Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στη σύγχρονη ιστορία των αγαπημένων τετράποδων, των σκύλων, εξέχουσα θέση καταλαμβάνει ο τρόπος με τον οποίο εξοντώνονταν κατά εποχές. Η βαναυσότητα με την οποία αντιμετωπιζόταν ο πληθυσμός των αδέσποτων είναι απερίγραπτη. Μία σελίδα γραφόταν στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν άπαντες θεωρούσαν ως έργο εκπολιτισμού την εφεύρεση ενός νέου και ανώδυνου κατά την άποψη των υπευθύνων τρόπου για την εξόντωση των σκύλων. Ένα είδος κρεματορίου, τα οποίο καλούνταν να αντικαταστήσει τις φόλες, τις οποίες επισήμως χρησιμοποιούσαν οι αρχές ή το δολοφονικό ρόπαλο του κυνοκτόνου που έκανε τα ζωντανά να υποφέρουν. Το νέο αυτό σύστημα, «ο ασφυκτικός κλωβός των σκύλων» όπως το αποκαλούσαν, παρουσιαζόταν πανηγυρικά στην αθηναϊκή κοινωνία, τον Απρίλιο 1902.
Κατά καιρούς και σε διάφορα σημεία της πόλης εγκαθίστατο ο φοβερός και τρομερός μπόγιας, του οποίου οι δραστηριότητες καθορίζονταν συνήθως με αστυνομικές εγκυκλίους. Εμφανιζόταν δε να υπερδραστηριοποιείται σε περιόδους που εμφανίζονταν κρούσματα λύσσας. Πάντως, στις αρχές του 20ού αιώνα η έδρα του βρισκόταν στην περιοχή του σημερινού Ταύρου, κοντά στις Φυλακές Συγγρού. Μία έρημη και ανθυγιεινή περιοχή. Το «Πλατύ Φρέαρ» όπως την ονόμαζαν και είχε πρόσοψη στην οδό Πειραιώς, εκεί που λίγα χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκαν τα Σφαγεία του Δήμου Αθηναίων.
Εκεί εγκαταστάθηκε, με κάθε επισημότητα, ο περίφημος κλωβός και έγιναν οι πρώτες δοκιμές. Τα έξοδα για την εγκατάσταση και λειτουργία του ανέλαβε η Φιλοζωική Εταιρεία, θεωρώντας πως ήταν ένα έργο απαραίτητο «δια μίαν πόλιν ως αι Αθήναι». Μέχρι τότε εξάλλου, όπως έχουμε γράψει παλαιότερα, οι σκύλοι που συλλαμβάνονταν εξοντώνονταν με δραματικό τρόπο από τον μπόγια. Τα χτυπούσαν με ρόπαλα για να μην καταστρέφεται το δέρμα τους από τη χρήση δηλητηρίων. Σημειωτέον ότι τα δέρματα των σκύλων ανήκαν στον μπόγια, ο οποίος τα εμπορευόταν κερδίζοντας περισσότερα χρήματα! Με το νέο τρόπο εξόντωσής τους, ο οποίος θεωρούνταν ανώδυνος, πίστευαν ακόμη και οι φιλόζωοι ότι τα ζωντανά θα είχαν την παρηγοριά ότι ο θάνατός τους θα ήταν ταχύς και… ανώδυνος.
Τι ήταν όμως ο κλωβός; Ένας κλίβανος ήταν, ο οποίος είχε τοποθετηθεί σε λιθόκτιστη βάση ύψους 80 εκατοστών. Ήταν σιδερένιος, επιμήκης και χωρητικότητας περίπου τριών κυβικών μέτρων. Μέσα στον κλίβανο έμπαινε απευθείας το κλουβί με τα σκυλιά που βρισκόταν πάνω στο κάρο του μπόγια. Ύστερα το στόμιο κλεινόταν αεροστεγώς και άρχιζε η λειτουργία του συστήματος. Ο κλωβός είχε δύο οπές, τη μία στην επάνω πλευρά και την άλλη στην κάτω. Η πρώτη συνδεόταν, μέσω σωλήνα, με την τροφοδοσία του φωταερίου. Η άλλη ανοιγόταν προς τα κάτω για να φεύγει ο αέρας όσο το εσωτερικό γέμιζε με αέριο. Τα δύστυχα ζωντανά πέθαιναν από ασφυξία εντός ενός λεπτού της ώρας. Τα άφηναν για λίγο μέσα στον κλωβό και ύστερα ο μπόγιας παραλάμβανε τα πτώματα.
Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία και ο Τύπος υποδέχονταν τέτοιες ανατριχιαστικές ειδήσεις. «Αι πρώται δοκιμαί έδωσαν θαυμάσια αποτελέσματα καθόσον ο θάνατος δεκαεπτά σκύλων επήλθεν εντός δεκαπέντε δευτερολέπτων» έγραφε ο Τύπος, σχεδόν πανηγυρίζοντας για το επίτευγμα! Ακόμη περισσότερο όμως πανηγύριζε ο απεχθής δήμιος του γένους των κυνών, ο μπόγιας. Διότι με τη νέα μέθοδο θα ελαττωνόταν ο κόπος και θα αυξάνονταν τα κέρδη του, τα οποία ανέρχονταν στο αξιοσέβαστο ποσόν των 600 δραχμών μηνιαίως. Για κάθε σκύλο που συλλάμβανε εισέπραττε 35 λεπτά από την Αστυνομία και 20 δραχμές μηνιαίως από τη Φιλοζωϊκή Εταιρεία. Εξάλλου, εισέπραττε και φιλοδωρήματα από τους ιδιοκτήτες των τετράποδων που έσπευδαν να πάρουν τα ζωντανά τους πριν τα εξοντώσει!