Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ο Χριστόφορος Νέζερ (1808-1883), υπήρξε ο αξιωματικός που ευτύχησε να παραλάβει το Κάστρο των Αθηνών από τους Τούρκους και να θεωρείται ο «Απελευθερωτής της Ακρόπολης» και ο πρώτος χριστιανός Φρούραρχός της.
Καταγωγή και ο ερχομός στην Ελλάδα
Ο Χριστόφορος Νέζερ καταγόταν από την οικογένεια Νέζερ που μετανάστευσε από την Γαλλία κατά την εκδίωξη των Ουγενότων. Γεννήθηκε την 1η Μαρτίου του 1808 και ο πατέρας του, ο Ιωάννης Λεονάρδος Νέζερ, είχε τον τίτλο του αρχιδικαστού της κομητείας Καστέλ. Είχε μόνο μία αδελφή, καθώς όλα τα υπόλοιπα παιδιά των γονιών του είχαν πεθάνει. Ανατράφηκε με σκληραγωγία και πειθαρχία και παρακολούθησε μαθήματα σε σχολείο από τα οκτώ χρόνια του και εξής. Όταν σε ηλικία 16 χρόνων εισήλθε στο πανεπιστήμιο, ο πατέρας του απαίτησε να σπουδάσει νομικά για να τον διαδεχθεί.
Άλλωστε η οικογένεια Νέζερ στην Κομητεία Καστέλ είχε πάντοτε την έδρα του πρώτου δικαστού και συγχρόνως το αξίωμα του διοικητού αυτής. Ο Χριστόφορος όμως αποστρεφόταν την Νομική και όταν έφθασε ο καιρός για τις εξετάσεις για το δίπλωμα, απλώς δεν παρουσιάστηκε. Τι θα έκανε από κει και ύστερα; Ο ίδιος θα γράψει στα Απομνημονεύματά του: «Ultima spes miles», δηλαδή τελευταία ελπίς στρατιώτης. Άφησε το πανεπιστήμιο και μετέβη στο Λανδάου, κοντά στα γαλλικά σύνορα, όπου και έγινε εύελπις του έκτου πεζικού συντάγματος. Διέπρεπε στις εξετάσεις και προβιβάστηκε σε αξιωματικό.
Ήταν τότε που το τάγμα του συνόδευσε τον Όθωνα στην Ελλάδα, ένα γεγονός που έμελλε να στιγματίσει την υπόλοιπη ζωή του. Ήταν 29/30 Απριλίου του 1833 όταν δόθηκε η εντολή στο τάγμα του να καταλάβει την Ακρόπολη των Αθηνών. Μέσα από την είσοδο είχε παραταχθεί η τουρκική φρουρά. Ήταν 250 άνδρες, σιωπηλοί και σκυθρωποί, που δεν χαιρέτισαν καν στρατιωτικά την γερμανική φρουρά. Πιο μέσα προς το Ερεχθείο στεκόταν ο Τούρκος φρούραρχος Οσμάν εφέντης, κρατώντας στα χέρια του το έγγραφο παράδοσης της Ακρόπολης. Το έδωσε στον αντιπρόσωπο της ελληνικής κυβέρνησης, τον Βαυαρό ταγματάρχη Πάλλιγαν και έτσι η Ελλάδα ανέκτησε την Ακρόπολη ύστερα από περίπου 200 χρόνια που είχε μείνει υπό την οθωμανική εξουσία. Ο δε Νέζερ έλαβε την τιμή ως υπολοχαγός του βασιλικού επικουρικού στρατού να γίνει ο πρώτος τακτικός Χριστιανός φρούραρχος του Κεκροπείου Αστεως.
Η Απελευθέρωση μετά από 337 χρόνια
Ο Χριστόφορος Νέζερ, νεαρός υπολοχαγός το 1833, με θαυμαστές και ακριβείς λεπτομέρειες μας παραδίδει στα «Απομνημονεύματά» του (εκδόθηκαν το 1963 από τον εγγονό του Στέφανο Νέζερ), πως είχε την τιμή να παραλάβει την Ακρόπολη για λογαριασμό του νεοσύστατου κράτους από τα χέρια που την βεβήλωναν επί 337 ολόκληρα χρόνια.
Ήταν 4 Ιουνίου 1456 όταν ο γιος του Τουραχάν Ομάρ είχε λάβει διαταγή του «κυρίου δύο ηπείρων και δύο θαλασσών» Μωάμεθ Β΄ να καταλάβει την Αθήνα και να την προσαρτήσει στις κτήσεις του. Ο Ομάρ επικεφαλής πολυάριθμων άτακτων στρατευμάτων από την Θεσσαλία κατευθύνθηκε προς την Θήβα και από εκεί προς την Αττική.
Δεν άργησε να πολιορκήσει την Ακρόπολη, όπου είχε καταφύγει για να αμυνθεί ο τελευταίος φλωρεντιανός δούκας των Αθηνών. Η άμυνα διήρκεσε αρκετό καιρό και επιτέλους παραδόθηκε μετά από πολλές διαπραγματεύσεις και ένορκες διαβεβαιώσεις του Ομάρ ότι θα σεβαστεί την ζωή και την τιμή όσων προστάτευαν το Κάστρο. Παραδόθηκε ο δούκας των Αθηνών με την ωραία σύζυγο και τα τρία παιδιά του, αλλά ο Ομάρ δεν τήρησε τους όρκους του. Πρώτος ανέβηκε στην Ακρόπολη ο νεαρός αξιωματικός Αχμέτ με 250 επίλεκτους συντρόφους του.
Μόλις κατέλαβε το Κάστρο έστειλε την οικογένεια του δούκα στον Ομάρ, ο οποίος είχε κατασκηνώσει στο Θησείο. Μετά την τυπική υποδοχή τους, διέταξε να τους μεταφέρουν στην Θήβα. Ύστερα ο Ομάρ βαδίζοντας αργά και με αλαζονεία, συνοδευόμενος από την στρατιά του πάτησε στην Ακρόπολη. Ο Παρθενώνας ήταν ακόμη άθικτος. Ο Ομάρ στάθηκε έκπληκτος. Κοντά του ένας «σοφός», ας πούμε ένας αρχαιολόγος της στρατιάς του: «Μα ποιος μπορεί να κουβάλησε εδώ πάνω τα μάρμαρα για να χτίσει ένα τέτοιο σαράι»; «Η γνώμη μου είναι πως το έχτισαν στοιχειά. Αυτή είναι και η γνώμη του Μουφτή, του απάντησε ο «σοφός»!
Η άφιξη του υπουργού
Η επίσημη κατάληψη της Αττικής –όπως και άλλων επαρχιών- έγινε στις 10 Φεβρουαρίου 1833 με «Δηλοποίηση» της Αντιβασιλείας του Όθωνος, εν είδει Βασιλικού Διατάγματος, το οποίο μάλιστα δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Πράγματι ανατέθηκε στον Γραμματέα της Επικρατείας, δηλαδή στον Υπουργό Επικρατείας Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό.
Έφθασε στην Αθήνα 1 Μαρτίου 1833, να εκτελέσει την εντολή. Αλλά προσέκρουσε στις αναβλητικές ενστάσεις των Τούρκων, οι οποίοι περιορίστηκαν να στείλουν από την φρουρά της πόλης λίγους μόνον στρατιώτες στην Εύβοια.
Προς την Ακρόπολη
Μόνον την Μεγάλη Παρασκευή, 31 Μαρτίου 1833, πείσθηκε ο Τούρκος Φρούραρχος του Κάστρου να το παραδώσει σε Βαυαρικό απόσπασμα. Εν τω μεταξύ είχε επέλθει πλήρης συνεννόησις μεταξύ των δύο κυβερνήσεων και στις 20 Μαρτίου μέσω της Ιεράς Οδού, έφτανε στην Αθήνα ένα βαυαρικό σύνταγμα.
Επικεφαλής ο Βαυαρός συνταγματάρχης Χέρζιτ, ο οποίος στρατοπέδευσε στο Θησείο. Τριγύρω οι λίγες χιλιάδες κατοίκων της πόλης αγωνιούν να δουν την αποχώρηση της τουρκικής φρουράς. Η παραλαβή του Κάστρου και τα καθήκοντα του Φρουράρχου ανατέθηκαν στον υπολοχαγό Χριστόφορο Νέζερ, ο οποίος από το Θησείο κινήθηκε προς την Ακρόπολη, όπως είχαν κάνει οι Τούρκοι το 1456.
Στον Ακαμάτη
Στο Θησείο, το οποίο είχε μεταβληθεί σε ναό του Αγίου Γεωργίου, περίμεναν τους Γερμανούς οι επίσημοι του τόπου και ο κλήρος, με τον Επίσκοπο να τους προσφωνεί και να τελεί την απαραίτητη δοξολογία. Στην συνέχεια το Τάγμα οδηγήθηκε στο κενό Διοικητήριο των Αθηνών, στο Βοϊβοδαλίκι. Ο επικεφαλής αφήνει ελεύθερους τους στρατιώτες να περιηγηθούν στην πόλη.
Οι κάτοικοι τους υποδέχονται με ενθουσιασμό και φροντίζουν να μη χαθούν στα ερείπια της πόλης τους. Οι στρατιώτες όμως ήταν δυσαρεστημένοι διότι δεν συνάντησαν Τούρκους. Η τουρκική φρουρά της πόλης είχε αποχωρήσει για τη Χαλκίδα, μετά την άφιξη του Έλληνα αντιπροσώπου, του Ι. Ρίζου Νερουλού. Μερικοί αγάδες που είχαν απομείνει στην Αθήνα είχαν αποσυρθεί στις κατοικίες τους.
Ερείπια παντού
Οπότε οι Γερμανοί αρκέστηκαν να βλέπουν σαρίκια και γενειοφόρες μορφές να ξεφυτρώνουν κάπου – κάπου από τις επάλξεις της Ακροπόλεως. Αν και δεν είδαν λοιπόν οι Γερμανοί στην Αθήνα Τούρκους, αντίκρισαν την δραματική κατάσταση της πόλης. Οφειλόταν κυρίως στη δράση των Τούρκων από το 1827 και μετά. Τα ερείπια ξεπερνούσαν κάθε υπολογισμό.
Οι οικίες που είχαν καταρρεύσει σχημάτιζαν μικρούς γήλοφους, ενώ εκείνες που στέκονταν ακόμη όρθιες προξενούσαν οδυνηρές εντυπώσεις με τις ετοιμόρροπες στέγες και τους γερμένους τοίχους. Σε άλλες περιπτώσεις είχαν μείνει μόνον τα κατώφλια των θυρών ή λίγα σκαλοπάτια. Παντού έχαιναν μικροί ή μεγάλοι λάκκοι. Αυτά έβλεπαν οι στρατιώτες που είχαν έλθει από το Ναύπλιο, μέχρι που δόθηκε επιτέλους η διαταγή για την παράδοση της Ακροπόλεως.
« Ανοίχτε τους»
Η Βαυαρική Φρουρά που βρισκόταν στην Αθήνα εν ονόματι του νεοσύστατου ελληνικού κράτους προχώρησε τον λιθόστρωτο δρόμο προς την Ακρόπολη την Μεγάλη Παρασκευή, 31 Μαρτίου 1833. Πέρασε την πρώτη Πύλη της Ακροπόλεως για να φθάσει στη δεύτερη Πύλη, την θολωτή. Όμως η Τρίτη και τελευταία Πύλη ήταν κλειστή.
Ένας υπαξιωματικός κτυπά τον μεγάλο χαλκά της και από μέσα ακούστηκε η φωνή, μάλλον του Τούρκου Φρούραρχου: «Ανοίχτε τους! Μέσα, μετά την είσοδο ήταν παρατεταγμένη η Τουρκική Φρουρά. Διακόσιοι πενήντα άνδρες που έμοιαζαν περισσότερο με ληστοσυμμορία παρά με σώμα στρατού. Τα ρούχα τους ήταν ελεεινά ράκη, αλλά τα όπλα τους ήταν καθαρά και αποστίλβοντα.
Η παράδοση συνετελέσθη!
Οι Τούρκοι, όπως ήταν φυσικό, ήταν σκυθρωποί και σιωπηλοί. Παρήλασαν μπροστά από την καλοστημένη και καθ’ όλα αξιοθαύμαστη Βαυαρική Φρουρά χωρίς να δείξουν κάποια περιέργεια, να δώσουν προσοχή ή να χαιρετήσουν στρατιωτικά. Παρά ταύτα ο Χρ. Νέζερ διέταξε τους στρατιώτες του να παρουσιάσουν όπλα.
Λίγο παραμέσα, προς το Ερεχθείο, στεκόταν κάνοντας τον αδιάφορο, ο Τούρκος Φρούραρχος με δύο αξιωματικούς του. Πλησίασε τότε προς αυτούς ο αντιπρόσωπος της Ελληνικής Κυβερνήσεως Βαυαρός αξιωματικός κρατώντας στα χέρια του έγγραφό του. Χαιρέτησε και στάθηκε. Ο Οσμάν Εφέντης έκανε τότε ένα βήμα και του παρέδωσε την Διαταγή που είχε λάβει για να παραλάβει το ελληνικό έγγραφο. Η παράδοση συνετελέσθη. Οι Τούρκοι επιτέλους εκτοπίσθηκαν, όπως έγραψε ο Δημ. Γρ. Καμπουρογλους [1].
Ευτυχής θνητός
Αμέσως μετά οι στρατιώτες της Φρουράς των Αθηνών, χωρίς όπλα, ανέβηκαν στην Ακρόπολη. Έφθανε μαζί και η λιτανεία έχοντας μπροστά την Σημαία. Την κρατούσαν Αθηναίοι πολεμιστές και την συνόδευε το Ιερατείο της Πόλεως προηγουμένου του Αρχιερέως. Ακολουθούσαν όλοι οι Έλληνες των Αθηνών, μικροί και μεγάλοι. Στην Ακρόπολη πλέον απέμεινε μόνον η Φρουρά.
Ο Φρούραρχος Νέζερ τοποθέτησε τος άνδρες του σε διάφορα τουρκόσπιτα, κανόνισε την υπηρεσία των φυλάκων της Πύλης και αποσύρθηκε μαγεμένος στον Παρθενώνα.
Η πρώτη νύχτα στον Ιερό Βράχο
Στα «Απομνημονεύματά» του περιγράφει ο ίδιος την πρώτη του νύχτα στον Ιερό Βράχο, εκείνο το πρώτο ελεύθερο των Αθηνών Πάσχα του 1833:
«Όταν έδυσεν ο ήλιος πέραν των ορέων της Πελοποννήσου και ανέτειλεν επάνω εις τον Λυκαβηττόν η πανσέληνος, χύνουσα το απαλόν της φως επάνω εις την Αττικήν έστησα την κλίνην μου κάτω από τας γιγαντώδεις στήλας του Παρθενώνος. Τεμάχιον στήλης έγινε προσκέφαλόν μου και στρώμα μου ψάθα, ονειρευόμενος δε με ανοικτούς οφθαλμούς έβλεπον έκπληκτος επάνω εις την Ακρόπολην τον άρχοντα Περικλήν, τον Σωκράτην με τους μαθητάς του, τον Ευριπίδην, τον Δημοσθένην και τόσους άλλους μεγάλους άνδρας της ενδόξου Ελλάδος, περιφερομένους κάτω από τας στήλας και εισερχομένους εις τον αθάνατον ναόν της Παλλάδος.
»Η φαντασία μου ελευθέρα, ανέπλαττε τας εικόνας αυτάς, μέχρις ότου διέλυσαν το όνειρον οι στρατιώται μου, οίτινες εκάθηντο πλησίον μου επάνω εις θραύσματα μαρμάρων και συνομίλουν περί φαιδράς τινος πανηγύρεως εις την παρτίδαν των, κατά την οποίαν είχον ραπίσει πολλούς. Τα κουρασμένα μου βλέφαρα έκλεισαν πλέον, οι δε κρωγμοί των ερημικών πτηνών της Παλλάδος, που έκρουον ακόμη την ακοήν μου, διεβεβαίουν ότι ευρισκόμην επάνω εις γην κλασικήν».
Αυτή ήταν η αρχή του έρωτα του Χριστόφορου Νέζερ για την Ελλάδα. Ενός έρωτα που δεν σταμάτησε εκεί. Ύστερα από επτά χρόνια επέστρεψε (1840) και εξεπλάγη όταν είδε την μεταβολή της μικρής ελληνικής πρωτεύουσας.
Ο «υπερέλληνας» Χριστόφορος Νέζερ.
«Ηγάπα την Ελλάδα…»
Η όλη του υπόσταση και η ιδεολογία του ξεπερνούσαν κατά πολύ αυτό που θα χαρακτηρίζαμε απλώς «φιλελληνισμό», έστω και με την μορφή που άρχισε να οργανώνεται κατά τον 19ο αιώνα. Μια μορφή που δεν είχε να κάνει μόνο με τον σεβασμό προς τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά με την δραστηριοποίηση με κάθε δυνατό μέσο υπέρ της απελευθέρωσης της υπόδουλης Ελλάδας.
Ο Χριστόφορος Νέζερ το ξεπερνούσε και αυτό. Η περιγραφή του για την ημέρα της Απελευθέρωσης της Ακροπόλεως είναι μνημειώδης
Ο βαθύς μελετητής της περιόδου Δημ. Γρ. Καμπούρογλους αφού επισήμανε ότι ο Χριστόφορος Νέζερ «ηγάπα την Ελλάδα περισσότερον και των Ελλήνων αυτών» μας παρότρυνε να τον ονομάσουμε «υπερέλληνα»[2]!
Δεν παραδεχόταν ότι οι Έλληνες έχουν έστω και ένα ελάττωμα ενώ δεν έδειξε δυσφορία ακόμη και όταν τον πλήγωσαν ληστές. «Τοσαύτης εντάσεως αγάπην προς τους Έλληνας συνήντησα, πλην αυτού, μόνον εις την Δούκισσαν της Πλακεντίας» συμπλήρωσε ο Δημ. Καμπούργλους επισημαίνοντας ακόμη ότι ο Νέζερ πίστευε και το έγραφε πως κάθε κακοδαιμονία του τόπου οφειλόταν στην βαυαρική αντιβασιλεία.
Τα Απομνημονεύματα
Ο Χριστόφορος Νέζερ δεν πρέπει να μείνει στην μνήμη μας μόνον ως ο πρώτος Χριστιανός Φρούραρχος του ελεύθερου κράτους που παρέλαβε την Ακρόπολη από τους Τούρκους το 1833. Είναι ο άνθρωπος ο οποίος μας άφησε παρακαταθήκη τα απομνημονεύματά του. Απέδωσε, με αμερόληπτο τρόπο, την κρισιμότερη ίσως περίοδο του ελληνικού κράτους. Εκείνη της πρώτης αντιβασιλείας του Όθωνος. Έχει σημασία η δική του ματιά. Βαυαρός, ευγενούς γαλλικής καταγωγής, παρακολούθησε εκ των έσω τις αστοχίες της πολιτικής του Στέμματος.
Ήταν η εποχή που η αναγνώριση της κρατικής αυθεντίας στο πρόσωπο του Όθωνος διαχεόταν απ’ άκρου εις άκρον της χώρας. Στην συνείδηση όλων των Ελλήνων ο 17χρονος εστεμμένος ερχόταν με την προσδοκία ότι θα έβαζε τέλος στις δυστυχίες του παρελθόντος. Το έργο που αναλάμβανε ο Όθων και κυρίως τα μέλη του Συμβουλίου της Αντιβασιλείας, Κόμητας Ιωσήφ Λουδοβίκος φον Άρμανσμπεργκ, Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουερ και υποστράτηγος Κάρολος Έιντεκ, στα χέρια των οποίων άλλωστε βρισκόταν η πραγματική εξουσία, ήταν πραγματικά δυσχερέστατο. Τα πάντα έπρεπε να δημιουργηθούν από την αρχή.
Η πραγματικότητα
Ο Νέζερ, ο οποίος τότε ήταν αξιωματικός του β΄ τάγματος των επικουρικών στρατευμάτων που συνόδευσαν τον Όθωνα στη Ελλάδα, αναφέρει πως οι πολιτικοί άνδρες που αποτελούσαν την αντιβασιλεία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ήταν μεν ευγενείς και ικανοί να διευθύνουν την μηχανή ενός καλά κατηρτισμένου κράτους, αλλά ήταν τελείως αναρμόδιοι να διαμορφώσουν και να αναπλάσουν έναν λαό με μεσογειακή ιδιοσυγκρασία, του οποίου ο χαρακτήρας ήταν τελείως αντίθετος προς τον φλεγματικό και ψυχρό του βαυαρικού έθνους.
Ο Νέζερ εξέφραζε την πραγματικότητα. Η Αντιβασιλεία θεωρούσε ότι για να δημιουργήσουν κράτος οι Έλληνες, είχαν ανάγκη από την διοικητική και την τεχνική βοήθεια της Δύσης. Ερμήνευαν άλλωστε την Ελληνική Επανάσταση ως προσπάθεια των Ελλήνων να υιοθετήσουν δυτικά σχήματα και συνήθειες. Έγραφε ο Μάουερ, μέλος της Αντιβασιλείας: «Μόνο ξένοι μπορούν να διδάξουν τον πολιτισμό στην πληρότητά του… Όπως ακριβώς οι Έλληνες τον 14ο και τον 15ο αιώνα έφεραν την ελληνική σοφία στην υπόλοιπη Ευρώπη, έτσι τώρα και οι Ευρωπαίοι, και ιδιαίτερα οι Γερμανοί, πρέπει να επαναφέρουν το φως στην πατρίδα του από την οποία είχε εκλείψει για τόσο μεγάλο διάστημα»[3].
Τολμηρός επικριτής
Είναι εμφανής η προσπάθεια να δικαιωθεί η πολιτική που είχε ακολουθηθεί με την πρόσληψη Βαυαρών σε κρατικές υπηρεσίες και τον αποκλεισμό Ελλήνων από την άσκηση οποιασδήποτε σημαντικής εξουσίας. Αυτή ήταν και η πρώτη αστοχία της Αντιβασιλείας. Η δεύτερη έγκειται στην επιχειρηθείσα αναδιοργάνωση στρατού, με διατάγματα του Μαρτίου 1833 μέσω των οποίων διαλύθηκε ο άτακτος και τακτικός ελληνικός στρατός. Κατά την άποψη της Αντιβασιλείας, έπρεπε να δημιουργηθεί μια τάξη στα στρατιωτικά ζητήματα της χώρας με τη σύσταση ισχυρών και πειθαρχημένων μονάδων, με κοινή εκπαίδευση και στολή. Επίσης η Αντιβασιλεία είχε επηρεασθεί από το γεγονός ότι ο άτακτος κυρίως στρατός είχε αναμιχθεί στο παρελθόν σε διάφορες ταραχές και πολιτικές διαμάχες, επομένως όντας όργανο των κομμάτων θα μπορούσε στο μέλλον να χρησιμοποιηθεί εναντίον της.
Ο Νέζερ στο έργο του τολμά να καταδικάσει αυτές τις αποφάσεις. Θεωρεί ότι ο μη σχηματισμός ελληνικού τακτικού στρατού από τα γενναία παλικάρια των Ελλήνων είχε ως συνέπεια τη στρατολόγηση εθελοντών του γερμανικού λαού που ήταν ανίκανοι να υπηρετήσουν το ελληνικό κράτος: «εκ του συρφετού του γερμανικού λαού, που κατά το μεγαλύτερο μέρος του απετελέσθη εξ αλητών, κατηρτίσθη στρατός, ο οποίος έπειτ’ από τόσας δαπάνας απέτυχε και δεν είχε το αποτέλεσμα το προσδοκόμενον της Αντιβασιλείας». Επισημαίνει δε την παρείσφρηση διάφορων τυχοδιωκτών αξιωματικών σε ανώτερα αξιώματα, πάλι ως αποτέλεσμα της λανθασμένης πολιτικής της Αντιβασιλείας, που θεωρούσε ότι θα μπορούσαν να εισαγάγουν το ελληνικό κράτος πολύ γρήγορα στην τάξη των πεφωτισμένων εθνών.
Μετά την Απελευθέρωση
Άλλη Αθήνα
Το 1840 επιστρέφει στην Αθήνα. Τα ερείπια των οικιών των Αθηνών είχαν τελείως αφανισθεί, είχαν αντικατασταθεί με νέα σπίτια και καινούργιοι δρόμοι χαράσσονταν. Η πόλη των λίγων χιλιάδων κατοίκων αποκτούσε την πρώτη της μορφή. Και ενώ δεν σκόπευε να μείνει, τελικά παντρεύτηκε την πρώτη του γυναίκα, την Αγαθή Τρικαλλιώτου και ανέλαβε την επιστασία της γερμανικής στρατιωτικής αποικίας που ονομάστηκε Ηράκλειο. Εκεί κατάφερε να επιφέρει την τάξη, ίδρυσε σχολείο στο οποίο δίδασκε ο ίδιος και ανάγκασε τους αποίκους να καλλιεργούν τους αγρούς τους, διότι άλλως κινδύνευαν να χάσουν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.
Όταν όμως ο υπουργός των Στρατιωτικών Σμαλτς αντικαταστάθηκε από τον Ες λόγω προβλήματος υγείας, ο τελευταίος δεν αναγνώρισε την θέση του Νέζερ. Και ενώ ο βασιλιάς τον διαβεβαίωνε ότι τα πράγματα θα τακτοποιούνταν, οι μήνες περνούσαν και ο Νέζερ δεν λάμβανε μισθό. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την αποικία για να αναζητήσει αλλού οικονομικούς πόρους. Ίδρυσε εργοστάσιο ιχθυόκολλας αλλά στις 3 Σεπτεμβρίου του 1843, την νύχτα που πλήθος λαού και επαναστατημένες μονάδες του τακτικού στρατού συγκεντρώθηκαν μπροστά στα ανάκτορα ζητώντας από τον Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα, ξέσπασε επανάσταση. Κάηκαν τα ξύλινα παραπήγματα του εργοστασίου του. Έτσι ναυάγησε εκείνη η επιχείρηση.
Μαρτυρίες και περιπέτειες
Τα γεγονότα της ιστορικής εκείνης νύχτας ο Χριστόφορος Νέζερ τα έζησε από πολύ κοντά. Το αναίμακτο αυτό πραξικόπημα του 1843 επέδρασε σε μεγάλο βαθμό στην τύχη της Ελλάδος. Ο Νέζερ μας αποκαλύπτει ότι η βασίλισσα Αμαλία ήταν εκείνη που ανάγκασε τον Όθωνα να υπογράψει το Σύνταγμα. Τον έπεισε ότι διά της υπογραφής θα ανέτρεπε τους σκοπούς των συνωμοτών, οι οποίοι ενώ ήθελαν την έξωση του βασιλιά, προφασίζονταν ότι ζητούσαν Σύνταγμα.
Τον Οκτώβριο το 1843 ο Νέζερ μεταβαίνει στην Άνδρο για να ιδρύσει εκ νέου εργοστάσιο ιχθυόκολλας. Το σχέδιο όμως δεν ευόδωσε και πηγαίνει στην Σύρο, όπου και εκεί η τύχη δεν του χαμογελά. Παρέμεινε όμως εκεί έως το 1850, οπότε η γυναίκα του πεθαίνει αφήνοντάς τον με 5 παιδιά. Ήταν τότε μόλις 42 ετών. Η κατάσταση τον αναγκάζει να ξαναγυρίσει στην Αθήνα και παντρευτεί μια κατά πολύ μικρότερή του γυναίκα, τη 19χρονη τότε Μαρία Γιαννακού, η οποία σε διάστημα 22 ετών του χάρισε 16 τέκνα! Το 1855 βρίσκεται στη Ρουμανία ως τροφοδότης πλοίων.
Στην Κωνσταντινούπολη
Η παραμονή στη Ρουμανία του επιφύλαξε την άσχημη πλευρά της ζωής. Εκεί γνωρίζει την ανηθικότητα, όταν ο συνέταιρός τον ξεγέλασε και κατόρθωσε να τον εκδιώξει από την εταιρία. Ο Νέζερ βρέθηκε να ξεκινά από το μηδέν. Τότε κατάλαβε αυτό που πολύ εύληπτα παρέδιδε στους νεότερούς του: «Το χρήμα ήτο μεν πάντοτε δύναμις, σήμερον όμως έγινε το παν. Όποιος δυστυχώς έχει κενό βαλάντιον και σοφός πανεπιστήμων εάν είναι, εντρέπεται δημοσία εμφανιζόμενος. Θεωρείται ασήμαντος, μηδέν, άχρηστος εις την κοινωνίαν»[4].
Το 1872 τον βρίσκει στην Κωνσταντινούπολη να αγωνίζεται με μόχθο για τα προς το ζην. Ο πρώτος φρούραρχος της ελευθερωθείσης Ακροπόλεως δίδασκε στα σχολεία του πέραν της γερμανική γλώσσα και το μάθημα της γυμναστικής! Πέθανε το 1883. Εγγόνια του ήταν η Μαρίκα Νέζερ, ο αδελφός της Χριστόφορος Νέζερ και ο ξάδελφός της επίσης Χριστόφορος Νέζερ, ηθοποιοί και οι τρεις.
Ο Εορτασμός της Απελευθέρωσης
Δυο φορές εορτάστηκε έως σήμερα, με λαμπρή επισημότητα, η Απελευθέρωση της Ακροπόλεως από τους Τούρκους. Στα 50χρονα, το 1883 και στα 100χρονα το 1933. Τότε, το 1933, ο «Σύλλογος των Αθηναίων» πραγματοποίησε την τελετή στην Ακρόπολη. Συμμετείχε βεβαίως ένας Νέζερ, ο Αλέξανδρος Νέζερ, γιος του Φρουράρχου, πατέρας του Στέφανου και παππούς του Ναπολέοντος Νέζερ. Τον διάκοσμο της Ακροπόλεως τότε είχε φροντίσει το μέλος του Συλλόγου και Γραμματέας Τουρισμού Κώστας Δημητριάδης. Τον πανηγυρικό εκφώνησε ο Αθηναίος Κωνσταντίνος Δεμερτζής, ο οποίος διετέλεσε Πρωθυπουργός και ήταν επίσης μέλος του Συλλόγου και ο εν ενεργεία Γραμματεύς του Συλλόγου Δημήτριος Σκουζές.