Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το 1863 έφευγε από τη ζωή, πλήρης ημερών αλλά σε κατάσταση πενίας, ο σύντροφος του Ρήγα Φερραίου, φιλικός, στρατιωτικός, πολιτικός και συγγραφέας Χριστόφορος Περραιβός. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Χατζηβασίλης, αλλά χρησιμοποίησε το Περραιβός για να τιμήσει την πατρίδα του, την αρχαία Περραιβία κοντά στον Όλυμπο, τους Παλαιούς Πόρους (Πούρλες) Πιερίας. Η είδηση που δημοσιευόταν στις εφημερίδες τον Μάρτιο 1863 συγκλόνιζε: «Eις τα έσχατα του βίου ων, κινδυνεύει να αποθάνη από πείναν». Αυτά έγραφε ο δημοσιογράφος και εκδότης Ιωάννης Αγγελόπουλος και αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν «ο Χ. Περραιβός να λιμώττη, ενώ χιλιάδας δραχμών έφαγον οι βαγαμπόνται»!
Το τέλος δεν άργησε να έρθει. Σχεδόν έναν μήνα αργότερα, στις 4 Μαΐου 1863, ο Περραιβός ξεκινούσε το μεγάλο «ταξίδι» σε ηλικία ενενήντα ετών και ο Ι. Αγγελόπουλος τον αποχαιρετούσε σημειώνοντας πως ο μεγάλος εκείνος Έλληνας έφυγε από τη ζωή «εν εσχάτη πενία». Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του αφηγούμενος ιστορικά ανέκδοτα. Πώς έγινε σύντροφος του Ρήγα, για τη σύλληψή του, τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία και την δράση του υπό τις διαταγές του Υψηλάντη.
Τα πρώτα του γράμματα, μέχρι την εφηβεία, έμαθε στην Τσαρίτσανη με δάσκαλο τον ιερομόναχο Ιωνά Σπαρμιώτη. Στη συνέχεια μετακινήθηκε στο Βουκουρέστι, όπου σπούδασε στην ακμάζουσα Ελληνική Σχολή, το Λύκειο ή Ακαδημία Βουκουρεστίου που ήταν ένας πραγματικός και φλογερός πυρήνας ελληνοκεντρικής μόρφωσης. Μεταξύ εκείνων που είχαν αγκαλιάσει τη λειτουργία της, φροντίζοντας ακόμη και για τις κτιριακές της υποδομές, ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο οποίος ως γνωστόν διετέλεσε Ηγεμόνας της Βλαχίας.
Στο Βουκουρέστι συναντήθηκε με τον Ρήγα Φερραίο, το 1793, παρά το γεγονός ότι πλήθος ασαφειών γράφονται σε σύγχρονες μελέτες. Ο Χρ. Περραιβός περιγράφει που, πότε και πως τον γνώρισε, πως μαγεύτηκε και ενθουσιάστηκε από τις ιερές συμβουλές υπέρ του Έθνους και τις παραινέσεις του. Οπότε έγινε θερμός οπαδός, θαυμαστής και συνεργάτης του και τον ακολούθησε στη Βιέννη. Φρόντισε δε, ο Χρ. Περραιβός, να συγγράψει την ολιγοσέλιδη «Σύντομο Βιογραφία του αοίδιμου Ρήγα Φερραίου του Θετταλού» που είναι από τις πλέον αξιόπιστες πηγές πληροφοριών για τον Βελεστινλή.
Συμπεριλήφθηκε σε τεύχος 59 σελίδων που εκδόθηκε το έτος 1860 από τον άνθρωπο που θαύμαζε τον Χρ. Περραιβό και ήδη αναφέραμε, τον Ιωάννη Αγγελόπουλο. Αποτελεί τη βάση του συνόλου των ερευνών που διεξάγονται έως σήμερα για τον Ρήγα Φερραίο, ενώ οι πληροφορίες που παραθέτει -από μνήμης- επιβεβαιώνονται από τα επίσημα αρχεία, κυρίως Αυστριακά, που έχουν μέχρι σήμερα μελετηθεί. Στο ίδιο μικρό τεύχος έχει περιλάβει σύντομη βιογραφία του Αγίου Κοσμά.
Γνώστης της αρχαίας ελληνικής όσο λίγοι σύγχρονοί του, αγαπούσε τις φυσικές επιστήμες και σε ηλικία περίπου 80 ετών, όταν υπηρετούσε στη Λαμία ως συνταγματάρχης (1851-52), παρακολουθούσε στο Γυμνάσιο τα μαθήματα της πειραματικής φυσικής και της μαθηματικής γεωγραφίας. Απάγγελλε από στήθους ομηρικούς στίχους και ο μεγαλύτερος και διακαής πόθος του ήταν η απελευθέρωση της πατρίδας του.
Όσοι τον γνώρισαν θυμούνταν να μιλά για τον τόπο του με δάκρυα, για τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες που περνούσαν οι Έλληνες που παρέμεναν κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Ο διακαής πόθος του, μέχρι τέλους, ήταν η απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας του που είχε παραμείνει υπό τουρκικό ζυγό. «Μετά δακρύων πάντοτε ελάλει περί αυτής και μετά λύπης ανεμιμνήσκετο τας ταλαιπωρίας και τα δεινοπαθήματα των εν δουλεία Ελλήνων» όπως έγραφε η εφημερίδα «Παλιγγενεσία».
Πέρασε τη ζωή του με αγάπη και ομόνοια, ως αληθινός χριστιανός και γνήσιο τέκνο της Ορθόδοξης εκκλησίας. Αφηγείτο με πάθος και εξιστορούσε την προσφορά της Εκκλησίας στο Έθνος. Συνέγραψε την ιστορία της Πάργας και του Σουλίου και πολεμικά απομνημονεύματα σε δύο τόμους, ενώ υπήρξε από τα πλέον δραστήρια στελέχη της Φιλικής Εταιρείας, μυημένος πραγματικά στα μυστήριά της.