Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ημέρα των Ερωτευμένων έχουν ανακηρύξει τη 14η Φεβρουαρίου γιορτάζοντας έναν ξενόφερτο και άκρως… εμπορευματοποιημένο άγιο, τον άγιο Βαλεντίνο. Είναι και αυτό ένα από τα συμπτώματα της εποχής, όπως και τόσες άλλες συνήθειες που έχουν αλλάξει τις καθημερινές μεθόδους επικοινωνίας των ερωτευμένων. Τα πράγματα στις ημέρες μας υπεραπλουστεύθηκαν. Ένα στιγμιαίο μήνυμα μέσω sms (κινητού), messenger (facebook), skype ή έστω ένα e-mail δίνουν τη δυνατότητα να εκφράσουν οι νέοι -και όχι μόνον- τα συναισθήματά τους, τον έρωτά τους.
Τα πράγματα όμως σε παλαιότερες εποχές δεν ήταν και τόσο απλά. Η επικοινωνία ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ήταν δύσκολη υπόθεση. Ακόμη περισσότερο η επικοινωνία μεταξύ ερωτευμένων νέων. Τότε, το σημαντικότερο μέσον ήταν το ραβασάκι!
Πρόκειται για λέξη που χάνεται σταδιακά από το λεξιλόγιό μας, τουλάχιστον με την έννοια που την πρόφεραν οι παλαιότεροι: όταν ένα αθώο άψυχο χαρτί ήταν το μοναδικό μέσον για να έλθουν σε επαφή και να εκφράσουν τα συναισθήματά τους εκείνος και εκείνη. Για την κοπέλα περισσότερο το άψυχο εκείνο χαρτάκι ήταν η μεγαλύτερη θυσία που μπορούσε να κάνει για τον αγαπημένο της.
Διότι με το ραβασάκι εξέθετε την… τιμή της, παρά το γεγονός ότι ήταν αθώο τις περισσότερες φορές. Τι περιείχε; Καημούς, αναστεναγμούς, λουλουδάκια, έρωτα. Είναι δεδομένο ότι δεν είχαν τη δυνατότητα οι ερωτευμένοι να συναντώνται, οπότε τα… έλεγαν με ραβασάκια.
Είναι επίσης αποκαλυπτική η λειτουργία αυτού του μικρού τεμαχίου χαρτιού και την περιέγραψε ο Παράσχος σε κάποιους στίχους του: «Μου έστειλεν Εκείνη / τον κεραυνόν εις φάκελλον / ευώδη κεκλεισμένον…»[1].
Στα μεταγενέστερα χρόνια τα ραβασάκια συνδέθηκαν με τις καντάδες, τα νυχτοπερπατήματα και τους σεβντάδες. Χρησιμοποιούσαν τη λέξη όσοι ήθελαν να περιγράψουν τι συνέβαινε στη γειτονιά των φοιτητών, τη Νεάπολη.
Ολόκληρος κόσμος κρυβόταν πίσω από αυτή την ιδιόμορφη ερωτική επιστολογραφία. Υπηρετριούλες, φαντάροι, μπακαλόγατοι, νταντάδες, τσολιάδες, μανάβηδες, ο κόσμος της απλότητας και της αφέλειας. Έγραφαν με κόπο το ραβασάκι τους και το έστελναν με το ταχυδρομείο ή τις περισσότερες φορές με κάποιο παιδί της γειτονιάς.
Εντύπωση προκαλεί ωστόσο το γεγονός ότι η ερμηνεία για το ραβασάκι που προαναφέρθηκε, θεωρείτο παλαιότερα ξεπεσμός της λέξης: πως η σύνδεσή της με την κρυφή συνεννόηση των ερωτευμένων μέσω σημειωμάτων και όχι την καθαυτό ερωτική αλληλογραφία ήταν χρήση με ειρωνική σημασία. Διότι τα παλαιά λεξικά υποστήριζαν πως η λέξη συναντάται στα βυζαντινά χρόνια με εντελώς διαφορετική σημασία.
Οι τύποι ραβάσι, ραούσιον και ραυάσιον αναφέρονταν στον τρόπο αρίθμησης που χρησιμοποιούσαν οι απαίδευτοι, οι βάρβαροι. Τοποθετούσαν στη σειρά μικρά τεμάχια ξύλου για να κάνουν τους λογαριασμούς τους και γι’ αυτό τα ονόμαζαν ραυάσια, δηλαδή λογαριαστήρια. Κάτι αντίστοιχο συναντούμε σε πολλά μέρη της Ελλάδας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τα χρησιμοποιούσαν δε κυρίως οι αρτοποιοί και αποκαλούνταν τσέτουλα.
Η ετυμολογία Ανδριώτη για σλαβική προέλευση!
Ο Νικόλαος Ανδριώτης στο Ετυμολογικό Λεξικό του έδωσε στο «ραβασάκι» διαφορετική ερμηνεία. Κατέγραψε τη λέξη ρεβάσι, με τη σημασία της επιστολής, να χρησιμοποιείται από τους Έλληνες και συγκεκριμένα από τους Υδραίους και τους Σπετσιώτες ναυτικούς που είχαν ταξιδέψει, από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ακόμη, στη Ρωσία. Υπέθεσε ότι η λέξη αυτή προέρχεται από το σλαβικό ρεβάς, που σημαίνει γράμμα. Πρόταξε, μάλιστα, έγγραφη μαρτυρία καταγεγραμμένη στα «Απομνημονεύματα» του Υδραίου ήρωα της Επανάστασης Αλέξανδρου Κριεζή. Εκεί αναφέρει ότι του εγχειρίστηκε και ένα ρεβάς, δηλαδή ένα γράμμα, από τον Γιάννη Διοβουνιώτη.
Όπως και να έχει το πράγμα, η κατάσταση άλλαξε άρδην όταν εξαπλώθηκαν τα τηλέφωνα και οριστικά τα τελευταία χρόνια, όταν εφαρμόστηκαν οι νέες τεχνολογίες. «Πάει η τρυφερότης και ο ιπποτικός έρως»[2], όπως έγραψε κάποτε ο Ν. Γιοκαρίνης.