Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Έθιμο που χάνεται στα βάθη του χρόνου αναβιώνει κάθε Τρίτη του Πάσχα στα Μέγαρα Αττικής. Οι ρίζες του δεν είναι εύκολα ανιχνεύσιμες. Την ίδια ημέρα στην Αθήνα, γύρω από το Θησείο γιορτάζονταν τα πανάρχαια Ρουσάλια. Πανάρχαιο λοιπόν, κατά την άποψή μας και το Μεγαρίτικο πανηγύρι, η Τράτα όπως την ονομάζουν. Ευκαιρία λοιπόν για ένα όμορφο Πασχαλινό ταξίδι στον χρόνο προκειμένου να συναντήσουμε τις ευσταλείς κοπέλες που τροφοδοτούσαν τις πένες λαογράφων, δημοσιογράφων και ποιητών πριν από ενάμιση αιώνα!
Διότι είναι και οι νεότερες γενιές που ενισχύοντας την παράδοση, σμίλεψαν τις ψυχές με πατροπαράδοτες αξίες, οδηγώντας το πανηγύρι σε ρομαντικές ατραπούς. Από το πρωί της Τρίτης του Πάσχα, οι Μεγαρείς βρίσκονταν ήδη σε αναστάτωση χαράς. Η λαμπερή και νοικοκυρεμένη κωμόπολη πνιγόταν, απ’ άκρου εις άκρο, στους ήχους των νταουλιών και των λαούτων. Όπου πλατεία και ανοικτό μέρος, εκεί οι ήχοι του βιολιού συνόδευαν τα κορίτσια με τις γραφικές και αρχαιοπρεπείς ενδυμασίες τους.
Με τα φλορόφεσά τους να ακτινοβολούν κάτω από τον ήλιο και να κλείνουν στους στίχους των τραγουδιών τους, τα ζωηρότερα αισθήματα του ελληνικού λαού. Ό,τι έκρυβαν στις καρδιές τους τα κορίτσια των Μεγάρων, ξεχυνόταν στη μαγευτική τράτα με το πολυσήμαντο δίστιχο: «Η ημέρα η σημερινή δεν είναι σαν τις άλλες / Είναι το χρόνο μια φορά κ’ έχει χαρές μεγάλες»[1]. Πράγματι είχε ιδιαίτερες χαρές η μοναδική αυτή ημέρα για τις κόρες και τους λεβέντες των Μεγάρων. Ήταν η πιο επίσημη από τις τρεις ημέρες του έτους που μπορούσαν τα κορίτσια να κυκλοφορήσουν ελεύθερα και να επιδείξουν τις χάρες τους στον χορό της τράτας.
Φορώντας την προικώα στολή τους και σιμά τους τα παλικάρια που εκείνη την ημέρα γνώριζαν, τις περισσότερες φορές τους συντρόφους της ζωής τους, ψιθυρίζοντας: «Ήθελα να σ’ αντάμωνα να σού ’λεγα καμπόσα / Κι αν δεν σου γύριζα το νου να μού ’κοβαν τη γλώσσα»! Ευκαιρίας δοθείσης, αποκαθιστούμε ιστορικά το εν λόγω δίστιχο, του οποίου η πατρότητα αποδίδεται, ως γνωστόν, στον λαϊκό τροβαδούρο Μάρκο Βαμβακάρη. Ο οποίος όμως γεννήθηκε το 1905, ενώ οι στίχοι είναι δημοσιευμένοι ήδη από το 1887 και χρησιμοποιούνται σε λυρική περιγραφή του εορτασμού των Μεγάρων! Άρα, σε λαϊκό δίστιχο «πάτησε» ο τροβαδούρος για το πράγματι δημοφιλές άσμα του[2].
Η ίδια περιγραφή του 1887 αναφέρει πως ο χορός της τράτας ήταν η πιο αληθής εκδήλωση των ψυχικών παθών[3]. Ο χορευτής λειτουργούσε ως άφωνος ηθοποιός. Γι’ αυτό θεωρούσαν ότι τα κορίτσια των Μεγάρων ήταν άξια της φήμης τους. Προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης αυτής συνηγορούσε η κατατομή του προσώπου τους, το φωτεινό βλέμμα, το παράστημα και τα πυκνά και καλλίγραμμα φρύδια τους. Εντύπωση προκαλούσε πάντα η αρχαιοελληνικής εμπνεύσεως εσθήτα, η οποία γεμάτη ραβδώσεις έπεφτε από τη ζώνη.
Η τράτα εισήχθη κάποτε στη σχολική διδασκαλία, ενώ περιζήτητες ήταν οι στολές των Μεγάρων τη δεκαετία 1930. Σχεδόν όλοι οι ξένοι πρέσβεις με τις οικογένειές τους, καθώς και οι παρεπιδημούντες περιηγητές έφθαναν στην κωμόπολη των Μεγάρων για να παρακολουθήσουν το υπέροχο θέαμα. Επίσης, πολλοί ήταν εκείνοι που ζητούσαν να αποκτήσουν ένα από αυτά τα αριστουργήματα της λαϊκής τέχνης. Άπειρα είναι τα κείμενα που μας περιγράφουν το πανηγύρι των Μεγάρων και τον χορό της τράτας και ακόμη περισσότεροι οι πίνακες που έχουν φιλοτεχνηθεί και οι φωτογραφίες που έχουν δημοσιευθεί αποσπώντας και διεθνή βραβεία. Αλλά και οι στίχοι που περνούσαν από στόμα σε στόμα, υπό τον ήχο των νταουλιών και των λαούτων: «Όλα τα μάτια είναι θολά και τα δικά μου βρύση, περιβολάρης τα ζητεί τα ρόδα να ποτίσει»[4]!