Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η λατρεία της Παναγίας εκφράστηκε στην μετακλασική Αθήνα με τον πλέον υπέροχο τρόπο. Κατέκτησε τη θέση της Παρθένου Αθηνάς, τοποθετήθηκε στο υψηλότερο και ομορφότερο σημείο, στο Κάστρο της πόλης, εισχώρησε στ’ αρχοντικά και στα φτωχικά των ξωτάρηδων, απλώθηκε στις ρούγες της πόλεως και στις ψυχές των χριστιανών κατοίκων της. Οι τελευταίοι την υποδέχθηκαν ως Κυρά τους, Κιουρά κατά το τοπικό ιδίωμα. Μέχρι που ξέσπασε η μεγάλη Εθνεγερσία.
Κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως θα γκρεμιζόταν μια Παναγιά. Ακόμη και οι Τούρκοι, έστω με σκληρούς όρους και δεσμεύσεις που έφθαναν μέχρι γελοιότητος, επέτρεπαν την επισκευή των εκκλησιών. Όσα συνέβησαν όμως μετά την απελευθέρωση και ενώ δεν είναι ακόμη γνωστές όλες οι λεπτομέρειες, μόνον ως πρωτοφανής πολιτιστική, εθνική και θρησκευτική καταστροφή και λεηλασία μπορούν να καταγραφούν.
Η καταστροφή
Από τις δεκάδες Παναγιές των Αθηνών των τελευταίων ετών της τουρκοκρατίας, τις οποίες ο μεν Δημήτριος Καμπούρογλου αναβιβάζει σε 33, ο Μίλλερ σε 37 και νεότεροι ερευνητές κατά τι περισσότερες ή λιγότερες, ελάχιστες διασώθηκαν. Πάνω στα ερείπιά τους στήθηκε ένα πανηγύρι κερδοσκοπίας. Πανηγύρι στο οποίο συμμετείχαν, κυρίως, το κράτος και το ειδικό ταμείο που σύστησε η αντιβασιλεία του Όθωνα για να ξεπουλήσει πιο εύκολα τους ναούς και να τους μετατρέψει σε οικόπεδα.
Επίσης, συμμετείχαν η νομαρχία (:διοίκηση), ο Δήμος Αθηναίων και βεβαίως οι κερδοσκόποι που καιροφυλακτούσαν σαν γύπες για να αρπάξουν τις «ευκαιρίες». Από το 1842 όταν άρχισε η εκποίηση της λείας των ερειπωμένων εκκλησιών αλλά και αρκετών καλώς διατηρουμένων έως το 1860 που σταμάτησε εβδομήντα δύο ή και περισσότερες εκκλησίες, εντός του τείχους των Αθηνών, ρίχτηκαν παρανάλωμα της καταστροφής, όπως εύστοχα έγραψε ο Κ. Μπίρης[1].
Αθηναϊκή εορτή
Αποτελεί φαινόμενο και μόνον το γεγονός πως η γιορτή της Παναγίας δεν ήταν μόνον μια χριστιανική αλλά και μια αθηναϊκή εορτή, η οποία συνδέθηκε από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους με τα ήθη των Αθηνών.
Στις ημέρες μας απώλεσε τον παλαίφατο χαρακτήρα της, όταν η Παναγιά ήταν η προστάτιδα και κυρίαρχος της πόλης. Πουθενά ανά τον κόσμο η προσωπικότητα της Παρθένου δεν είχε τη σημασία που της απέδιδαν στην Αθήνα. Είναι πλέον κοινά αποδεκτό πως διαδέχθηκε την Παρθένο Αθηνά και πήρε τη θέση της μέσα στον Παρθενώνα και στην κοινή συνείδηση.
Οι παλαιοί Αθηναίοι ήταν εξαιρετικώς θρησκόληπτοι και ο αριθμός των εκκλησιών τους δυσανάλογος σε σχέση με τον αριθμό των κατοίκων. Δεν μπορούσε να υπάρχει συνοικία, πλάτωμα όπως το αποκαλούσαν, χωρίς την παρουσία της Σώτειρας, της Σωτήρας. Το Ροδακιό είχε την Παναγία τη Ροδακιώτισσα, η Ρόμβη την Παναγία Ρόμπη κ.λπ.
Στις αυλές
Αλλά δεν ήταν μόνον οι συνοικίες που επιθυμούσαν να έχουν τη δική τους Παναγία. Οι αρχοντικές οικογένειες που είχαν την οικονομική δυνατότητα ήθελαν να έχουν την ευλογία στο σπίτι τους, εντός της αυλής, του κήπου τους.
Έτσι λοιπόν είχαμε την Παναγία του Παλαιολόγου, του Καντήλη, του Κοττάκη, του Ροΐδη (Χρυσοροίδενα), της Μουσταπίδαινας, του Βλασσαρού, του Καλτά, του Σαΐτα ή Χρόνη, του Δικαίου κ.ά.
Όσο για τις προσωνυμίες της Παναγίας των Αθηνών οι γνωστές είναι η Αθηναία (Αθηνιώτισσα), η Σώτειρα (Σωτήρα), η Χρυσή (Χρυσοροΐδενα, Χρυσοπυργιώτισσα, Χρυσοσπηλιώτισσα κ.ά.), Γοργοεπήκοος και Νέα Κυρά.
Ως προς τον ρυθμό μάλλον υπερέχει η Γοργοεπήκοος, πλάϊ στη Μητρόπολη, ναός ο οποίος ατυχώς αποδόθηκε στον Άγιο Ελευθέριο για εφήμερη σκοπιμότητα. Έπονται η Καπνικαρέα, η Σώτειρα του Κοττάκη, η Ρόμβη, η Παντάνασσα, η Σώτειρα του Λυκοδήμου (Ρωσσική), η οποία αναστηλώθηκε σχεδόν εκ θεμελίων, η Αγία Δύναμη, η οποία στην Παναγία πρέπει να αποδίδεται και πολλές κατεδαφισμένες όπως η Δουβέργαινα, η Κρυσταλλιώτισσα, η Βλασσαρού, η Αγία Κυρά κ.ά.
Το «χρώμα» της εορτής
Ο εορτασμός της Παναγίας στην Αθήνα είχε όλως ιδιαίτερο χρώμα, μέχρι και τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας.
Οι Αθηναίες κυράδες της ύφαιναν κάθε χρόνο πέπλο, όπως της Αθηνάς και κάθε χρόνο στα «εννιάμερα» (23 Αυγούστου) η τελετή είχε τα χαρακτηριστικά των Παναθηναίων. Η εικόνα της Παναγιάς του Κάστρου, η Αθηνιώτισσα, η οποία είχε κατέβει από την θέση της για να δοξασθεί, ξαναγύριζε στο Κάστρο με μεγάλη πομπή.
Ο δεσπότης και οι ιερείς με τα λάβαρά τους έφερναν την εικόνα ένα γύρο από την Ακρόπολη πριν την ανεβάσουν στον Παρθενώνα. Μόνον οι ετοιμοθάνατοι έλειπαν απ’ αυτήν την τελετή. Μετά την απελευθέρωση η γιορτή γινόταν κυρίως στα γύρω μοναστήρια, ιδίως στην Μονή της Πεντέλης.
Τα εκκλησάκια
Αλλά δεν έμεναν αλειτούργητα και τα εκκλησάκια που βρίσκονταν έξω από τα τείχη της πόλης, όπως η Παναγία Χελιδονού, παλαιό μοναστήρι που καταργήθηκε.
Το χωμένο στο βράχο εναπομείναν εκκλησάκι τιμούσε με την παρουσία του ο βασιλιάς Όθων. Προφανώς δεν είχε κατανοήσει το μέγεθος της ζημιάς την οποία υπέστη ο βυζαντινός θρησκευτικός πλούτος της Αττικής επί των ημερών του.
Επίσης, η Παναγία η Κολοκυνθού, η οποία το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής και οι Παναγίες του Σωτηράκη, του Καλτά, της Κουλουρδούς και όσες βρίσκονταν χωμένες στον κατάφυτο ακόμη Ελαιώνα των Αθηνών. Στα περίχωρα επίσης η Νερατζιώτισσα, η Μαρμαριώτισσα, η Χελωνού αλλά και η Παναγία στου Γουδή. [2]
Η «Φλογέρα του Βασιλιά»
Την κυριαρχία της Παναγίας επί των Αθηνών θα είχε λοιπόν στο νου του ο Κωστής Παλαμάς, ο οποίος στην «Φλογέρα του Βασιλιά» έγραψε υπέροχους στίχους, μερικοί από τους οποίους θα μπορούσαν να παραβληθούν με τα ωραιότερα τροπάρια της Εκκλησίας: «Μητέρα των ανέλπιδων κι όλου του κόσμου σκέπη / κάτω από σε οι ανέλπιδες κι όλος ο κόσμος ίσοι! / Μαρία Κυρά Αθηνιώτισσα, πιο γαληνή, πιο ωραία, / στον πιο ωραίο, πιο γαληνό, μέσα στους θρόνους θρόνο, / νικήτρα εσύ της Αθηνάς και σκέπη της Αθήνας! Στον πόλεμο οδηγήτρα εσύ, μεσίτρα στην ειρήνη, / Υπέρμαχη Στρατήγισσα, σ’ εσέ τα νικητήρια!»[3]. Και δεν αρκέστηκε σ’ αυτούς.
Ήθελε τον Βασίλειο Βουλγαροκτόνο, όταν μετά τις νίκες του ανέβηκε στον Ιερό Βράχο για να προσκυνήσει την Κυρά των Αθηνών, να την προσφωνεί με πλήθος επιθέτων, προερχόμενων κυρίως από την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη: «Παντάνασσα, Ελεούσα, / Γλυκοφιλούσα, Ακάθιστη, Γιάτρισσα, Πονολύτρα, / Παραμυθία, Περίβλεφτη, Πανάχραντη Οδηγήτρα, / Αναφωνήτρα, Τριχερούσα, Βαγγελίστρα, Λαύρα, / Γοργοεπήκοη, Αθηναία, Ρωμαία, Φανερωμένη»[4]!
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Εστία», 13-14 Αυγούστου 2016