Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το αρχοντικό των Σκουζέδων στην οδό Ρηγίλλης 12 ήταν ξακουστό για τις προσωπικότητες που φιλοξενούσε, την χλιδή και τις σπουδαίες δεξιώσεις του. Αλλά μια ψυχή που ζούσε εκεί μέσα, αποφάσισε να ταράξει την ηρεμία της όμορφης γειτονιάς και να σηκώσει στο πόδι ολόκληρη την Αθήνα.
Ήταν ένας δυστυχής πίθηκος, ο οποίος από τα δάση της Αφρικής βρέθηκε στην πόλη της Παλλάδος. Μετρίου αναστήματος προσπαθούσε να επιβιώσει μέσα σε κλουβί που του είχε φτιάξε ο κτηματίας Γεώργιος Σκουζές. Κάποια μέρα του Ιουνίου 1935, ο πίθηκος αποφάσισε να εγκαταλείψει θορυβωδώς την μιζέρια του, ξεσηκώνοντας τον κόσμο και μοιράζοντας δαγκωματιές[1]!
Δάγκωσε καμπόσους
Πρώτη δέχθηκε την μήνι του η θαλαμηπόλος της οικίας Πενθερουδάκη και δεύτερη μια συμπαθής και όμορφη βοηθός του ίδιου σπιτιού, η Αρετή Γριμάνη. Ο πίθηκος λειτουργώντας σαν λησταντάρτης ανέβηκε στην ταράτσα και με άγριες διαθέσεις άρχισε να περιφέρεται στις στέγες των γύρω σπιτιών. Πηδούσε από την μία ταράτσα στην άλλη.
Που και που κατέβαινε ακάθεκτος για να επιτεθεί σε όποιον συναντούσε για να επιστρέψει θριαμβευτής στις στέγες. Αφού δάγκωσε καμπόσους, από στέγη σε στέγη έφτασε και στην οικία Θεολόγη επί της οδού Μουρούζη. Αλλά εκεί συνάντησε απέναντί του το ρόπαλο του Μιστόκλη, ενός θηριώδους αμαξά που ασκούσε ενίοτε και χρέη υπηρέτη.
Φαγανιάρικη…
Ο Μιστόκλης του έριξε μία κατακέφαλα και τον ξάπλωσε καταγής ημιαναίσθητο. Ωστόσο ο αντάρτης πίθηκος συνήλθε σχεδόν αμέσως. Επιτέθηκε λυσσωδώς στον κόσμο που τον παρατηρούσε με περιέργεια και μετά άρχισε πάλι τις… βολτίτσες στις ταράτσες. Η επόμενη επίσκεψή του ήταν σε μια κουζίνα. Ιούλιος μήνας και τα παράθυρα ήταν ανοιχτά.
Έφαγε τα πάντα. Τυριά, φρούτα, λαχανικά, μισό κοτόπουλο και μερικά γλυκά που βρήκε πάνω στο τραπέζι. Η νοικοκυρά πετάχτηκε έντρομη στο δρόμο αλλά ο πίθηκος παρέμεινε απτόητος. Πριν ξαναβγεί στις ταράτσες, φρόντισε να δοκιμάσει όλα τα καλούδια του σπιτιού. Ύστερα επισκέφτηκε το σπίτι του ανθυποπλοίαρχου τότε Ρίτσου.
Η παγίδα
Ο τελευταίος, πιο μεθοδικός από τους άλλους, του έστησε παγίδα. Άφησε ανοιχτή μόνον μία πόρτα, την οποία είδε ανοιχτή ο πίθηκος και… μπούκαρε. Τότε ο αξιωματικός του ναυτικού έκλεισε την πόρτα πίσω του εγκαταλείποντας το σπίτι και πηγαίνοντας στην αστυνομία για να αναζητήσει βοήθεια. Ο υπαστυνόμος Βαφόπουλος δεν πίστευε στ’ αυτιά του με όσα άκουγε. Έπρεπε να δράσει άμεσα για να δώσει τέρμα στην ανταρσία του πίθηκου.
Εξάλλου ο τελευταίος είχε ήδη αιματοκυλίσει την περιοχή της Ρηγίλλης. Συγκάλεσε αμέσως σύσκεψη, στην οποία κλήθηκε να συμμετάσχει και ένας γνωστός κυνηγός. Το σχέδιο ήταν μάλλον απλοϊκό. Ένας ανοίγει την πόρτα και ο κυνηγός αναλαμβάνει να πετύχει τον πίθηκο. Για την περίσταση επιστρατεύτηκαν οι εργάτες του δήμου Αθηναίων, οι οποίοι έφτιαχναν το οδόστρωμα της οδού Μουρούζη, ενώ κλήθηκαν να συμμετάσχουν στην επιχείρηση και εύζωνες!
Άδοξο τέλος
Πράγματι, η περιοχή κυκλώθηκε, οι εργάτες με τα φτυάρια και τις τσάπες κατέλαβαν τις θέσεις τους, οι εύζωνοι ακροβολίστηκαν και ο γενναίος κυνηγός με τον υπαστυνόμο Βαφόπουλο κατευθύνθηκαν στην οικία Ρίτσου. Τα πράγματα αποδείχτηκαν πιο εύκολα απ’ όσο περίμεναν. Η πόρτα άνοιξε, και ο φουκαράς πίθηκος δεν πρόλαβε να αντιδράσει.
Δέχθηκε μια μπαταριά από το κουμπούρι του υπαστυνόμου Μαυρόπουλου για να εκπνεύσει άδοξα στο πάτωμα. Η συνέχεια δόθηκε στο Λυσσιατρείο, όπου μεταφέρθηκε λόγω υπόνοιας λύσσας, ενώ τα θύματά του υποβλήθηκαν στην εξαιρετικά επίπονη εκείνη την εποχή αντιλυσσική θεραπεία. Όσο για το αρχοντικό των Σκουζέδων, ούτε πουλί πετάμενο δεν πέρασε πια την πόρτα του.
Η Μαρίκα
Το ζήτημα της μαϊμούς που αναστάτωσε την οδό Ρηγίλλης αλλά και όλη την Αθήνα απασχόλησε εκτεταμένα τον Τύπο της εποχής αλλά και τον ημέτερο Παύλο Νιρβάνα. Δημοσίευσε στην «Εστία» το υπό τον τίτλο «Μαϊμούδες» χρονογράφημά του[2]. Βρήκε την ευκαιρία να σχολιάσει δύο μαϊμούδες.
Είχαν διακριθεί στην χώρα μας και συνδέθηκαν με σημαντικά πρόσωπα και στη μία τουλάχιστον περίπτωση ιδιαίτερα αρνητικά. Δηλαδή με την περίφημη μαϊμού του Κωλέττη και εκείνην που κατάφερε το θανατηφόρο δάγκωμα στον νεαρό βασιλιά Αλέξανδρο. Μεταξύ άλλων αποκαλύπτει και τη δική του περιπέτεια με τη μάλλον αδικοχαμένη μαϊμού Μαρίκα.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Εστία» 10 Ιανουαρίου 2020