Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Από τότε που η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα γνώρισε άφθονους φερέλπιδες σωτήρες. Δεκάδες διεκδίκησαν το αξίωμα του δημάρχου Αθηναίων, υποσχόμενοι στους κατοίκους της πόλης «θαύματα». Ανασύρουμε την άγνωστη περίπτωση του υδραυλικού Ιωάννη Α. Σουμαρίπα.
Μορφή φαιδρή, που λαμποκοπούσε, με μαύρο μουστάκι, μεγάλα μαύρα μάτια και βροντώδη φωνή, φορούσε πάντα μία μακριά πλατιά ρεντιγκότα. Ήταν υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων δύο φορές, οι οποίες φάνηκαν αρκετές για να γράψει τη δική του πιπεράτη ιστορία. Καταγόταν από την Κρήτη, αποκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπως χιλιάδες συμπατριώτες του και διορίστηκε υδραυλικός στον δήμο Αθηναίων.
Ήταν η εποχή που οι κάτοικοι έλεγαν το νερό… νεράκι. Κάποτε, όμως, τον απέλυσαν και εκείνος αποφάσισε να γίνει ευεργέτης της πόλης. Υποσχόταν ότι θα πλημμυρίσει την Αθήνα με γάργαρα νερά. Δεν αποκάλυπτε, όμως, τον τρόπο για να μην τον «κλέψουν» οι αντίπαλοί του. Πρώτη φορά έθεσε υποψηφιότητα το 1891 έχοντας απέναντί του οκτώ ακόμη υποψήφιους, μεταξύ των οποίων και τα δύο «φαβορί» που ήταν ο Μιχαήλ Μελάς και ο Λάμπρος Καλλλιφρονάς[1].
«Δήμαρχος αν γίνω ετούτο τον καιρό / εγώ μόνον γνωρίζω που είναι το νερό / μακράν πολύ δεν είναι, ολίγα βήματα / στον δήμο θα το φέρω με λίγα χρήματα»[2] τραγουδούσε ο υποψήφιος δήμαρχος, φαιδρύνοντας την κατάσταση. Με την απαραίτητη αρωγή του Τύπου, ο Σουμαρίπας το πίστεψε για τα καλά πως θα γίνει δήμαρχος της Αθήνας. Έφτιαξε και «εκλογικό σαλόνι» σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής. Δεχόταν δηλαδή τους ψηφοφόρους στο σπίτι του που βρισκόταν στην οδό Τρικούπη.
Οι διαδηλώσεις που οργανώνονταν για χάρη του υπήρξαν ιστορικές. Ομάδες πενήντα ή εκατό φοιτητών αγόραζαν δεκάλεπτα κεράκια και τα άναβαν μόλις έφταναν κοντά στο σπίτι του τραγουδώντας: «Καημένη δημαρχία στα άσπρα να ντυθείς / τον Γιάννη Σουμπαρίπα για να υποδεχθείς»![3] Ο αγαθός υποψήφιος έβγαινε τότε στο μπαλκόνι για να τους μιλήσει. Τότε στηνόταν πραγματικό πανηγύρι.
Έξαλλοι από ενθουσιασμό, οι διαδηλωτές μπούκαραν κυριολεκτικώς στο σπίτι του Σουμαρίπα, πηδώντας ακόμη και από τα παράθυρα. Βλέποντας την καταστροφή του σπιτιού του, διέκοπτε την αγόρευση για να τους πει: «Μη, βρε παιδιά, από τα παράθυρα, έχει πόρτα το σπίτι!».[4]
.
Ήταν τέτοια η φήμη και τα καμώματα του Σουμαρίπα, ώστε έγινε και κωμωδία. Την έγραψε ο Μακεδόνας Παναγιώτης Δ. Ζάννος με τον τίτλο «Δημάρχου εκλογή»[5]. Αποκάλυπτε μάλιστα τον τρόπο που θα πλημμύριζε με νερά την Αθήνα. Ο «Κουφιοκέφαλος», όπως αποκαλούσε τον υποψήφιο δήμαρχο, θα κατασκεύαζε μία μεγάλη διώρυγα, μέσω της οποίας θα έφερνε το θαλάσσιο νερό από το Φάληρο στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Εκεί θα διαχωριζόταν το αλάτι από το νερό, οπότε θα προέκυπταν δύο προϊόντα: «Αλάτι δημοτικόν και νερόν ανάλατον»! Πάντως, οι ψηφοφόροι δεν εκτίμησαν τις προθέσεις του Σουμαρίπα. Εκείνος όμως επανήλθε στις επόμενες εκλογές (1895), δηλώνοντας πως θα κατατρόπωνε τους αντιπάλους του. Βρήκε μάλιστα και τη συμπαράσταση του Βλάση Γαβριηλίδη, που έγραφε πως «ο κ. Σουμαρίπας δεν είναι εκ των ανθρώπων εκείνων οι οποίοι δίνουν ψευδείς υποσχέσεις», υπονοώντας βεβαίως ότι θα έλυνε το πρόβλημα ύδρευσης των Αθηνών.
Θα επιτύγχανε, δηλαδή, ό,τι δεν είχαν κατορθώσει όλοι οι προηγούμενοι δήμαρχοι μαζί. Αυτό ήταν. Ξέφυγε για τα καλά ο Σουμαρίπας, ο οποίος υποδεχόταν πλέον τους εκλογείς του φορώντας μια μακριά πουκαμίσα. Αλλά επί συνόλου 12.393 ψηφοφόρων μόνον 1.489 ήταν εκείνοι που εκτίμησαν τις ικανότητες του δύσμοιρου υδραυλικού[6].
Ο Σουμαρίπας και πάλι δεν απογοητεύθηκε. Θα έθετε μάλιστα εκ νέου υποψηφιότητα αν δεν τον προλάβαινε ο θάνατος, που τον βρήκε πάμπτωχο σε ένα τραμ τον Ιούνιο 1901.[7]