Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Είναι πλέον κοινή η παραδοχή ότι στις ημέρες μας η οδός Ερμού ανέκτησε πλήρως τον χαρακτήρα του πιο δημοφιλούς και κεντρικού εμπορικού δρόμου της πρωτεύουσας και όχι μόνο. Με πολυάριθμα καταστήματα διεθνών και εγχώριων εμπορικών σημάτων, προσελκύει χιλιάδες επισκέπτες καθημερινά, τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό. Οι εικόνες που καταγράφουν οι τηλεοπτικές και φωτογραφικές κάμερες, ιδιαιτέρως τις τελευταίες ημέρες, πέραν της αυτονόητης ευφορίας που προκαλούν στους εμπόρους, μας καλούν να γνωρίζουμε τη μεταμόρφωση των νεώτερων Αθηνών.
Το όνειρο
Γράψαμε ότι ανέκτησε πλήρως τον χαρακτήρα της, διότι η οδός Ερμού, από τα μέσα του 19ου αιώνος και ακόμη περισσότερο στις αρχές του 20ού αιώνος ήταν ένας περίζηλος και κεντρικός εμπορικός δρόμος. Μέχρι του σημείου που η εφημερίδα «Εστία» έγραφε την περίοδο των Χριστουγέννων του 1902 ότι «το τερπνότερον των ονείρων παντός εμποροϋπαλλήλου των Αθηνών είναι να κατορθώσει να γίνει καμμιά φορά έμπορος της οδού Ερμού»[1]!
Είχε δίκιο η εφημερίδα. Διότι η οδός Ερμού θεωρείτο όχι μόνον εμπορικός αλλά και κοσμικός δρόμος. Είχε σχεδιαστεί ως μία από τις κύριες οδούς των Αθηνών, συνδέοντας την πλατεία Συντάγματος και το εμπορικό κέντρο με την πλατεία Μοναστηρακίου και την περιοχή του Ψυρρή. Ο δρόμος αυτός αποτέλεσε την καρδιά του εμπορίου, αλλά και έναν χώρο κοινωνικής συνάθροισης για τους Αθηναίους όλων των εποχών.
Εκστασιασμένος συντάκτης
Μπορεί στην Αθήνα, στα τέλη του 19ου αιώνος να υπήρχαν όλες – όλες 240 άμαξες. Οι άμαξες, όμως, οι οποίες περνούσαν την Ερμού ήταν διάσημες. Ήταν όλες λαντώ με δύο άλογα και οδηγούνταν από αμαξάδες με εντυπωσιακή εμφάνιση: ψηλά καπέλα, μακριές σκούρες ρεντικότες και μπότες ως τα γόνατα. Κρατούσαν με περηφάνια τα μακριά μαστίγια τους και μετέφεραν τους πελάτες και περισσότερο τις πελάτισσες στα καταστήματα της οδού Ερμού.
Πρωταγωνιστούσαν δε τα υφασματάδικα. Εκεί υπήρχαν είδη τα οποία έκαναν τον συντάκτη της «Εστίας» να περιέρχεται σε έκσταση όταν περιέγραφε τα πωλούμενα υφάσματα «τα πλέον ιδιότροπα, τα πλέον πρωτότυπα υφάσματα εις χρωματισμούς και σχήματα, υφάσματα επιδείξεως και απάτης, ολομετάξους γάζας ενός χορού σαν τα άνθη εκείνα, τα συμπαθή δειλινά, τα οποία δεν ζούν παρά μίαν μόνον νύκτα, τρίχαπτα αιθέρια φθοράς, τα οποία μαραίνονται εις την πρώτην πνοήν του ανέμου, χρωματισμούς γραφικούς και ψευδοχρωματισμούς που λάμπουν ως έναστροι ουρανοί την νύκτα κ’ εξαφανίζονται σαν όνειρα με την πρώτην του ηλίου ακτίνα»[2]!
Παροτρύνσεις
Συνέχιζε δε ο εκστασιασμένος ότι «όλα αυτά θα τα εύρη ο τρυφερός των χορών και των δείπνων κόσμος και οι στολισμοί των θεωρείων του Βασιλικού Θεάτρου εις τα εμπορικά της οδού Ερμού, τα οποία αυτάς τας εορταστικάς ημέρας είναι σωστά παρισινά κέντρα, σωστά βιεννέζικα εντευκτήρια»! Η «Εστία» δε παρότρυνε τον κόσμο, πάντα παραμονές των εορτών, να σπεύσει και να περιεργαστεί με άνεση τον πλούτο των ειδών που ήταν προς πώληση «πριν φθάσουν αι παραμοναί των Χριστουγέννων, ότε γίνεται μεγάλη συγκέντρωσις μέχρι συνωστισμού και σαστίσματος εμπόρων και αγοραστών»[3]!
Δηλαδή ήταν τόσο η κίνηση στην οδό Ερμού ώστε τα έχαναν έμποροι και αγοραστές. Γι’ αυτό η εφημερίδα καλούσε να σπεύσουν όσοι επιθυμούσαν να ψωνίσουν τα δώρα τους και διαβεβαίωνε πως τα καταστήματα ήταν καταφορτωμένα «από ό,τι ημπορεί κανείς να επιθυμήση, ό,τι λάμπον και ό,τι πλούσιον, ό,τι κομψόν και ό,τι σοβαρόν, ό,τι παιγνιώδες και ό,τι χρήσιμον»! Προχωρούσε δε ακόμη περισσότερο η «Εστία» γράφοντας πως στην οδό Ερμού οι ενδιαφερόμενες μπορούσαν να βρουν «από το αδαμάντινον στέμμα, το οποίον θα κοσμήση μίαν ωραίαν κεφαλήν δια να την κάμη πλέον ωραίαν» μέχρι «απαστράπτον περιδέραιον το οποίον θα περιβάλη ένα άσχημον λαιμόν, ίνα τον μετασχηματίση ως δια μαγείας εις ωραίον»[4]!
Το «Ερμείον»
Η οδός Ερμού, ο «Μεγάλος Δρόμος», είχε αποκτήσει ιδιαίτερο χαρακτήρα και είχε μετατραπεί σε κύρια εμπορική αρτηρία των Αθηνών. Ωστόσο, τα εμπορικά καταστήματα έφταναν μόνο μέχρι την πλατεία Καπνικαρέας. Εξάλλου, εκείνη την εποχή, η οδός Ερμού φιλοξενούσε κατοικίες γιατρών και δικηγόρων, όπως αυτή του Νικόλαου Στεφανίδη, ενός δικηγόρου που δεν άνοιγε το στόμα του χωρίς να απαγγείλει Ομηρικούς στίχους.
Στη μέση της οδού Ερμού, όπου παλιότερα βρισκόταν το «Ερμείον», είχε εγκατασταθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο αντικαθιστούσε τότε τη Βουλή. Στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, το Συμβούλιο συνεδρίασε εκεί υπό το φως λίγων κεριών, καθώς δεν υπήρχε επαρκής φωτισμός, για να συντάξει την ιστορική προκήρυξη που απαιτούσε την αποδοχή συντάγματος από τον βασιλιά Όθωνα.
Καταστήματα
Σταδιακά, η οδός Ερμού εξελίχθηκε σε εμπορικό κέντρο. Εκεί άνοιξαν καταστήματα όπως αυτό του Ροδόλφου Μάιφαρτ, που έφερε στην Αθήνα τις τέχνες της βιβλιοδεσίας και των κομψοτεχνημάτων από πόλεις όπως η Βιέννη και το Παρίσι. Ο Μάιφαρτ ήταν γνωστός για την αγάπη του στις όμορφες Βιεννέζες, που συχνά συνόδευαν τις παραγγελίες του και γίνονταν αντικείμενο θαυμασμού από τους Αθηναίους νέους.
Δίπλα του βρισκόταν το κατάστημα του Παύλου Μιχαλαριά, που έμεινε γνωστό για την εισαγωγή εκλεκτών υφασμάτων από την Ευρώπη. Οι Αθηναίοι έσπευδαν να αγοράσουν από εκεί είδη πολυτελείας, δημιουργώντας μία παράδοση αγορών που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Δίπλα στο κατάστημα του Μάιφαρτ, βρισκόταν το ζαχαροπλαστείο του Τζίτζικα, διάσημο για τα γλυκά «εργολάβοι» και «πάστες Κοπεγχάγης». Το ζαχαροπλαστείο αυτό ήταν σημείο συνάντησης για τους νέους της εποχής, που καλοπεριποιημένοι και πάντα με λουλούδι στο πέτο, περίμεναν να δουν τις κυρίες που περνούσαν από την οδό Ερμού.
Άλλο διάσημο κατάστημα της εποχής ήταν το «Εργαστήριο του Βουγά», κοντά στην Καπνικαρέα, που προσέφερε παιδικά παιχνίδια και στρατιωτάκια από μολύβι, τα οποία έφερνε από τη Νυρεμβέργη. Αυτά τα στρατιωτάκια αποτέλεσαν τον θησαυρό των παιδιών της εποχής και συνέβαλαν στη διαμόρφωση της παιδικής κουλτούρας στην Αθήνα.
Μεταπολεμικά
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οδός Ερμού γνώρισε σημαντικές αλλαγές. Στην περίοδο της Κατοχής, αρκετά από τα καταστήματα υπέστησαν ζημιές ή εγκαταλείφθηκαν, ενώ η οικονομική δυσπραγία επηρέασε την εμπορική κίνηση. Με την απελευθέρωση, η Ερμού άρχισε να ανακάμπτει, καθώς έγινε και πάλι κέντρο εμπορίου και συνάθροισης. Στη δεκαετία του 1950 και 1960, εμφανίστηκαν σύγχρονα καταστήματα μόδας και μεγάλοι εμπορικοί οίκοι, που έδωσαν στην οδό μια πιο κοσμοπολίτικη εικόνα. Η Ερμού εξελίχθηκε σε σύμβολο της αστικής ανάπτυξης της μεταπολεμικής Αθήνας.
Η πεζοδρόμηση της Ερμού, που ολοκληρώθηκε τη δεκαετία του 1990, υπήρξε μια πολυτάραχη διαδικασία γεμάτη προκλήσεις και αντιπαραθέσεις. Η αρχική ιδέα ήταν να δημιουργηθεί ένας εμπορικός πεζόδρομος, που θα εξυπηρετούσε τόσο τους επισκέπτες όσο και τους ντόπιους, προσφέροντας έναν πιο άνετο χώρο για ψώνια και περίπατο. Ωστόσο, η πρόταση συνάντησε αντιδράσεις από τους ιδιοκτήτες καταστημάτων και τους οδηγούς, που ανησυχούσαν για την πρόσβαση και τη μείωση της κίνησης. Παρά τις δυσκολίες, το έργο προχώρησε, και σήμερα η πεζοδρόμηση της Ερμού θεωρείται μια από τις πιο επιτυχημένες αστικές παρεμβάσεις στην Αθήνα.
Γιορτινή οδός
Η οδός Ερμού είχε πάντα έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα κατά τις ημέρες των Χριστουγέννων. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, ο δρόμος γέμιζε με στολίδια και φώτα, δημιουργώντας μια γιορτινή ατμόσφαιρα. Τα καταστήματα διαγωνίζονταν στις βιτρίνες, παρουσιάζοντας τα πιο εντυπωσιακά εμπορεύματα, ενώ οι μυρωδιές από κάστανα, κουραμπιέδες και μελομακάρονα πλημμύριζαν τον αέρα. Οι Αθηναίοι συνέρρεαν στην Ερμού για να αγοράσουν δώρα και να ζήσουν την εορταστική εμπειρία.
Σήμερα, η οδός συνεχίζει αυτή την παράδοση, με τον δρόμο να στολίζεται με λαμπιόνια και γιρλάντες, και οι βιτρίνες να μαγεύουν μικρούς και μεγάλους. Οι μουσικοί του δρόμου προσθέτουν μελωδίες στην ήδη γιορτινή ατμόσφαιρα, ενώ οι περαστικοί απολαμβάνουν ζεστά ροφήματα και πρόχειρα φαγητά του δρόμου, κάνοντας την Ερμού το κέντρο της χριστουγεννιάτικης χαράς στην Αθήνα.