Ο Πλάτανος του Μενδρεσέ

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

 

Η αυλή του Μενδρεσέ με τον πλάτανο.

Μία από τις πλέον αγαπημένες αφηγήσεις των παλαιών Αθηναίων περιλάμβανε το τουρκικό ιεροδιδασκαλείο, τον περίφημο Μεντρεσέ, έναν πλάτανο που ήταν φυτεμένος στην αυλή του και έναν… καλοκάγαθο ληστή, τον Μπίμπιση. Δηλαδή ένα ιστορικό κτίριο, έναν άνθρωπο και ένα δένδρο που είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό τους το κακό τέλος. Το πρώτο, όταν απελευθερώθηκε η Αθήνα από τους Τούρκους μετατράπηκε σε φυλακή, στην οποία κλείστηκε ο δεύτερος, ο οποίος και φέρεται ότι φύτεψε το πλατάνι. Πρώτος έφυγε από τη ζωή ο ληστής, ακολούθησε το κτίριο και τελευταίος έκλεισε τον κύκλο, αφού πλέον είχε απισχνηθεί, ο πλάτανος. Ο Δημ. Γρ. Καμπούρογλους αποφάσισε να τον παραδώσει στην αιωνιότητα αφιερώνοντάς του ένα από τα ιστορικά χρονογραφήματά του, τα οποία υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Αναδρομάρης».

Το πρώτο μέρος του, το  αφιέρωσε ουσιαστικά στον ληστή Μπίμπιση, αφηγούμενος συνοπτικά την ιστορία και τον τρόπο δράσης του, όπως διασώθηκαν από την προφορική παράδοση και τις ειδήσεις των εφημερίδων. Οι περισσότεροι τον σκιαγραφούσαν ως ωραίο άνδρα, φουστανελο- φόρο, γενναιόδωρο και τύπο ρομαντικό. Μετά την περιπέτεια με την Δούκισσα της Πλακεντίας, στην οποία με τόσο γλαφυρότητα αναφέρεται ο Καμπούρογλους, η Κυβέρνηση αντί να αμνηστεύσει τον ληστή, αποφάσισε να τον εξοντώσει. Εξαγόρασε τον διαβόητο ληστή Χρήστο Βούλγαρη, καταδικασμένο σε θάνατο, και του υποσχέθηκε χάρη και χρηματική αμοιβή αν της πήγαινε το κεφάλι του Μπίμπιση.

Ο Βούλγαρης μαζί με δύο χωροφύλακες μεταμφιεσμένους σε χωρικούς ξεχύθηκαν στην Αττική σε αναζήτησή του. Με δόλιο τρόπο κατάφερε να εισχωρήσει στην ομάδα του, να τον «ξεμοναχιάσει» και να τον σκοτώσει. Μετέφερε το πτώμα του στην Αθήνα, όπου εκτέθηκε στο νοσοκομείο σε φρικώδη κατάσταση. Αλλά και το τέλος του «κρατικού» δολοφόνου δεν ήταν καλό. Σε εκδήλωση ευαρέσκειας, το κράτος τον διόρισε «οδηγό επικεφαλής αποσπάσματος προς κατάπνιξιν της ληστείας». Γρήγορα όμως νοστάλγησε τον πρότερο βίο του και άρχισε να λυμαίνεται την Αττική. Έπειτα από πολλές περιπέτειες συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο.

Το πλατάνι εκείνο ενέπνευσε ποιητές, συγγραφείς αλλά και τη λαϊκή μούσα. Πάνω του άπλωναν τις κάπες τους οι κατάδικοι και έτσι γεννήθηκε η φράση «Την κάπα μου στην πλάτανο εγώ έχω κρεμάσει». Η φράση έκρυβε την απειλή πως εκείνος που την εκστόμιζε δεν θα δυσκολευόταν να κάνει και άλλο έγκλημα! Ασχολήθηκαν λοιπόν με το πλατάνι σχεδόν όλοι όσοι έγραψαν για την Αθήνα στο γύρισμα του 19oυ προς τον 20ό αιώνα. Περιγράφοντάς το ο Βλάσης Γαβριηλίδης (1882) το έβρισκε θεόρατο να τρέφεται «υπό της πνοής των καταδίκων» και να είναι «τέκνον των και αδελφός των». Βρέθηκε στο επίκεντρο ιστορικών μονογραφιών, όπως το έργο «Ο Μεντρεσές και αι αναμνήσεις του», το οποίο δημοσίευσε σε συνέχειες στην «Εστία» και το οποίο παρουσιάστηκε σε αυτόνομη έκδοση από το «Μουσείον της Πόλεως των Αθηνών – Ίδρυμα Βούρου Ευταξία» (1997).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΔΕΝΤΡΟΝ (1931)

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

Μεταβείτε στο άρθρο: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΔΕΝΤΡΟΝ (1931)