Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Τιμημένος αγωνιστής των Βαλκανικών Πολέμων και από τους ιδρυτές της ΕΣΗΕΑ, υπηρέτησε με πάθος και συνέπεια τη δημοσιογραφία αλλά παραμένει ξεχασμένος και αμνημόνευτος. Πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Ι. Καλαμάρα (1883-1937), ο οποίος ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του σε ηλικία 18 ετών και ως ρεπόρτερ της εφημερίδας «Ακρόπολις». Συνέχισε στην εφημερίδα «Καιροί» του Π. Κανελλίδη και διακρίθηκε στο πολιτικό ρεπορτάζ και στην αρθρογραφία. Ευσυνείδητος, από τους νεότερους και πλέον συμπαθείς πολιτικούς συντάκτες, είχε αποκτήσει το ψευδώνυμο «Κολυμπρί». Υπήρξε υπόδειγμα αγαθότητας, φιλαλληλίας, συνέπειας και πατριωτισμού και παρέμεινε στις επάλξεις έως τέλους ως συντάκτης της εφημερίδας «Καθημερινή».
Συνδέθηκε στενά με τον αδίκως δολοφονηθέντα Δημήτριο Γούναρη, ο οποίος τον εκτιμούσε για το βαθύ κριτικό του πνεύμα. Με το πέρασμα των ετών έγινε ο «εξομολογητής» του και ήταν ο πρώτος που γνώριζε τις σκέψεις και τις αποφάσεις του ιδρυτή του Λαϊκού Κόμματος[1]. Εξάλλου, το 1921, κατόπιν επιμονής του Δημ. Γούναρη ανέλαβε καθήκοντα νομάρχη Φλωρίνης, επιδεικνύοντας σπάνια προσόντα και αμεροληψία χαρακτήρα. Προτάσσοντας πάντα το εθνικό συμφέρον, επανήλθε στη δημοσιογραφία μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Σύντομα και με προτροπή του Τσαλδάρη πολιτεύθηκε στη Λαμία, απ’ όπου καταγόταν η οικογένειά του. Δεν εξελέγη, αλλά ικανοποιήθηκε αργότερα όταν εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος του δήμου Αθηναίων με δεκάδες χιλιάδες ψήφους. Όταν το Λαϊκό Κόμμα ανήλθε στην εξουσία, ο Κ. Καλαμάρας τοποθετήθηκε νομάρχης στην Αχαΐα, προκαλώντας εντύπωση για το ήθος και την ευγένειά του. Όταν μετακινήθηκε στη νομαρχία Αθηνών, τα Σωματεία των Πατρών ξεσηκώθηκαν απαιτώντας να παραμείνει εκεί[2]. Ήταν φυσικό αφού ως διανοούμενος ταυτίσθηκε με την τοπική κοινωνία.
«Κράτος είναι όποιος τίθεται εις την υπηρεσίαν σκοπών και ιδανικών ανωτέρων, θεραπευόντων το σύνολον», έλεγε και παρότρυνε τους φορείς να ενεργούν άμεσα για το κοινό καλό[3]. Ένας από τους παράγοντες της Αχαϊκής πρωτεύουσας, ο συμβολαιογράφος και πρόεδρος της Φιλοδασικής Επιτροπής Πατρών, υπήρξε αποκαλυπτικός για τον δημόσιο βίο του Κ. Καλαμάρα. Έγραψε πως «αν είχαμε δημοσίους λειτουργούς της αξίας και της περιωπής του Κωνστ. Καλαμάρα η Ελληνική Πατρίς θα είχε σήμερα αλλοίαν ή διαφορετικήν την όψιν»[4]. Ακόμη πιο αποκαλυπτικός όμως υπήρξε ο ίδιος, εξομολογούμενος τη μέθοδο που ακολουθούσε:
«Άμα διορίζομαι Νομάρχης, ετοιμάζω συνάμα και την παραίτησίν μου, την τσακίζω ημικλάστως και την βάνω εις την εσωτερικήν τσέπην του σακακιού μου. Άμα η πολιτική ζητεί κάτι το παράνομον, αφήνω την παραίτησιν να υποφαίνεται και λίγο λίγο να ορθώνεται αναλόγως του βαθμού της πιέσεως. Η πολιτική βλέπουσα την μη υποχώρησίν μου, υποχωρεί αυτή. Και έτσι, και το καθήκον εκτελείται, και ο νόμος βασιλεύει και η πολιτική συνέρχεται»[5]! Ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το περιβάλλον, ήταν αφοσιωμένος στον θεσμό της βασιλείας και απολάμβανε της εκτιμήσεως όλων λόγω του συναινετικού χαρακτήρα του. Αγαπούσε το θέατρο και τον αθλητισμό και ήταν μέλος του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου και του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός».
Νομάρχης Αττικοβοιωτίας διετέλεσε τα τελευταία χρόνια πριν φύγει από τη ζωή, ενώ τιμής ένεκεν η θέση του στην εφημερίδα παρέμενε κενή περιμένοντάς τον. Ιδιαίτερος και σπουδαίος ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισε στην ίδρυση της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) καθώς και στη δημιουργία ασφαλιστικού ταμείου[6]. Εργατικός και μεθοδικός, ήταν ένας εκ των τριάντα τριών που υπέγραψαν το ιδρυτικό καταστατικό και ένας εκ των πέντε συντακτών τόσο του Καταστατικού όσο και του Οργανισμού του «Ταμείου Αλληλοβοηθείας». Η μορφή του ήταν βιβλική με πυκνά γένια και πλατύ μέτωπο. Ζούσε με τη μητέρα του Αθηνά, την οποία υπεραγαπούσε. Έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 54 ετών, τον Απρίλιο 1937 και χτυπημένος από ημιπληγία[7].
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 28 Ιουνίου 2018