Κάποιος είπε: Όταν πεθαίνη ένας μεγάλος δραματικός ηθοποιός, δεν μας κάνει εντύπωσι· θα έχη πεθάνει καμμιά πενηνταριά φορές επί σκηνής κατά την διάρκεια της σταδιοδρομίας του και μας έχει συνηθίσει. Δεν είναι όμως διόλου το ίδιο με τους μεγάλους κωμικούς, που μας χαρίζουν την ευθυμία, την χαρά, το γέλιο, δώρα γεμάτα ζωντάνια. Όταν ακούμε ξαφνικά, ότι απέθαναν, μένουμε κατάπληκτοι και βαθύτατα θλιμμένοι. Κατά τον θρύλο, ο Μολιέρος ξεψύχησε στην σκηνή, παίζοντας τον «Κατά φαντασίαν ασθενή» -την τελευταίαν του κωμωδίαν. Σύμφωνα με την παράδοσι, μάλιστα, το κοινόν αντελήφθη, ότι ο Μολιέρος απέθνησκε εκείνη την ώρα, και από την πλατεία κάποιος εφώναξε:
-Κουράγιο, Μολιέρο!…
Η Βρεταννική Εγκυκλοπαίδεια, όμως, λέει, ότι απέθανε, μετά την παράστασι, στο σπίτι του. Όπως και νάναι, η τρομερή εντύπωσι στάθηκε η ίδια. Και τον θάνατο του Μολιέρου, καθώς και τον αντίλαλο που είχε, μου θυμίζει το τέλος του αγαπητού μας και πολυθρήνητου Λογοθετίδη. Δεν πέθανε στο σανίδι, όπως θα ήταν το φυσικώτερο πράγμα του κόσμου –κατόπιν του πείσματος να μην αφήση την σκηνή, για μια μικρή ανάπαυσι, που του είχε γίνει απαραίτητη- αλλά την ώρα, που ετοιμαζόταν να πάη στο θέατρο, να πεθάνη εκεί. Γιατί, αν ο Μολιέρος έπαιζε, όταν απέθανε, τον «Κατά φαντασίαν ασθενή», ενώ ήταν πράγματι άρρωστος, ο Λογοθετίδης έπαιζε τον κατά φαντασίαν υγιή, ενώ ήταν του θανατά. Επί εβδομάδες ήταν πέρυσι άρρωστος, στην κλινική Σμπαρούνη· και τυλιγμένον στης κουβέρτες τον έπαιρναν από κει – κατά προσταγήν του! – για να τον πάνε στο καμαρίνι του, να βάλη τα ρούχα της κωμωδίας και να παίξη.
Είχα πάει, τότε να τον επισκεφθώ και τον εξώρκιζα να προσέχη λίγο περισσότερο τον εαυτό του. Μάταια λόγια: Το σανίδι, τον μεγάλο του έρωτα, το είχε βάλει επάνω από την ζωή του. Στην Αμερική, που την διεσχίσαμε όλη μαζή, από πολιτεία σε πολιτεία, εγύριζε με σφικτή ζώνη στην κοιλιά του, για να συγκρατή μία μετεγχειρητική κήλη· και δεν εννοούσε να πάη σε μία κλινική να την τακτοποιήση, για να μη λείψη από την σκηνή λίγα βράδυα…
Η είδησι του θανάτου του, με βρήκε, την νύχτα του Σαββάτου, σ’ ένα χορό… Όλοι γύρω μου απόμειναν σαν παγωμένοι. Σ’ ένα μεγάλο κύκλο, στα τραπέζια, έσβυσε, χωρίς υπερβολή, το κέφι. Κι’ αν το έρμα των αμούσων δεν ήταν αρκετά βαρύ, μπορούσε και να σταματούσε ο χορός. Ένας κύριος, γνώριμος του Βασίλη, είπε, σκουπίζοντας ένα δάκρυ:
-Το τέλος μια μακράς αυτοκτονίας…
Ο Λογοθετίδης το αγνοούσε. Το πάθος του για την σκηνή δεν τον άφινε να διακρίνη το φάσμα του θανάτου, που προχωρούσε με σταθερό βήμα. Εσχεδίαζε ν’ ανεβάση και να παίξη τον «Κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου. Να ήξερε, αρά γε, το ιστορικό αυτού του έργου, σχετικά με τον θάνατο του δημιουργού του;…
Η Σαπφώ Αλκαίου, μία φανατική λάτρις της τέχνης του Θεάτρου, μου είπε κάποτε:
-Όταν πεθάνω, θάθελα να πάη το κρανίο μου στα χέρια κανενός φροντιστή θεάτρου, να το βγάζη στον «Άμλετ» στη σκηνή των νεκροθαπτών!… Να παίζω και νεκρή!…
Ο Βασίλης θα μπορούσε να εκφράση τον ίδιο πόθο. Έζησε στο θέατρο και για το θέατρο. Επί χρόνια, από την εποχή της μεγάλης του επιτυχίας με τον «Αγνό Γλεντζέ», η ζωή του άρχιζε, κάθε βράδυ, από την στιγμή, που ετελείωνε το μακιγιάρισμά του και ο οδηγός της σκηνής τον ειδοποιούσε· και ετελείωνε, όταν έπεφτε η αυλαία της τελευταίας πράξεως του έργου. Η άλλη ζωή του έξω από της ώρες αυτές, έξω από το θέατρο, ήταν ασήμαντη, σαν του πιο ασήμαντου ανθρώπου του πλήθους. Μάταια θ’ αναδιφήσουν οι αναγνωσματογράφοι, να βρουν στο βίο του ρωμαντικές ή δραματικές ερωτικές περιπέτειες. Θα μπορούσε να πη κι’ ο ίδιος σαν το πρόσωπο μιας κωμωδίας, που είχε παίξει, αν του μιλούσε καμμιά για έρωτα:
-Πόσο θα σ’ αγαπούσα, καϋμένη, αν είχα καιρό!…
Τον καιρό του τον έτρωγε το θέατρο, δοκιμές και παραστάσεις· κι’ έπειτα (όταν ο εγχώριος κινηματογράφος άρχισε να κάνη ταινίες της κωμωδίες του) τα γυρίσματα. Πως στάθηκε και τι έδωσε το νεοελληνικό θέατρο, θα προσπάθησω να το πω σ’ άλλο σημείωμα. Γιατί το πρώτο που έχω να κάμω, είναι να ευχηθώ να είναι ελαφρό το χώμα που τον εσκέπασε, σαν της εληάς το φύλλο, σαν της δροσιάς το στάλαγμα[1].