Ο βρακοφόρος δημοτικός άρχων μπάρμπα Θανάσης Ελευσινιώτης

Ο ανεπανάληπτος δημοτικός πάρεδρος και οι περιπέτειές του στο Ληξιαρχείο Αθηνών

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Αθανάσιος Ελευσινιώτης

Ήταν ένας αγαθός Πλακιώτης. Από τους τύπους εκείνους που δεν κατέγραψε η σύγχρονη ιστορία, παρά το γεγονός ότι αγαπήθηκαν από την κοινωνία και άφησαν τη σφραγίδα τους στην Αθήνα κατά το γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα. Απέριττος και αφελής ο μπάρμπα Θανάσης Ελευσινιώτης (1819-1901) φορούσε την παλιά βράκα και λευκές περικνημίδες, τα ιδιόρρυθμα εκείνα υποδήματα που αποτελούσαν την υπερηφάνεια όλων των βρακάδων. Φορούσε όμως και ψηλό φέσι με πυκνή γαλάζια φούντα. Μολονότι πολλές φορές παρακινήθηκε δεν πείσθηκε να βγάλει το Πλακιώτικο φέσι και τη βράκα του. Μόνον στις επίσημες περιστάσεις το αντικαθιστούσε με καπέλο.

Μικροί και μεγάλοι, άνδρες και παιδιά τον χαιρετούσαν με σεβασμό και με χαμόγελο αγάπης και συμπάθειας. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός γιατί πάντα έβρισκε έναν καλό λόγο να πει, μια παλαιά ιστορία να διηγηθεί, ένα εύθυμο επεισόδιο ν’ αναφέρει στον κύκλο των φίλων και συμπολιτών του. Ήταν τόση η εκτίμηση που έτρεφαν στον μπάρμπα Θανάση οι Αθηναίοι ώστε τον εξέλεξαν στο αξίωμα του πρώτου παρέδρου –ένα είδος αντιδημάρχου της εποχής- του Δήμου Αθηναίων. Και μάλιστα στις δημοτικές εκλογές του 1895, παραμονές των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων, γεγονός που έκανε ευτυχή και υπερήφανο τον αγαθό γέροντα.

Η εκλογή του

Γεννημένος δύο χρόνια πριν από την ελληνική επανάσταση, το 1819, όταν εκλέχθηκε για πρώτη φορά δημοτικός σύμβουλος στην Αθήνα ήταν ήδη 76 ετών. Όπως όλοι οι κάτοικοι των Αθηνών έτσι κι εκείνος βρέθηκε παιδί, στα δύσκολα χρόνια της επανάστασης στην Αίγινα. Στο Ορφανοτροφείο του Καποδίστρια. Εκεί έμαθε μερικά κολλυβογράμματα και όταν επέστρεψε στην πόλη άνοιξε παπουτσάδικο και ύστερα ένα υαλεμπορικό κατάστημα. Αλλά δεν ήταν προορισμένος για έμπορος. Αναγκάστηκε να πουλήσει τα κτήματά του για να ξεχρεώσει τους πιστωτές και να κλείσει το κατάστημα με αξιοπρέπεια. Η ψυχή του παρέμεινε αγαθή μέχρι το τέλος.

Εκεί που δεν είχε τα απαραίτητα για να περάσει ο ίδιος, δεν ξεχνούσε Χριστούγεννα και Πάσχα να φροντίζει τους φτωχούς της πόλης που έζωναν το σπίτι του. Του άρεσε δε να λέει πως τα λίγα χρήματα που έδινε προέρχονταν από τον Δήμο! Δεν έλειψε ποτέ από τα δημοτικά του καθήκοντα. Όταν η οικογένειά του ανησυχούσε από ενδιαφέρον και τον ρωτούσε γιατί έτρεχε χειμώνα καλοκαίρι, με ζέστη και με κρύο τους έλεγε: ― Μα με ετίμησαν οι άνθρωποι και με εξέλεξαν. Αυτό μόνο κέρδισα στον κόσμο, την γενική αγάπη! Αντιμετώπιζε τα πάντα με στωικότητα και οι απαντήσεις του είχαν πάντα τοπ πνεύμα της αγάπης και της γραφικότητας.

Οι δημότες της πόλης δεν είχαν ξανασυναντήσει πιο πρόθυμο άνθρωπο για να τους τελειώνει τις υποθέσεις και να διευκολύνει την εργασία τους. Δεν είχε χέρια να βάζει υπογραφές! ― Έχουν ανάγκη της υπογραφής μου και περιμένουν τόσοι άνθρωποι στο Δημαρχείο, έλεγε στους δικούς του, έβαζε το φέσι του και αναχωρώντας μονολογούσε: ― Το καθήκον, προ πάντων το καθήκον.

Ληξίαρχος

Το μεγάλο πρόβλημα της εποχής του ήταν η μεγάλη λειψυδρία και κάποια φορά που δημάρχευε τον ρώτησαν οι φίλοι του για το νερό. ― Τι να σας κάμω βρε παιδιά, έλεγε, μην τρώτε πολλές σαρδέλες για να μη διψάτε! Όταν συνέβαινε να αναπληρώνει τον συχνά απουσιάζοντα στο εξωτερικό δήμαρχο Αθηναίων Λάμπρο Καλλιφρονά, με περισσή αυταρέσκεια έσπευδε να ασκήσει τα υψηλά του καθήκοντα με θρησκευτική ευλάβεια. Εξάλλου, πρώτος πάρεδρος στην Αθήνα δεν ήταν αστεία υπόθεση. Ιδιαίτερα όταν ανέλαβε την υπηρεσία της κύρωσης των πιστοποιητικών του Ληξιαρχείου.

Ο αγαθός γέροντας υποτίθεται ότι γνώριζε τους συμπολίτες του περισσότερο από κάθε άλλον και κρίθηκε κατάλληλος αφού η επικύρωση πιστοποιητικών –ιδιαιτέρως για ταυτότητες- έδιναν πάντα αφορμές για αρνητικά σχόλια. Ήταν τέλη του 19ου αιώνα, όταν η υπηρεσία του δημοτολογίου και του ληξιαρχείου στην Αθήνα λειτουργούσαν ακόμη με …ανατολίτικους ρυθμούς. Οι Έλληνες δεν είχαν ακόμη συνειδητοποιήσει τη σπουδαιότητα των εγγραφών στα δημοτικά κατάστιχα.

Η πόλη των Αθηνών τέλη 19ου αιώνα.

Οι συνθήκες

Πέρασαν πολλά χρόνια και χρειάστηκαν σκληρές νομοθετικές ρυθμίσεις ώστε το σύστημα να προσαρμοστεί στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η πλημμελής λειτουργία του έφτανε στο σημείο το 1870, όταν η πόλη είχε επισήμως πληθυσμό 48107 κατοίκους στη ληξιαρχικά βιβλία να σημειώνονται μόνον 32 γάμοι, ενώ το 1889 με υπερδιπλάσιο πληθυσμό οι γάμοι –σύμφωνα με τα βιβλία- δεν υπερέβησαν τους 100! Σύμφωνα με έναν νόμο που είχε εκδοθεί το 1856 χρέη ληξίαρχου ασκούσαν οι δήμαρχοι, πολλοί από τους οποίους –κυρίως στις επαρχίες- ήταν αγράμματοι. Στην Αθήνα ευτυχώς οι δήμαρχοι ήταν εγγράμματοι, αλλά χρέη ληξίαρχων ασκούσαν οι αποκαλούμενοι πρώτοι πάρεδροι.

Έτσι, ο Ελευσινιώτης, κατέλαβε ένα μικρό θάλαμο στο δημαρχιακό κατάστημα. Η θέση δεν ήταν έμμισθη αλλά ήταν επικερδής. Είχε βρει τρόπο ο γέροντας να αποζημιώνεται για τις παρεχόμενες πιστοποιήσεις. Μπροστά του είχε ένα φλιτζάνι του καφέ, σχεδόν πάντα άδειο και δίπλα του ανοιχτό ένα συρτάρι. Πάντα ο αγαθός Ελευσινιώτης χωρίς κανένα δισταγμό έδινε τα πιστοποιητικά, αδιαφορώντας παντελώς ποιοι ήταν αυτοί που τα ζητούσαν και ακόμη περισσότερο για τις συνέπειες που μπορούσαν να έχουν οι πιστοποιήσεις του. Ενδιαφερόταν μόνον όποιος έπαιρνε πιστοποιητικό να καταθέτει στο πιατάκι του φλιτζανιού του 15 λεπτά «ως προσφοράν ούτως ειπείν του καφέ εις τον δημοτικόν πάρεδρον».

Το «ακαταλόγιστον»!

Μόλις απομακρυνόταν ο «πελάτης» έριχνε τα χάλκινα κέρματα στον μπεζαχτά του, μέσα στο συρτάρι. Και αν κανείς λησμονούσε την υποχρέωσή του έσπευδε ο μπάρμπα Θανάσης να του το θυμίσει: «Α, ούτε τον καφέν δεν θα πληρώσεις παιδί μου;». Τα πράγματα κυλούσαν ομαλά και τα πιστοποιητικά εκδίδονταν ανεξέλεγκτα. Ζωντανοί εμφανίζονταν πεθαμένοι και πεθαμένοι ως ζωντανοί. Αλλά έφτασε και η μέρα που τα αποτελέσματα των πιστοποιητικών έφτασαν μέχρι το γραφείο του ανακριτή. Ο μπάρμπα Θανάσης κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις.

― Είναι αυτή η υπογραφή σου; ρωτάει ο ανακριτής. ― Βεβαίως είναι, του απαντά ο Πάρεδρος. Όταν ο ανακριτής του έκανε λόγο για τις ευθύνες που είχε και τις κατηγορίες που του αποδίδονταν, η απάντηση ήταν αφοπλιστική και την κατέγραψε σε ένα σημείωμά του ο Θ. Βελλιανίτης: ― Α, γι’ αυτά τα δύο πιστοποιητικά με φέρατε εδώ; Αμ εγώ τέτοια έχω υπογράψει είκοσι χιλιάδες. Είναι έγκλημα γιατί έδωκα πιστοποιητικά σ’ αυτούς που τα ‘χουν ανάγκη; Μνήσθητί μου Κύριε, κατέληξε ο μπάρμπα Θανάσης και άρχισε να σταυροκοπιέται. «Ξερός» ο ανακριτής κατάλαβε τι συνέβαινε και τον άφησε να φύγει «θεωρήσας αυτόν ακαταλόγιστον»!

Η επανεκλογή του

Εξέθεσε πάλι υποψηφιότητα, για δεύτερη φορά, στις δημοτικές εκλογές του 1899. Παρά το γεγονός ότι ο υποψήφιος δήμαρχος Σπύρος Μερκούρης τον πίεζε αφόρητα να μπει στο συνδυασμό του φοβερίζοντάς τον ότι θα τον χτυπήσει εκλογικά, ο μπάρμπα Θανάσης με στωικότητα επέμενε: ― Χτύπα με όσο θέλεις κυρ Σπύρο μου, αλλά εγώ έδωσα υπόσχεση. Μπορεί του λόγου σου να ‘σαι καλύτερος, αλλά πάει πλέον, έδωσα τον λόγο μου στον Καλλιφρονά. Δήμαρχος εκλέχθηκε ο Μερκούρης και ο μπάρμπα Θανάσης πικράθηκε διότι εκλέχθηκε δεύτερος δημαρχιακός πάρεδρος.

Σύντομα όμως ξέχασε την πίκρα του και συμμετείχε ενεργά στο δημοτικό συμβούλιο. Όταν επανεκλέχθηκε είχε πατήσει τα 80 και δεν πρόλαβε να τελειώσει τη θητεία του. Εξάλλου, φαινόταν πλέον ως μια ευχάριστη αλλά παρακμασμένη νότα από το παρελθόν. Μόνος ανάμεσα στους φραγκοφορεμένους πάσχιζε να διατηρήσει τα ήθη και τον τρόπο ζωής μιας περασμένης εποχής. Έφυγε από τη ζωή στις 25 Σεπτεμβρίου 1901 αγκαλιά με την αγάπη του κόσμου. Η κηδεία του έγινε με έξοδα του Δήμου Αθηναίων. Ένα επίδομα που είχε ψηφιστεί από το δημοτικό συμβούλιο «δια την ευδόκιμον υπηρεσίαν» του δεν το εισέπραξε ποτέ διότι απορριπτόταν από τον νομάρχη.