Γράφει ο Ελευθέριος Σκιαδάς
«1771 Ιουλίου 9 αποκεφαλίσθη ο Πακνανάς Μιχάλης». Αυτές οι λίγες λέξεις, που είναι χαραγμένες στον μεσημβρινοανατολικό στύλο του Ολυμπίου Διός αποκαλύπτουν το μεγαλείο ενός νεομάρτυρα του αγιολογίου μας, τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία μας τιμά ως Άγιον Μιχαήλ τον Νέον. Ήταν μόλις 18 ετών όταν αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους και η πόλη καταγωγής του, η Αθήνα, έδωσε το όνομά του σε έναν δρόμο στον Νέο Κόσμο. Ο Δημήτριος Καμπούρογλους και ο Δημήτρης Φερούσης διέσωσαν πολύτιμες πληροφορίες για τη σύντομη ζωή του[1].
Τα παιδικά χρόνια
Ο Μιχαήλ Μπακνανάς γεννήθηκε το 1753 στην Αθήνα και κατοικούσε κοντά στους Αγίους Αποστόλους του Σολάκη, στο Θησείο, στον χώρο της Αρχαίας Αγοράς. Προερχόταν από πολύ φτωχή και ταπεινή οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν κηπουρός και πάσχιζε για το μεροκάματο. Αν και έπαιρνε συχνά τον γιο του στις αγροτικές δουλειές του, επιθυμούσε να τον δει να μαθαίνει γράμματα. Το ίδιο όνειρο άλλωστε είχε και ο ίδιος ο Μιχαήλ. Γι’ αυτό και του άρεσε να παρακολουθεί τη λειτουργία κάθε Κυριακή στην Παναγία τη Βλασσαρού. Και του άρεσε ακόμη περισσότερο που μετά το σχόλασμα της Εκκλησίας ο παπα-Νεκτάριος Πρέντζας μάζευε τα παιδιά στο πεζούλι έξω και τους διηγείτο διάφορες ιστορίες ή τους μάθαινε να ψέλνουν.
Περνώντας ο καιρός, ο πατέρας του ήταν πλέον ανήμπορος να εργάζεται και πλέον αναλαμβάνει ο Μιχαήλ να συντηρεί την οικογένεια. Τη δουλειά του κηπουρού την είχε μάθει καλά και έτρεχε μέρα-νύχτα να πουλήσει τα προϊόντα του στην Αθήνα και τα περίχωρα της Αττικής.
Την εποχή εκείνη η Αθήνα βρισκόταν σε μεγάλο αναβρασμό. Οι Τούρκοι είχαν πολιορκήσει την Ακρόπολη και αρκετοί Αθηναίοι είχαν αρχίσει να ξεσηκώνονται. Στις καρδιές όλων είχε ανάψει για τα καλά η φλόγα της λευτεριάς. Αυτός ο πόθος κυριάρχησε και τον Μιχαήλ που άρχισε να παίρνει μέρος στις κρυφές συνάξεις των Αθηναίων που γίνονταν στο κονάκι του κυρ Αναγνώστη Κυριακού στα Σεπόλια. Εκεί άκουγε και έθρεφε τις γνώσεις του, διδασκόταν και ωρίμαζε.
Μια μέρα μέσα στο καλοκαίρι του 1771, ο Μιχαήλ επέστρεφε σπίτι του ξεθεωμένος από τον κάματο της ημέρας. Ενώ έφτασε στη μεγάλη βρύση της Μπουμπουνίστρας και σταμάτησε για να ξαποστάσει και να πιει νερό, δύο Τούρκοι τού είχαν στήσει καρτέρι και τον συνέλαβαν. Ο νέος είχε πέσει θύμα συκοφαντίας ότι τάχα υποστήριζε με αποστολή τροφίμων τούς επαναστάτες στη Σαλαμίνα ή κατά άλλους ότι προμήθευε με μπαρούτι τους κλέφτες των ορεινών της Αττικής. Μέχρι το πρωί η Αθήνα είχε πληροφορηθεί το συμβάν.
Για παραπάνω από 30 ημέρες ο Μιχαήλ ήταν φυλακισμένος στον Γουλέ. Πάμπολλα μαρτύρια υπέστη από τους Τούρκους, προκειμένου να κατορθώσουν να του αποσπάσουν την ομολογία που θα τον ενοχοποιούσε. Όμως εκείνος ήταν αμετακίνητος.
Μπροστά στην άκαμπτη στάση του αγοριού, οι Τούρκοι παραιτήθηκαν από τα βασανιστήρια και έβγαλαν διάταγμα με το οποίο αποφασιζόταν ο αποκεφαλισμός του. Ωστόσο, ο βοεβόδας δεν βιαζόταν να ξεμπερδέψει με την περίπτωση του νέου. Ως την ύστατη στιγμή προσπαθούσε να τον πείσει να αλλαξοπιστήσει. Η Αθήνα από την άλλη ολοένα και πάσχιζε να σώσει τον δέσμιο. Οι δικοί του άνθρωποι κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να συγκεντρώσουν λύτρα για την ελευθέρωσή του. Όμως τα χρήματα δεν ήταν αρκετά.
Το μόνο που έμενε ήταν κάποιος να τον επισκεφθεί στον Γουλέ και να δώσει θάρρος σε αυτό το γενναίο παιδί που έκανε τα πάντα για να υπερασπιστεί την πατρίδα του. Και αυτό αναλαμβάνει να το κάνει ένας γνωστός του, ονόματι κυρ Γιωργάκης, ο οποίος έμεινε άναυδος με την κατάντια του Ιερού Βράχου της Ακροπόλεως και ακόμη περισσότερο με την όψη του παλικαριού από τη σωματική κακοποίηση.
Ο αποκεφαλισμός
Το πρωί της 9ης Ιουλίου του 1771, δύο φύλακες μπήκαν στο κελί του Μιχαήλ και του ζήτησαν να τους ακολουθήσει. Αφού τον έβγαλαν έξω από τα τείχη, συνοδευόμενο από μεγάλη πομπή, και τον πέρασαν από τις συνοικίες της Πελεχαρίτης, του Ραγκαβά, της Χρυσοκαστριώτισσας και του Αγίου Παντελεήμονα, έφτασαν στο βοϊβοδαλίκι (Διοικητήριο), στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί τον περίμεναν οι Αθηναίοι, που συνέρρευσαν από το πρωί για να αποχαιρετήσουν τον ήρωα και μάρτυρα της πίστης τους.
Ο δήμιος, επειδή ήταν νέος, ήθελε να τον δοκιμάσει και να τον κάνει να δειλιάσει. Σήκωσε τη σπάθα για να του κόψει το κεφάλι και απλώς ακούμπησε τον λαιμό του. Τότε ο Μιχαήλ, πιστός στον Χριστό, του φώναξε: «Κτυπάτε διά την πίστιν»[2]. Έτσι ο δήμιος τον αποκεφάλισε.
Το χρέος του ενταφιασμού ανέλαβε ο παπα-Νεκτάριος, ο πνευματικός του πατέρας. Στο χώρο των Στυλών του Ολυμπίου Διός αποφάσισαν να θάψουν το λείψανο του Μιχαήλ, σε έναν τόπο αναπόσπαστα δεμένο με τη ζωή και την ιστορία της Αθήνας. Εκεί, σε μια από τις κολόνες χάραξε τις λέξεις, όπως συνέβη και με άλλους νεομάρτυρες. Δεν υπάρχει ναός στη μνήμη του, γιατί στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν επιτρεπόταν η ανέγερση νέων εκκλησιών.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 9 Ιουλίου 2011