Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στις 12 Ιουλίου 1909, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 35 ετών ένας από τους σπουδαίους ζωγράφους της αποκαλούμενης Σχολής του Μονάχου, ο Νικόλαος Αλεκτορίδης. Χυμώδης, ακούραστος, εύθυμος, αισιόδοξος, όπως μας τον περιγράφει ο Γεώργιος Τσοκόπουλος, χάθηκε άδικα και συγκεκριμένα πνίγηκε όταν προσπάθησε να κάνει μπάνιο στη Βουλιαγμένη!
Γεννημένος στην Καισάρεια το 1874, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα σε ηλικία 19 ετών. Είχε προλάβει να μαθητεύσει δίπλα στον Ιταλό ρεαλιστή ζωγράφο Fausto Zonaro (1854-1929), ο οποίος παντρεύτηκε, έζησε και δημιούργησε στην Κωνσταντινούπολη. Αυτοδίδακτος αλλά επίμονος και ταλαντούχος, με λεπτή αντίληψη ξεδίπλωσε σύντομα το ταλέντο του πρωταγωνιστώντας στην καλλιτεχνική ζωή της πρωτεύουσας.
Με φίλους και έχοντας μαζί τον σκύλο του πήγαν εκδρομή στη μαγευτική Βουλιαγμένη. Διασκέδασαν με την ψυχή τους και το απόγευμα ο νεαρός ζωγράφος εξέφρασε την επιθυμία να βουτήξει στη θάλασσα παρά το γεγονός ότι δεν γνώριζε κολύμπι. Δεν πρόλαβε να προχωρήσει πολύ μέσα στο νερό και έφτασε σε βαθύ σημείο. Αυτό ήταν. Αγωνίστηκε να επιπλεύσει αλλά έπαθε εγκεφαλική συμφόρηση και έτσι πνίγηκε παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των φίλων του να τον σώσουν.
Υπήρξε καλλιτέχνης γεμάτος ζωή, ορμή, πάθος και όνειρα. Τα έργα του, ιδιαιτέρως τοπία, στα οποία έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση, ήταν αποτέλεσμα μελέτης, γεμάτα φως και χρώμα. Συμμετείχε στις εκθέσεις με προσωπογραφίες, αγιογραφίες, θαλασσογραφίες αποκαλύπτοντας ολοένα και περισσότερα πλεονεκτήματα. Είχε δημιουργήσει το εργαστήριό του σε μία αίθουσα του Ζαππείου Μεγάρου και υπήρξε βασικός παράγων ίδρυσης και λειτουργίας της «Καλλιτεχνικής Εταιρείας», η οποία διοργάνωνε επιτυχημένες εκθέσεις.
Δεν είχε βρει ακόμη τον δρόμο του αλλά ήταν από τους πολλά υποσχόμενους καλλιτέχνες. Σταμάτησε όμως στην αρχή του σταδίου και στην αρχή των υποσχέσεων του και δεν πρόφτασε να πραγματοποιήσει τα ωραία του όνειρα. Αυτός ήταν και ο λόγος που έσπευσαν να γράψουν για τη φυγή του όλοι οι χρονογράφοι και οι λογοτέχνες της εποχής. Δύο μήνες νωρίτερα είχε φύγει από τη ζωή η μητέρα του και το γεγονός είχε πικράνει τον ευαίσθητο ζωγράφο. Στην τελευταία του κατοικία τον συνόδευσε μία βουβή και πρωτοφανής θλίψη στην οποία συμμετείχαν σχεδόν όλοι όσοι τον γνώριζαν.
Παρά τη νεαρή ηλικία του είχε προλάβει να συμμετάσχει σε δύο καλλιτεχνικές εκθέσεις στην Κωνσταντινούπολη, επί μία τριετία στη Διεθνή Έκθεση των Αθηνών, σε μία καλλιτεχνική έκθεση του Καΐρου αλλά και στη Διεθνή Ναυτική Έκθεση του Μπορντώ όπου είχε τιμηθεί με χρυσό μετάλλιο. Όταν πρωτοήλθε στην Αθήνα ασχολήθηκε με αγιογραφίες ενώ υπήρξε και συνεργάτης του περιοδικού «Πινακοθήκη». Οι συνθέσεις του, με μυθολογικό και θρησκευτικό περιεχόμενο, καθώς και οι ηθογραφίες του ήταν επηρεασμένες από ακαδημαϊκές τάσεις. Έργα του σώζονται στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην Πινακοθήκη Αβέρωφ, στη Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών, στη Συλλογή Κουτλίδη κ.α.
Μια συγκινητική σελίδα του άδικου χαμού του νεαρού ζωγράφου κυκλοφόρησε ταυτοχρόνως με τον θάνατό του. Αφορούσε στον αχώριστο φίλο του, τον σκύλο του «Μποέμ». Όπως κατέθεταν όσοι ήταν μαζί του το τετράποδο έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια αποτροπής του αφεντικού του να μπει στη θάλασσα! Γάβγιζε σε τόνο αποδοκιμασίας και επίπληξης και τον τραβούσε από τα ρούχα σαν να ήθελε να τον αποτρέψει να γδυθεί. «Σώπα και δεν θα πνιγώ» του έλεγε ο Αλεκτορίδης αποφασισμένος να βουτήξει στη θάλασσα. Το περιστατικό επιβεβαίωσε και ο Ιωάννης Κονδυλάκης, ο οποίος δεν «χώνευε» το τετράποδο γιατί το θεωρούσε δύστροπο. Υπέθεσε δε πως ο σκύλος δεν αντιδρούσε διότι είχε κάποιο προαίσθημα αλλά επειδή φοβόταν τη θάλασσα.