Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η οδός Χαβρίου είναι ένα μικρό στενάκι που συνδέει τις οδούς Κολοκοτρώνη και Πραξιτέλους, στο κέντρο των Αθηνών. Οφείλει το όνομά της στον επιφανή Αθηναίο στρατηγό Χαβρία (420-352 π.Χ.) και εκεί προπολεμικά κατοικούσαν νοικοκυρεμένες αθηναϊκές οικογένειες.[1] Όπως του μεσίτη Σταύρου Φούντη και του κτηματία Στρατή Κούρτη. Ήταν μικρή πολύβουη αλλά γραφική γειτονιά. Με τον τσαγκάρη της, τον κυρ Κώστα Τρογάλη τον καπνοπώλη της, τον Αλέξη Τσάκα κ.ά. Είχε όμως και τον καφενέ του εκείνο το δρομάκι. Έναν φτωχοκαφενέ που αποτελούσε, επί μισό αιώνα περίπου, το ορμητήριο του Γιώργου Βελίκα. Ο θάνατός του, από συγκοπή καρδιάς την ώρα που μετρούσε τα χρήματά του, ήταν αφορμή να αποκαλυφθεί πως ο άνθρωπος που ζούσε στη μιζέρια και την κακομοιριά ήταν πολυεκατομμυριούχος![2]
Τον Ιούνιο 1938, εντελώς τυχαία, ο ράφτης Γιάννης Λογοθέτης,ο οποίος είχε το ραφείο του απέναντι από το καφενείο του 70χρονου κυρ Γιώργη, τον βρήκε ξαπλωμένο ανάσκελα. Έτρεξε να δει τι συμβαίνει και είδε πάνω στον καταφαγωμένο πάγκο του καφενείου εκατομμύρια σε χαρτονομίσματα, λίρες και χρεόγραφα. Ο Στρατής Μυριβήλης εντυπωσιάστηκε από την ιστορία και φρόντισε να μάθει λεπτομέρειες για τον «αξιοθρήνητο Σάυλωκ», όπως τον αποκάλεσε. Μας παρέδωσε λοιπόν την ιστορία του με ένα χρονογράφημα. Θεωρούσε, δικαιολογημένα, πως αποτελούσε άθλιο υπόδειγμα ξεπεσμού στον οποίο μπορεί να παρασύρει τον άνθρωπο η φιλαργυρία. Το πάθος και η λατρεία για το χρήμα.
Επί πενήντα χρόνια ζούσε μαύρη ζωή ο Βελίκας μέσα στο καφενείο, σερβίροντας καφέδες. Δεν χρησιμοποιούσε ποτέ βοηθό ή κάποιο παιδί. Μόνος του εξυπηρετούσε όλα τα γύρω καταστήματα, περιφέροντας τον δίσκο του, ανεβαίνοντας σκάλες, αγοράζοντας τσιγάρα για τους πελάτες και εκτελώντας μικρά θελήματα. Υφίστατο τα νεύρα και τις ιδιοτροπίες του κόσμου για να πάρει το καθημερινό πεντάλεπτο ή τη δραχμούλα. Δεν συνδέθηκε με κάποια γυναίκα. Το μόνο που αγάπησε ήταν το χρήμα. Το πάθος γι’ αυτό του απορροφούσε όλες τις δυνάμεις και κανένα άλλο συναίσθημα δεν χωρούσε στην ψυχή του που είχε στεγνώσει.[3]
Έμεινε γεροντοπαλίκαρο και δεν είχε τίποτε άλλο να ασχοληθεί εκτός από τις πενταροδεκάρες και τα κομποδέματα. Έλεγαν πολλές ιστορίες οι γείτονες για την καρμιριά του. Πως έτρωγε αποφάγια και μόνο μία φορά την εβδομάδα μαγείρευε μόνος του. Επίσης ό,τι έκανε τοκογλυφικές μικροεπιχειρήσεις, δίνοντας μικροδάνεια σε φουκαράδες που είχαν ανάγκη για φάρμακα κ.ά. Του ακουμπούσαν αμανάτι τη βέρα, τα σκουλαρίκια, κάποιο ρολόι ή την κυριακάτικη φορεσιά τους. Τους έδινε κάποιο ελάχιστο ποσό και τα αμανάτια έμεναν φυσικά στα συρτάρια του.
Η αμύθητη περιουσία και οι συγγενείς στη Σπάρτη
Κάθε βράδυ , όταν ερχόταν πλέον η ώρα να ξεκουραστεί, τοποθετούσε τέσσερις παλιοκαρέκλες, ακουμπούσε πάνω δύο σανίδια και ξάπλωνε για να λαγοκοιμηθεί. Είχε τον νου του μην μπει κάποιος και του κλέψει την περιουσία του.
Αλλά ένα πρωινό ο Βελίκας δεν βγήκε με τον δίσκο του να μοιράσει καφέδες στους μαχμουρλήδες των γύρω μαγαζιών. Έτσι τον εντόπισε ο ράφτης, ο οποίος κάλεσε την Αστυνομία που βρήκε και τον θησαυρό. Εκπλήξεις περίμεναν τα όργανα του νόμου, τους άνδρες του Α’ Αστυνομικού Τμήματος, όταν έψαχναν τα ντουλάπια, τα κουτιά και τις… κρυψώνες του. Μέσω της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών κλήθηκε και συμβολαιογράφος που προχώρησε σε λεπτομερή καταγραφή της περιουσίας του καφετζή. Βρέθηκαν 2.000.000 σε μετρητά και σχεδόν άλλα τόσα σε χρυσαφικά και ομόλογα. Αλλά και ετερόκλητα πράγματα, όπως βάζα, ρούχα κ.ά., που ήταν τα αμανάτια του φτωχόκοσμου τον οποίο είχε δανείσει. Η περιουσία του καταγράφηκε και παραδόθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, απ’ όπου την παρέλαβαν οι συγγενείς του από την Σπάρτη. Οι οποίοι σίγουρα θα την… περιποιήθηκαν εις μνήμην του εξηνταβελόνη μακαρίτη.[4]