Ο θρίαμβος τους ερασιτεχνισμού! Έτσι θα ημπορούσε να χαρακτηρισθή συνοπτικώς -εξαιρουμένου του καθαρώς μουσικού τμήματος- η επιθεώρησις (;) «Οδός Ονείρων» του κ. Μάνου Χατζηδάκι, εις την οποία τα κείμενα των σκετς έχουν γράψει ο συνθέτης και ο σκηνοθέτης, τους στίχους των τραγουδιών ο συνθέτης και ένας σκιτσογράφος, τον δε σαιξπήρειον μονόλογον ένας λαμπρός ηθοποιός, ενώ, εκ παραλλήλου, ένας άριστος χορευτής… απαγγέλλει ποιήματα και άνθρωποι χωρίς φωνήν εκτελούν τα τραγούδια!
Γενικώς, ημπορεί κανείς να ειπή, ότι από το θέαμα, που παρουσιάζει το «Μετροπόλιταν», λείπει ο συγγραφεύς· και βεβαίως την έλλειψίν του δεν ημπορεί να αναπληρώσουν ο συνθέτης, οι σκηνοθέται και οι ηθοποιοί, οι οποίοι, κατά ένα τρόπον, παρουσίασαν επί σκηνής τα καθημερινά αστεία της παρέας των και τας προσωπικάς αντεγκλήσεις των με άλλον συνθέτην – πράγματα, δηλαδή, που δεν ενδιαφέρουν καθόλου τον θεατήν.
Το όνειρον του κ. Μάνου Χατζηδάκι (αφού όλοι έχουν τα όνειρά των!) ήτο να πραγματοποιήση, ως φαίνεται, ο ίδιος, ως συνθέτης-συγγραφεύς, το «ολοκληρωτικόν αριστούργημα» του ελαφρού θεάτρου. Αλλ’ αυτόν το είχεν επιδιώξει, προ 100ετίας, εις τον τομέα του μελοδράματος, ένας μουσικός κολοσσός ονόματι Ριχάρδος Βάγνερ, και απέτυχε· το μόνον δε που απέμεινεν από την προσπάθειάν του ήτο η μουσική, η οποία και αυτή εζημιώθη, εις ωρισμένα σημεία, από τα ανιαρά κείμενα. Εκεί, λοιπόν, που απέτυχεν ο Ριχάρδος Βάγνερ, ήτο ποτέ δυνατόν να επιτύχη -έστω και εις το κατώτατον είδος του μουσικού θεάτρου- ο κ. Μ. Χατζηδάκις;… Το αστείον είναι, ότι και πάλιν, το μόνον που θα μείνη από την «Οδόν των Ονείρων» είναι η μουσική (ένα σημαντικό, τουλάχιστον, μέρος της), διότι φέρει την σφραγίδα του ταλάντου και -επί τέλους!- της αρμοδιότητος.
Ιδιαιτέρως, μάλιστα, η μουσική του «νέου χορού Χάτζη-Χάτζη (διατί όχι και «δάκι-δάκι»;), η μουσική του ταγκό της πρώτης πράξεως -που χρειάζεται όμως κάποιο κτένισμα εις την ενορχήστρωσιν- ο χασάπικος του «Άστρους της Ανατολής», το νοσταλγικόν τραγούδι του Κυρ-Μιχάλη, καθώς και εκείνο του «Αερικού» (άσχημα ανεβασμένου) και του «Τραίνου που έφυγε», πρέπει να έχουν μεγάλην επιτυχίαν, παρ’ όλας τας βλακώδεις ασυναρτησίας των στίχων των («Δος μου τα μαλλιά σου να τα κάνω προσευχή…», «Πάει έφυγε το τραίνο, έφυγες και συ, σε γαλανό νησί!…» κ.λ.π.).
Από την λοιπήν παράστασιν, εξαίρεσιν μεταξύ των φλυάρων και ανοήτων «σκετς» αποτελεί το όνειρον της «Ιδανικής Συζύγου» με την νοστιμωτάτην σάτυραν των διαφημίσεων (αλλά και αυτό ο πιανίστας σύζυγος, με την απίθανον ερωμένην, το καταστρέφει, τελικώς), καθώς και το «Πώς θάθελα να είχα και ένα και δύο…» (σάτυρα της δημοτικότητος των «Παιδιών του Πειραιά»). Ο «Ηθοποιός», όμως, με την δήθεν φιλοσοφικήν παρλάταν που έγραψεν ο κ. Δ. Χορν, ήτο εξόχως αποτυχημένος (όπως άλλως τε και η μουσική του), εκτός από την αστειοτάτην σάτυραν της «πατριωτικής επιθεωρήσεως.
Το «Όνειρο της Οθόνης» είναι μάλλον φλύαρον και κουραστικόν, η δε προβολή της ταινίας, αν και σατυρίζει τα «φιλμ φουστανέλλας», δεν έτυχε της καταλλήλου αξιοποιήσεως. Αι «Αδελφαί Τατά» και το «Όνειρο για Τεδδυμπόϋδες», τελείως ανόητα και ασυνάρτητα – ακόμη και ως μουσική, Τέλος, το μελαγχολικόν «Πάρτυ» δεν προσφέρετο για φινάλε· και κανείς δεν εκατάλαβε διά ποίον λόγον η κ. Μάρω Κοντού, που ενεφανίσθη με τόσο μπρίο εις το φινάλε της α’ πράξεως, έπρεπε να μας αποχαιρετίση με το «πουλί που… λαλεί σκοτωμένο».
Κατ’ αντίθεσιν προς τα επί του θεάτρου πενιχρότατα σκηνικά, το εκατέρωθεν της πλατείας προεκτεινόμενον σκηνικόν του κ. Μ. Αργυράκη είναι επιτυχές και δημιουργεί συμπαθή ατμόσφαιραν. Επειδή δε το όλον θέαμα -ως απεδεικνύετο και εκ του κατά πλειοψηφίαν κυβερνητικού κοινού μετά της σχετικής κλάκας- ήτο ένα είδος παραστάσεως της Ευνοιοκρατίας, δεν εστερείτο ίσως υπερβολικής σημασίας το κατά τα άλλα ακατανόητον αστείον των κλεπτών, που διέτρεχαν κάθε τόσον την σκηνήν και την πλατείαν, καταδιωκόμενοι ματαίως από δύο αστυνομικούς.