Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Κατά καιρούς και με διάφορους τίτλους εμφανίζονται εκδόσεις οι οποίες έχουν ως θέμα τους «Τύπους των Αθηνών». Θέμα με εξαιρετικά πλούσιες κοινωνικές, οικονομικές, θρησκευτικές, δημοσιογραφικές, λογοτεχνικές, ψυχιατρικές κ.ά. παραμέτρους αλλά και πολιτικές, παιδαγωγικές και πολλές ακόμη διαστάσεις. Ο σχολιασμός και η δημοσιοποίηση προσωποποιημένων διάφορων ανθρώπινων ιδιομορφιών και συμπεριφορών υπήρχε ανέκαθεν και όπως ήταν φυσικό, αποτελούσε πάντα αγαπημένο θέμα στις τοπικές κοινωνίες. Ωστόσο θα απασχολήσει πιο συστηματικά τους δημοσιογράφους – λογοτέχνες από τα τέλη του 19ου–αρχές 20ού αιώνα ως μέρος του αθηναϊκού Ρομαντισμού, μιας τάσης που είδε με ευφορία και αισιοδοξία τη σημαντικότερη περίοδο για την πολεοδομική, την κοινωνική και την οικονομική διαμόρφωση της πόλης.
Η αθηναϊκή ευθυμογραφία, ως ιδιαίτερο πλέον είδος δημοσιογραφίας, είχε και τους εκπροσώπους της, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι πολυγραφότατοι Γεώργιος Τσοκόπουλος, Δημήτριος Π. Ταγκόπουλος, Δημήτριος Χατζόπουλος, Τιμολέων Σταθόπουλος, Γεώργιος Πωπ, Θεόδωρος Βελλιανίτης και Τίμος Μωραϊτίνης. Πρόκειται για τους γεννήτορες του αθηναϊκού Ρομαντισμού και διεκδικούν επαξίως τον τίτλο των πρυτάνεων στο είδος. Πρόκειται για δημοσιογράφους της ίδιας γενιάς. Έγραψαν και δημοσίευσαν σε αθηναϊκές εφημερίδες χρονογραφήματα σχετικά με τον βίο και την πολιτεία πολλών τύπων που έδρασαν στην Αθήνα, παραδίδοντάς μας στοιχεία τα οποία μας επιτρέπουν να σκιαγραφήσουμε με αξιοπιστία την παρουσία τους στη ζωή της ελληνικής πρωτεύουσας. Οι περισσότεροι έφυγαν «φτωχοί, ολόφτωχοι» και άφησαν πίσω τους την Αθήνα του νεοκλασικισμού. Όταν έφυγε από τη ζωή ο Τ. Σταθόπουλος, τον Οκτώβριο 1924 και όχι το 1923, όπως λανθασμένα αναφέρεται, οι εφημερίδες έγραφαν πως «το Κράτος δεν ηθέλησε ποτέ να δείξη την ευγνωμοσύνην του προς αγωνιστάς της Ιδέας, όπως οι αείμνηστοι Κανελλίδης, Γαβριηλίδης, Σπανδωνής, Τσοκόπουλος, Δημητρακόπουλος που απέθαναν φτωχοί, ολόφτωχοι».
Το έργο τους αδικήθηκε, λεηλατήθηκε και παραποιημένο τροφοδοτεί τις εργασίες που δημοσιεύονται για την Αθήνα μέχρι σήμερα. Οι ίδιοι αντιμετώπισαν τα θέματα δημοσιογραφικά. Με τρόπο απλό και απολαυστικό, κατέθεσαν τις προσωπικές τους εμπειρίες. Χειρίστηκαν τα θέματα των «γραφικών τύπων» με την απαραίτητη λεπτότητα, δεδομένου ότι ζούσαν οι πρωταγωνιστές ή μέλη των οικογενειών τους. Χωρίς να υποτιμηθεί η προσφορά των υπολοίπων, η πρώτη σύλληψη και οργανωμένη παρουσίαση του θέματος υπό τον τίτλο «Αθηναϊκοί Τύποι» ανήκει στον Δημήτριο Π. Ταγκόπουλο, ο οποίος δημοσίευσε σειρά άρθρων στον Τύπο. Μερίδιο της δόξας ωστόσο δικαιούται και ο Θέμος Αννινος, ο οποίος πολλά χρόνια νωρίτερα είχε φροντίσει να απαθανατίσει με το δαιμόνιο πενάκι του, στον «Ασμοδαίο» και το σατυρικό «Άστυ», πολλούς από τους τύπους που φαίδρυναν τη ζωή της μικρής ακόμη ελληνικής πρωτεύουσας. Επίσης, αρκετούς παρέδωσε στην αθανασία και ο Στέφανος Ξενόπουλος.
Η πρώτη γενική κατηγοριοποίηση, σε πιο συστηματική μορφή, πρέπει να αποδοθεί στον Θεόδωρο Βελλιανίτη, ο οποίος υπό τον τίτλο «Φυσιογνωμίαι και Τύποι» παρουσίασε πρώτος μία 25άδα «γραφικών» τύπων, αρκούμενος στη διάκριση «Αθηναϊκαί Φυσιογνωμίαι» και «Λαϊκοί Αθηναϊκοί Τύποι». Εκεί βρέθηκαν στην ίδια κατηγορία ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (Φαλέζ), ο ιδιότροπος εγγονός του αρχιστράτηγου με το πλούσιο συγγραφικό έργο, με την πολιτικοποιημένη αστή Ροζού, τον φουστανελοφόρο Αλέξη Στριφτόμπολα και τον φλογερό Ρόκκο Χοϊδά, ενώ στους λαϊκούς συμπεριλαμβάνονταν ο ευκατάσταστος Βαυαρός έμπορος Ροδόλφος Μάιφαρτ, ο οποίος είχε αδυναμία στις αοιδούς, ο πλανώδιος έμπορος μπαρμπα-Γιάννης ο Κανατάς και ο ρακένδυτος Σακκουλές! Έκτοτε, προφανώς ελλείψει πηγών, υπήρξε πληθώρα δημοσιευμάτων τα οποία αναπαρήγαγαν ή κινήθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση, προσφέροντας ελάχιστα νέα στοιχεία. Δηλαδή, αντιμετωπίσθηκε ενιαία το φαινόμενο «δημόσιο θέαμα», όπως έλεγαν παλαιότερα οι Αθηναίοι, όταν ήθελαν να τονίσουν την αρνητική έκθεση στην κοινωνία.