν λησμονηθεί. Γι’ αυτό θα ανατρέξουμε στην Αθήνα του 19ου αιώνα και μέσω της γραφίδας του σπουδαίου δημοσιογράφου και θεατρικού συγγραφέα Μιχαήλ (Μίκιου) Λάμπρου θα γνωρίσουμε τις «φυλές» των χαμινιών που αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος των αθηναϊκών δρόμων τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.[1] Ήταν τα παιδιά που εγκατέλειπαν τα χωριά τους και αναζητούσαν καλύτερη τύχη στην πρωτεύουσα. Εντέλει ξέπεφταν στην Παλαιά Αγορά, η οποία βρισκόταν στη συμβολή των οδών Αδριανού και Αιόλου.
Ήταν οι «Μάγκες του Ρολογιού», διότι συνωστίζονταν σε ελεεινά και άθλια καταγώγια γύρω από το Ρολόϊ της Αγοράς, το οποίο έχουμε ήδη παρουσιάσει. Τρία ήταν τα κύρια επαγγέλματά τους: Εφημεριδοπώλες, στιλβωτές, όπως αποκαλούσαν τους μικρούς λούστρους με τα κασελάκια τους και οψοκομιστές, όπως αποκαλούσαν τα παιδιά που μετέφεραν τα ψώνια στα σπίτια. Και κάθε ένα από αυτά τα επαγγέλματα αντιπροσώπευε και μία Πατρίδα. Οι οψοκομιστές κατάγονταν από την Κορινθία, οι λούστροι και οι εφημεριδοπώλες από την Μεγαλόπολη και την Γορτυνία γενικότερα. Τα παιδιά που κατάγονταν από την Κόρινθο ήταν πολύ συνδεδεμένα μεταξύ τους και τα περισσότερα κατάγονταν από τον Δήμο Στυμφαλίας.
Εξάλλου, η άδενδρη και γυμνή πεδιάδα και οι ελώδεις πυρετοί που μάστιζαν τα χωριά του Δήμου οδηγούσε τους κατοίκους να καταφεύγουν στα ορεινά χωριά. Με πρώτο το Καλιάνι που ήταν το πιο φτωχό από τα χωριά του Δήμου ακολουθούσαν τα παιδιά από την Καστανιά, το μεγαλύτερο χωριό, τη Λαύκα, τη Ντούσια (Κεφαλάρι), το Ψάρι και το Μπούζι που ήταν κοντινά και παρήγαγαν μόνον λίγο καλαμπόκι, λιγότερο σιτάρι και ακόμη λιγότερο κρασί. Ηταν φτωχοί λοιπόν οι τόποι και αρκούσε να κάνει κάποιος την αρχή για να ακολουθήσουν και υπόλοιποι. Εξάλλου η ίδια συνήθεια επικράτησε μέχρι και τον 20ό αιώνα, δημιουργώντας το φαινόμενο που ονομάστηκε αστυφιλία. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διασώζονται δεν έλειπαν και εκείνοι που έσπευδαν να εκμεταλλευτούν τις περιστάσεις.
Έτσι, το 1866 καταγράφεται κάποιος που παρέλαβε παιδιά από τους γονείς τους και τα έφερε στην Αθήνα, μαθαίνοντάς τους τις εργασίες της αγοράς. Από τότε οι γονείς των παιδιών συνήθιζαν να τα στέλνουν στην Αθήνα για δουλειά. Τα παιδιά από την Κόρινθο όμως, ήταν και τα πρώτα που απαλλάχτηκαν από τα δεσμά της σωματεμπορίας, διότι περί εμπορίας επρόκειτο και ανεξαρτοποιήθηκαν, σταματώντας να εργάζονται για «κυρίους». Τα παιδιά αυτά από τα χαράματα μέχρι τη δύση του ήλιου σύχναζαν στην αγορά πρόθυμα να μεταφέρουν τα ψώνια. Γνώριζαν όλα τα σπίτια της πόλης, τους δρόμους και τα ονόματά τους, κάτι που αγνοούσαν πολλοί από τους κατοίκους.
Η αποζημίωσή τους κυμαινόταν από είκοσι μέχρι τριάντα λεπτά κάθε διαδρομή, αναλόγως την απόσταση. Κέρδιζαν δύο μέχρι τέσσερις δραχμές την ημέρα το κάθε παιδί. Οι περισσότερο οψοκομιστές κατοικούσαν κυρίως στις συνοικίες κάτω από τους πρόποδες της Ακρόπολης και ιδιαιτέρως στην συνοικία των Αγίων Αποστόλων της Βλασσαρούς. Η συνήθεια αυτή είχε επικρατήσει από τότε που βρισκόταν η Αγορά στην παλαιά της θέση, πριν καταστραφεί από πυρκαγιά και μεταφερθεί στην οδό Αθηνάς. Έμεναν τέσσερις ή έξι μαζί, στο ίδιο δωμάτιο. Όταν έφταναν στην πόλη έτρωγαν ότι έβρισκαν στην αγορά. Η ζωή τους καλυτέρευε όταν πλέον συγκατοικούσαν. Μπορούσαν καλύτερα να φροντίζουν τον εαυτό τους, να μαγειρεύουν κοινό φαγητό και να κοινωνικοποιούνται.