Το Ωρολόγιον του Ανδρονίκου – και ναός του Αιόλου και Πύργος των Ανέμων και όπως άλλως θέλετε – οι δημοφιλείς «Αέρηδες» συνεκέντρωνον επί Τουρκοκρατίας πλήθος λαϊκών προλήψεων. Αφού εκεί ήσαν συγκεντρωμένοι όλοι οι αέρηδες, τα αερικά που θέλετε να ευρίσκωνται;
Ως και αυτοί οι Δερβισάδες του Τεκέ – Τεκές είχε καταντήσει το θαυμάσιον μνημείον, το οποίον οι απόγονοί μας ας ευτυχήσουν να το ιδούν κέντρον απεράντου και γραφικού πάρκου – μέσα εις αυτόν περιεστρέφοντο σαν έξω από δω, χορεύοντες τον θρησκευτικόν των χορόν.
Με δυσκολίαν ένας περιηγητής εκράτησε τα γέλια, όταν είδε τους πιστούς να κάθωνται χάμω κυκλικώς, ένας να διδάσκη και να εξυμνή τον Αλλάχ και τον Μωάμεθ και τον Καράμπαμπα και οι άλλοι να μορφάζουν και να κινούνται επιδοκιμαστικώς.
Την διδαχήν επηκολούθησαν άσματα, συνοδευόμενα από δύο ντέφια. Τα άσματα ενθουσιάζουν. Ο ενθουσιασμός κορυφούται. Ένας εξ αυτών σηκόνεται έξαλλος –είνε τέλειος τύπος Ανατολικής καλλονής- τον ακολουθεί και δεύτερος.
Αρχίζουν να χορεύουν. Μετ’ ολίγον όλοι οι πιστοί μικροί-μεγάλοι σηκώνονται σαν να τους ετίναξε μυστικόν ελατήριον, και πιάνονται εις τον χορόν. Ο γενικός χορός δεν διαρκεί πολύ.
Παραμερίζουν όλοι και οι δύο πρώτοι αρχίζουν να στρηφογυρίζουν. Φεύγει και ο δεύτερος και εξαξολουθεί ο κορυφαίος πάντων να γυρίζη –φορεί πράσινα και έχει μεγάλον άσπρον σαρίκι – έως ότου καταπίπτει αναίσθητος εις τας αγκάλας των πιστών. Λέγει μερικάς ακαταλήπτους λέξεις, αι οποίαι βεβαίως είνε προφητικαί.
Εξέρχεται ο περιηγητής υπερπηδών μακράν και πολλαπλήν σειράν εμβάδων, που είνε παρατεταγμέναι εις την εξώπορταν, υπεράνω της οποίας υπάρχει με ωραία μαύρα γράμματα, επί ερυθρού εδάφους, το περίφημον «Ένας είνε ο Αλλάχ, κ.λ.» και αφού αποθαυμάζει την ωραίαν κληματαριάν της αυλής, φεύγει καταζαλισμένος.
Δεν ελησμόνησεν όμως ποτέ την μυστικήν γοητείαν του σκοτεινού Τεκέ, που εδέχετο ολίγας ακτίνας ηλίου μόνον από μικράν θυρίδα επί της ΜΔ πλευράς. Θέλετε τώρα να ειπούμεν, ότι μετά την εγκατάστασιν του Βασιλείου το Ωρολόγιον έγεινε Μουσείον; Θέλετε να ομιλήσωμεν διά τας αξιεπαίνους προσπαθείας της Αρχαιολογικής Εταιρείας, όπως το Ωρολόγιον δεικνύη και πάλιν εις τους Αθηναίους, ότι η ζωή των περνά;
Διά την θαυμασίαν σχετικήν μελέτην του υπερόχου ναυτικού και κλασικού συγγραφέως μας Λεωνίδα Παλάσκα; Διά την αρχήν της εκτελέσεως και την υπερηφάνειαν του φύλακος που εδείκνυε το νέον θαύμα, συνδυάζων το νερόν της Κλεψύδρας με τους Αγίους Αναργύρους της Ακροπόλεως και τους πέριξ ανέμους;
Προτιμώμεν να επανέλθωμεν εις τους θρύλους. Και έλεγεν η γρηά εις τον εγγονόν της: «Βλέπεις, παιδί μου, γιούρου-γιούρου τους αέρηδες; Αυτοί είνε, παιδί μου, κακά στοιχειά. Εδώ μια φορά, τον καιρό της μαμίτσας μου, φέρανε και αφίσανε η Καλοκιουράδες την άμοιρη την Κλίνω, που την είχαν αρπαγμένα στο αλώνι, που πέρασε καταμεσήμερα. Την κρατήσανε μια βδομάδα. Τα μαλλιά της ήτανε μπερδεμένα και ανεμισμένα σαν τα φρύγανα, μιλιά δεν μπορούσε να βγάλη από το στόμα της και ο νούς της είχε σαλέψει. Σε άλλη μια βδομάδα που ήρθε στα συγκαλά της, άρχισε να τους λέη το και το… Βλέπεις, παιδί μου, αυτόν εκεί τον άνεμο; Αυτός ρίχνει της εληές, εκείνος ο άλλος ξεραίνει τ’ αυλάκια…
Και όλοι, ο ένας μετά τον άλλον, ακούουν το κατηγορητήριον της γρηάς. Τον Βοργιά όμως δεν τον εκατηγόρησε. Τον έδειξε μόνον, εκούνησε το κεφάλι της και αναστέναξε. Γιατί γρηά στενάζεις; Η ανεμοζάλη των χρόνων που εκύρτωσαν την ράχιν της δεν κατώρθωσαν να καταπνίξουν τον γλυκύν ήχον που κάθε τόσον τριγυρίζει στον νούν της:
Στου Βοργιά το παραθύρι
έβγα να σε ίδω…
Και ευθύς πάλιν χαμογελά σαρκαστικώτατα, όταν ενθυμήται την άπιστον εκείνην, που διά να ειδοποιήση τον άκριτον εραστήν, που κτυπά σιγά-σιγά την πορτίτσα της, ότι υπάρχει μέσα και σύζυγος σηκώνεται από το κρεββάτι της και προσφωνεί τον Βοργιά:
Άνεμε και κυρ Βοργιά
Μη χτυπάς την πόρτα μου
Κι’ άντρας μου σακκί δεν ηύρε
Και στο μύλο δεν επήγε…[1]