Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ήταν δημοσιογράφος, από εκείνους που εξέφρασαν την αγάπη τους για την πατρίδα με φανατισμό και σταθερότητα. Παρότι υπήρξε ένας πραγματικός φιλελεύθερος ευρωπαϊστής και προτιμούσε τις ομαλές μεθόδους, δεν δίστασε, όταν το έκρινε ορθό, να δίνει με την πένα του τον αγώνα που θεωρούσε καλό και εθνωφελή. Ο καταγόμενος από τη Λέσβο και γεννημένος το 1833, Οδυσσεύς Ιάλεμος (το επώνυμο εκ του Γιαλαμάς), έδρασε κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα και την Ιταλία. Ακολουθώντας τον θείο του Παναγιώτη Ευστρατιάδη, καθηγητή Φιλολογίας στο Ναύπλιο, ολοκλήρωσε εκεί τις εγκύκλιες σπουδές του για να φοιτήσει στη συνέχεια στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Συνεργάσθηκε με έγκριτες εφημερίδες της εποχής, τον «Πρωινό Κήρυκα» (1855-1859), το «Μέλλον της Πατρίδος» (1859-1860) και το «Μέλλον της Ανατολής» (1862-1863). Λόγω της ενεργής ανάμειξής του του στη δημοσιογραφική και πολιτική κίνηση εναντίον του Όθωνα, φυλακίσθηκε από κοινού με τον Αχιλλέα Παράσχο και τον Αναστάσιο Βυζάντιο. Στη συνέχεια έγινε υποπρόξενος της Ελλάδας στο Καστελαμάρε της Ιταλίας. Δεν άργησε όμως να παραιτηθεί και να μετακινηθεί στη Νεάπολη, όπου και εξέδωσε την εβδομαδιαία πολιτική και κοινωνική εφημερίδα «Λαοί», έχοντας ως διευθυντή τον Σαβέριο Τουτίνο.
Από 3 Οκτωβρίου 1869 έως 12 Ιουνίου 1870 εκδόθηκαν 36 φύλλα της εφημερίδας. Πολέμιος της δημοκοπίας, βαθύς γνώστης της διεθνούς πραγματικότητας και διαπρύσιος κήρυκας της ελληνικής παιδείας, δημιούργησε μία γέφυρα ενημέρωσης των χωρών της Δύσης με τη «συκοφαντημένην Ανατολήν»[1]. Λίγα χρόνια αργότερα βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, όπου διατελεί πρόεδρος του εκεί Φιλολογικού Συλλόγου και δημοσιογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά.
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα εξακολούθησε την υπέρ του υπόδουλου Ελληνισμού δράση του. Έζησε έως τα γεράματά του από το προϊόν της πένας του, χωρίς να υποστείλει τη σημαία του μεγαλοϊδεατισμού. Ακόμη περισσότερο δεν υπέστειλε τη σημαία της αξιοπρέπειας και εργαζόταν μέχρι τέλους ως μεταφραστής σε εφημερίδες για να εξασφαλίζει τα προς το ζην. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου έγραψε ένα θαυμάσιο κείμενο περιγράφοντας πως, νεαρός δημοσιογράφος εκείνος, είχε γνωρίσει τον γέροντα πλέον Ιάλεμο, με τον οποίο εργάζονταν στο ίδιο δημοσιογραφικό γραφείο της «Εφημερίδος των Συζητήσεων»[2].
Παραδίδει πως έβλεπε να γράφουν τα γεροντικά δάχτυλα που είχαν χρησιμοποιηθεί ως «όπλον διά του οποίου εφρουρήθησαν και επροστατεύθησαν τα εθνικά δίκαια»[3]. Ο Ιάλεμος, σε εποχή που μπορούσε να απολαύσει τους καρπούς των αγώνων στην Αθήνα, είχε εγκαταλείψει τα πάντα και έσπευσε εκεί όπου θεωρούσε ότι τον καλούσε η πατρίδα, στη Μακεδονία και τη Θράκη. Είναι μία κάπως άγνωστη πτυχή της ζωής και της προσφοράς του. Γι’ αυτό ο Ζ. Παπαντωνίου τον αποκάλεσε εθνομάρτυρα και έγραφε ότι ο άλλοτε πρύτανης του ελληνικού Τύπου ήταν πλέον ένας απλός μεταφραστής. Δεν έγραφε πλέον άρθρα, όπως εκείνα του 1862, που ανέτρεπαν το καθεστώς. Τώρα πλέον έκανε απλές μεταφράσεις από τις ευρωπαϊκές εφημερίδες.
Ο Οδ. Ιάλεμος πείνασε και πέρασε στο στάδιο της ασιτίας καταμεσής της πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους. Και ίσως τον έβρισκαν νεκρό σε κάποια γωνιά εάν δεν εκδηλωνόταν το ενδιαφέρον από κάποιους ιδιώτες που τον οδήγησαν πρώτα στον Ευαγγελισμό και στη συνέχεια στο Δημοτικό Νοσοκομείο «Ελπίς» όπου και πέρασε τις τελευταίες εβδομάδες του «ως ο έσχατος των ασήμων»[4]. Έφυγε από τη ζωή στις 10 Δεκεμβρίου 1898, σε ηλικία 65 ετών, άγαμος, φτωχός και άσημος. Στα τελευταία του πλέον, ο Δήμος Αθηναίων είχε εγκρίνει ένα ποσό 300 δραχμών, για να κατορθώνει να επιβιώνει χωρίς να στερείται τα απαραίτητα. Ωστόσο η απόφαση αυτή καθυστέρησε να εγκριθεί από τη Νομαρχία, η οποία όχι μόνον την ενέκρινε πολύ αργά, αλλά μείωσε το ποσό στο ήμισυ[5].
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Εστία» 10 Δεκεμβρίου 2018.