Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ίσως οι πιο διάσημοι «κακοί» του θεάτρου και του κινηματογράφου να είναι για τους νεότερους ο Αρτέμης Μάτσας και ο Σπύρος Καλογήρου από τους άνδρες και η Τασσώ Καββαδία από τις γυναίκες. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι στην πραγματική ζωή τους υπήρξαν όλοι το ακριβώς αντίθετο από τους ρόλους τους. Δηλαδή άνθρωποι πολιτισμένοι και ήπιου χαρακτήρα. Υπάρχει όμως και ένα μοναδικό φαινόμενο, ένας ηθοποιός που ήταν στο σανίδι ο πιο πειστικός κακός εξ όσων έχουν μέχρι σήμερα υποδυθεί ανάλογους ρόλους. Ήταν ο άγνωστος στο ευρύ κοινό Πέτρος Λαζαρίδης, του οποίου η ζωή και οι δραστηριότητες καλύφθηκαν από το πέπλο που υφαίνεται από τη λήθη και την αδιαφορία.
Ανήκει στη γενεά των παλαιότερων ηθοποιών που υπηρέτησαν με συνέπεια την τέχνη τους και προσέφεραν σε αυτήν την ακμή και τις δυνάμεις τους. Είναι από τις περιπτώσεις που δίνουν άφθονο υλικό προς γνώση και τέρψη. Επέλεγε ή τον επέλεγαν για να ερμηνεύσει τον ρόλο του «κακού» στα διάφορα δράματα, εθνικού χαρακτήρα τις περισσότερες φορές. Και το έκανε με απίστευτη επιτυχία. Στα δράματα υποδυόταν συνήθως πρόσωπα αντιπαθητικά. Αντιδραστικούς, ραδιούργους, συκοφάντες, διώκτες κ.ά. Ενώ ήταν ένας άνθρωπος αγαθός και πράος, γινόταν εξαιρετικά αντιπαθής στο κοινό, το οποίο τότε αντιδρούσε… δυναμικά.
Έτσι, σε ένα κοινωνικό δράμα εμφανιζόταν να ταράζει την ησυχία μιας ενάρετης οικογένειας. Στην πρώτη πράξη οι θεατές απλώς τον επιδοκίμασαν με επιφωνήματα. Στη δεύτερη πράξη, όποτε εμφανιζόταν, όλο και περισσότερο ζωήρευαν οι αντιδράσεις. Στη τρίτη πράξη πλέον δεν μπορούσε να βγει από τα παρασκήνια! «Μέσααα», ωρυόταν το ακροατήριο. Ο ταλαίπωρος Λαζαρίδης πρόβαλε δειλά – δειλά το κεφάλι του από τα παρασκήνια, αλλά αμέσως το απέσυρε, σαν χελώνα στο καβούκι της.
Ήταν ατελείωτα τα παθήματα που υφίστατο λόγω των ρόλων του, αλλά και της πειστικότητας του παιξίματός του. Έφαγε ξύλο αλύπητο κάποτε σ’ ένα Παριλίσσιο θέατρο, όταν εμφανιζόταν να φονεύει τον Μάρκο Μπότσαρη. Αλλά ο Δημ. Γρ. Καμπούρογλους, διέσωσε ένα άλλο πάθημά του, μοναδικό στα ιστορικό χρονικά των θεάτρων μας. Συνέβη στη Σύρο και ο Λαζαρίδης υποδυόταν τον Μουσταφά πασά. Είχε δε κατορθώσει, με βάση τις αφηγήσεις και μία εικόνα του, να μιμηθεί με ακρίβεια τη μορφή του. Μόλις λοιπόν εμφανίστηκε στη σκηνή, ένας γέρο-καπετάνιος που βρισκόταν ανάμεσα στους θεατές έβγαλε την πιστόλα από το ζωνάρι και βρίζοντας θεούς και δαίμονες, ετοιμαζόταν να του τη μπουμπουνίσει! Ευτυχώς οι φίλοι του γέροντα έσπευσαν να του πιάσουν το χέρι και να τον διαβεβαιώσουν πως αυτός που ήταν στη σκηνή δεν ήταν ο Μουσταφά πασάς αλλά ο Λαζαρίδης μασκαρεμένος!
Με ευκολία ερμήνευε ωστόσο και κωμικούς ρόλους. Έτσι το 1866 έκανε τον Τούρκο πασά στη Σύρο και το 1885 ανέβαζε, με τον Σπ. Ταβουλάρη και την Ελένη Χέλμη το «Δεν έχεις τα προσόντα» του Γεωργίου Σουρή. Το 1889 εμφανίσθηκε στην «Τύχη της Μαρούλας» του Δημ. Κορομηλά, ενώ ερμήνευσε τον Κόμη του Γκλόστερ στον «Βασιλέα Ληρ» του Σαίξπηρ. Με ιδιαίτερη επιτυχία εμφανίστηκε στον «Βίαιο γάμο» του Μολιέρου και απέδωσε τον Πολώνιο στον «Άμλετ», τον μπάρμπα Θωμά στους «Μυλωνάδες», τον Αβλάβιο στην «Φαύστα», τον Πικάρ στις «Δύο Ορφανές» κ.ά. Ποιος ήταν όμως πραγματικά ο Πέτρος Λαζαρίδης; Καταγόταν από την Ύδρα, είχε γεννηθεί το 1840 και έφυγε από τη ζωή στις 19 Αυγούστου 1919 στην Αθήνα, δηλαδή σε ηλικία 79 ετών. Κατοικούσε στην οδό Αχαρνών 9, ήταν χήρος και είχε έναν γιο, τον δικηγόρο Πάρι Λαζαρίδη. Διήγε συνετή ζωή γεγονός που του επέτρεψε να βιώσει αξιοπρεπώς και ευτυχής τα τελευταία του χρόνια.