Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Όταν ακούγεται στις ημέρες μας η λέξη κουμπάρος του τάδε ή του δείνα πολιτικού, η σκέψη μας πηγαίνει στο… πονηρό. Ό,τι κάτι ύποπτο συμβαίνει ή τουλάχιστον ότι απολαμβάνει προνομίων, τα οποία κινούνται στα όρια του νόμου. Αλλά από πού προέρχεται αυτή η εκλογική προκατάληψη και φιλυποψία; Για να βρούμε τις ρίζες, πρέπει να ανατρέξουμε στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, στις αρχές της βασιλείας Γεωργίου Α΄, όταν καθιερώθηκε η ψηφοφορία με το σφαιρίδιο. Τότε που πλημμύριζαν τα εκλογικά κέντρα με κάλπες και ένας από τους πιο ουσιαστικούς παράγοντες της ψηφοφορίας, ένα είδος εκλογικού αντιπροσώπου, ήταν ο «κουμπάρος».
ΝΑΙ και ΟΧΙ
Η κουμπαριά διαδραμάτιζε πολυποίκιλο ρόλο. Πρώτα η κοινωνικο-πολιτική της διάσταση, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, όπου οι γάμοι και τα βαφτίσια μεταφράζονταν σε ψήφους για τον πολιτευόμενο. Ενώ το κρασί έρεε άφθονο γύρω από τον οβελία, ο κουμπάρος ξόδευε κατοστάρικα με γενναιοψυχία, όπως έγραφε ο Βασίλειος Ηλιάδης. Πάνω στις σπονδές προς τον Βάκχο εισέπραττε υποσχέσεις, ασχέτως εάν πραγματοποιούνταν ή όχι. Ζήτω ο κουμπάρος, ζήτω το κόμμα!
Η δεύτερη και σημαντικότερη ίσως διάσταση της κουμπαριάς εκδηλωνόταν εντός των εκλογικών τμημάτων την ημέρα της ψηφοφορίας. Το σύστημα του σφαιριδίου έδινε τη δυνατότητα στον «κουμπάρο», δηλαδή τον αντιπρόσωπο του υποψηφίου, να επηρεάζει άμεσα τον ψηφοφόρο. Κάθε ψηφοφόρος έπαιρνε από την εφορευτική επιτροπή, τόσα σφαιρίδια όσοι ήταν και οι υποψήφιοι, και ήταν υποχρεωμένος να ρίχνει σε κάθε κάλπη ένα σφαιρίδιο, είτε στο NAI είτε στο OXI.
Το χατίρι του κουμπάρου
Οπότε απαραίτητο συνοδευτικό στοιχείο για κάθε «πετυχημένη» κάλπη αποτελούσε ο αντιπρόσωπος του υποψηφίου, ο γνωστός με το προσωνύμιο «κουμπάρος» που ήταν το «μάτι» του και το «αφτί» του σε κάθε ψηφοφορία. Παρακολουθούσε τον ψηφοφόρο και προσπαθούσε, από τη φορά του χεριού του και τον ήχο του σφαιριδίου, να καταλάβει τι είχε ψηφίσει ενώ έκανε φιλικές συστάσεις για να ψηφιστεί ο υποψήφιός του. Ήταν ανθρώπινη πράξη τουλάχιστον να μην μαυρίσει, όπως είχε δικαίωμα ο ψηφοφόρος, τον εκλεκτό του κουμπάρου.
Οι παρακλήσεις έφταναν μέχρι το σημείο της ζητιανιάς και ήταν ένα από τα συνηθέστερα φαινόμενα ιδιαίτερα στα χωριά. Ήταν σύνηθες δε το φαινόμενο, πολλοί ψηφοφόροι να ψηφίζουν πρόσωπα διαφόρων κομμάτων, μόνον και μόνον για να μη χαλάσουν το χατίρι του κουμπάρου που ήταν αντιπρόσωπος στην κάλπη. Οπότε, όταν εφαρμόσθηκε το σφαιρίδιο, πολλοί εκλογείς έδιναν την ψήφο τους και σε ανθρώπους τους οποίους ίσως παντελώς αγνοούσαν ή δεν έτρεφαν εκτίμηση για το πρόσωπό τους.
Πρωταγωνιστές Ράλλης και Βενιζέλος
Αλλά η «τσιμπίδα» του κουμπάρου κατόρθωνε να τραβήξει μια ψήφο προς το άσπρο! Μία εντυπωσιακή αρνητική αποτίμηση του φαινομένου των κουμπάρων και του σφαιριδίου έκανε, σχεδόν αμέσως μετά την εφαρμογή του συστήματος (1866), ο παλαιός αγωνιστής Παναγιώτης Καλέβρας. Έγραφε, πως το σύστημα αυτό προξένησε φόνους και ζημιές, καλπονοθεύσεις, υπέθαλψε πάθη μεταξύ φίλων και συμπολιτών και εντέλει υπήρξε αιτία διαφθοράς.
Μπορεί τα χρόνια να πέρασαν, τα εκλογικά ήθη και έθιμα να άλλαξαν, αλλά η σύνδεση της κουμπαριάς με πολιτικές ανομίες συνεχίζεται, δικαίως ή αδίκως, έως τις ημέρες μας. Υπήρξαν πάντως πολιτικοί που πρωταγωνίστησαν σε αριθμό κουμπαριών. Ίσως το ρεκόρ να κατέχει ακόμη ο Δημήτριος Ράλλης (1844-1921), ο οποίος σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής που ακόμη πολιτευόταν, είχε ξεπεράσει τις 3.400 κουμπαριές μόνον στην Αττική. Εξάλλου, δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι έφερε τον τιμητικό τίτλο του «Αττικάρχη». Ο επόμενος σημαντικός πολιτικός που δεχόταν πυρά για τις κουμπαριές του ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος.