Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το χριστιανικό Πάσχα είναι η γιορτή της χαράς, της Ανάστασης. Η Σαρακοστή, της νηστείας και της περίσκεψης, δίδει τη θέση της στη Λαμπρή και το παραδοσιακό φαγοπότι. Ωστόσο, χρόνο με τον χρόνο, η πρόοδος και ο πολιτισμός απομακρύνουν τις γενιές όλο και περισσότερο από ήθη, έθιμα και γεγονότα που άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στο διάβα του Ελληνισμού, που παραμένει ιστορική έννοια στο πέρασμα των αιώνων. Το Πάσχα των Ελλήνων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έχει απασχολήσει τους Έλληνες και ξένους ερευνητές. Ο Γιάννης Βλαχογιάννης συγκέντρωνε και δημοσίευε αυτό το υλικό.
Τον 17ο αιώνα οι Ευρωπαίοι περιηγητές καταγράφουν πως το Πάσχα οι χριστιανοί φιλιούνται τρεις φορές, μία στο κάθε μάγουλο και μία στο στόμα. Το Μεγάλο Σάββατο έτρωγαν μόνον μία φορά, ίσια να κρατηθούν στα πόδια τους. Στις τρεις το απόγευμα άρχιζε ο Εσπερινός που κρατούσε όλη τη νύχτα. Πολλοί είχαν μαζί τους ψωμί, μπανάνες, σύκα κ.ά. για να μην λιποθυμήσουν από την πείνα. Το ξημέρωμα άρχιζε η Λειτουργία με το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ» και αμέσως ακολουθούσε το «Χριστός Ανέστη». Οι μαλωμένοι έσπευδαν να φιλιώσουν και να ανταλλάξουν την «αγάπη», αλλιώς θεωρούνταν ειδωλολάτρες[1].
Στη Βασιλεύουσα
Η εορτή του Πάσχα συνέχισε να πανηγυρίζεται με μεγαλοπρέπεια στην Κωνσταντινούπολη. Τρία μερόνυχτα έμενε ανοικτή η πόρτα του Φαναρίου (Φενέρ Καπουσί) για τους χριστιανούς που ήθελαν να εκκλησιασθούν στο Πατριαρχείο. Οι Τούρκοι νυκτοφύλακες άφηναν ανοιχτή και την πόρτα του τείχους για να περνούν οι χριστιανοί που έρχονταν από την εξοχή με τα φανάρια τους.
Οι πασχαλιάτικοι εορτασμοί ήταν ιδιαίτερα σημαντικοί για τους χριστιανούς. Σε διάφορες εποχές και ανάλογα με τις διαθέσεις Τούρκων αξιωματούχων καταλάβαιναν στην καθημερινότητά τους τη σκλαβιά. Ο σοφός Μ. Γεδεών διέσωσε την πληροφορία ότι το 1704 ένας μισοπαράφρων βεζύρης υποχρέωνε τους χριστιανούς να μαυροφορεθούν και να έχουν ένα κουδούνι δεμένο στον πήχυ του χεριού τους[2]!
Ο Καισάριος Δαπόντες (1712) μας έδωσε σπουδαία περιγραφή για το Πάσχα στη Βασιλεύουσα. Το Μεγάλο Σάββατο ο Πατριάρχης έστελνε τον πρωτοσύγκελο με δύο χιλιάδες αβγά για να ζητήσει άδεια για τους επερχόμενους πανηγυρισμούς. Αφού αποσπούσε τη συναίνεση του ανώτατου άρχοντος, την Κυριακή το πρωί τελείτο η Πασχαλιάτικη Πατριαρχική Θεία Λειτουργία. Στη συνέχεια, ο Πατριάρχης και οι αρχιερείς ανέβαιναν στο Συνοδικό για να πιουν τον καφέ τους[3].
Από εκεί περνούσαν οι χριστιανοί που είχαν παρακολουθήσει τη Λειτουργία για να φιλήσουν το χέρι του Οικουμενικού Ηγέτη και να πάρουν το κόκκινο αβγό τους. Κατεβαίνοντας στην αυλή, άρχιζαν τον χορό τους από την αυλή του Πατριαρχείου και χορεύοντας έβγαιναν στα σοκάκια της Πόλης. Το ίδιο συνέβαινε και με τις συντεχνίες. Τρεις ολόκληρες ημέρες εόρταζαν οι χριστιανοί και τους παρακολουθούσαν οι Τούρκοι και οι υπόλοιπες φυλές που παρεπιδημούσαν στην Πόλη. Καμιά φορά έλεγαν πως ερχόταν τοπτίλι, δηλαδή ινκόγκνιτο, και ο βεζίρης. Αυτά όμως συνέβαιναν μέχρι τον 18ο αιώνα, όταν αφαιρέθηκαν τα προνόμια λόγω της διαγωγής των Ελλήνων στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1780).
«Η Σμύρνη των Γραικών» και το Πάσχα στα Ιεροσόλυμα
Έτσι την αποκαλούσαν οι περιηγητές στα μέσα του 18ου αιώνος, όταν ο χριστιανοί πλήρωναν πεντακόσια γρόσια στον Μουσελίμη για να αγοράσουν το δικαίωμα του πανηγυρισμού. Έτσι ήταν ελεύθεροι να εορτάσουν το Πάσχα τους στα σπίτια και τους δρόμους. Τη νύκτα του Σαββάτου προς την Κυριακή πλήθη χριστιανών γέμιζαν τις δύο εκκλησίες. Οι περισσότεροι έβαζαν στο στόμα τους ό,τι είχαν μαζί τους, αφού δεν άντεχαν πλέον τη νηστεία που είχαν τηρήσει με ευλάβεια σαράντα ημέρες. Επί τρεις ημέρες δεν ακουγόταν τίποτε άλλο στους δρόμους, στις αυλές και τα σπίτια από τις φωνές και τα χωρατά των Ελλήνων. Ελληνικοί χοροί στον Φραγκομαχαλά, ασκαύλια, τούμπανα και ντέφια.
Ο Σουηδός Frederic Hasselquist μάς πληροφορεί για τους χιλιάδες Έλληνες που κατέκλυζαν τα Ιεροσόλυμα στα χρόνια της σκλαβιάς. Η ημέρα του Πάσχα του 1750 βρίσκει τους δρόμους της Ιερουσαλήμ πλημμυρισμένους από Έλληνες «που έκαναν χίλιες τρέλες και συναγωνίζονταν ποιος θα ξεπεράσει τον άλλο στο φαΐ και το πιοτό. Πέρασαν τον φράγκικο δρόμο χορεύοντας με συνοδεία μουσικών οργάνων». Μοναδικές στιγμές κατέγραψε ο περιηγητής με τον Έλληνα που ισορροπούσε ένα μπουκάλι γεμάτο νερό και τριαντάφυλλα στο κεφάλι του και τις χαρούμενες κραυγές με το «Χριστός Ανέστη»[4].
Η τελευταία χρονιά
Πάντως, το Πάσχα που έμεινε αλησμόνητο στους σκλαβωμένους ήταν εκείνο της 10ης Απριλίου 1821. Μετά τη Λειτουργία του Πάσχα συλλαμβάνεται, κηρύσσεται έκπτωτος και απαγχονίζεται στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου ο Εθνομάρτυρας Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄. Παραμένει κρεμασμένος για τρεις ημέρες μέχρι ο όχλος να ρίξει το πτώμα του στον Κεράτιο Κόλπο και από εκεί περιπετειωδώς να φτάσει στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών.
Την ημέρα της δολοφονίας του Πατριάρχου η Αθήνα δεν είχε ακόμη ξεσηκωθεί. Οι σκλαβωμένοι απέφυγαν τις δεκάδες εκκλησίες της πόλης και προτίμησαν τα Μοναστήρια της Αττικής και τα ξωκλήσια για να βρίσκονται μακριά από τους Τούρκους. Τα μηνύματα έφθαναν από παντού. Οι Τούρκοι ξεσηκωμένοι προετοίμαζαν σφαγές. Οι Έλληνες καιροφυλακτούσαν και εκείνη η Ανάσταση, για όσους έμειναν εντός της πόλης, εορτάσθηκε με τους αγριεμένους σερασκιέρηδες να σεργιανούν έξω από τις εκκλησίες. Οι ιερείς έψελναν γρηγορότερα το «Χριστός Ανέστη» και οι σκλαβωμένοι κοιτούσαν συνέχεια προς την πόρτα. Την επόμενη Πασχαλιά όλα ήταν διαφορετικά και η Ελλάδα ζούσε τον πυρετό του αγώνα για την ελευθερία.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 22 Απριλίου 2011