Να ένα είδος που υπερέβη κατά πολύ τον τιμάριθμον. Άλλοτε είχε και αυτός μια δεκάρα όπως και ο καφές και το λουκούμι, τώρα υπερβαίνει το τάλληρο. Σήμερα για να είνε κανείς ναργιλετζής πρέπει να είνε και πλούσιος, να έχη λίρες Εγγλέζικες. Από τα μεγάλα καφενεία έχει πια εξοστρακισθή χάριν λόγων ευπρεπείας. Εκεί πηγαίνουν και κυρίες, που δυνατόν να καπνίζουν τσιγαράκι, ενίοτε να πρεζάρουν και κοκαΐνην, μα δεν μπορούν όμως να υποφέρουν τη μυρουδιά του ναργιλέ.
Εις τα μικρά καφενεία των συνοικιών κατηργήθη γιατί κανείς δεν τον ζητάει πια, είνε πολύ ακριβός. Έμεινε λοιπόν μόνον εις μερικά αμφίβια καφενεία. Μπορούμε να τα βαφτίσουμε αμφίβια, όχι μόνον γιατί κυμαίνονται μεταξύ μεγάλων και μικρών, μεταξύ καφενείων πολυτελείας και συνοικιακών, αλλά και γιατί εκεί συχνάζουν εντόπιοι και πρόσφυγες, που δεν μπορούν να αποχωρισθούν τον ναργιλέ που τους θυμίζει την Ανατολή, την πατρίδα τους, που ποιος ξέρει αν θα την ξαναϊδούν ποτέ πια!
Και αλήθεια, ο ναργιλές σου ενθυμίζει όλην την χλιδήν και την απόλαυσιν της Ανατολής, σου φέρνει στο νου σου πασάδες, δερβίσηδες, τα παλάτια της Χαλιμάς, χανούμισσες, χαρέμια, σερμπέτια και αμάν αμάν!
Αυτό το κάπνισμα είνε όλως διόλου άγνωστον εις την Δύσιν. Κάποτε, στα παληά τα χρόνια, είχαν πάει μερικοί αξιωματικοί του Ναυτικού στην Αγγλία να παραλάβουν ένα καινούργιο ατμοκίνητο πλοίο. Ήταν ακόμη ο καιρός της ιστιοφόρου ναυτιλίας. Ο καπετάνιος του πλοίου, ένας από τους θαλασσολύκους εκείνους τους συντρόφους του Μιαούλη και του Κανάρη, φουμάριζε ναργιλέ. Το πλοίο όμως αυτό ένεκα κακής κατασκευής έτυχε μια μέρα να βουλιάξη μέσα σ’ ένα αγγλικό λιμάνι. Οι Άγγλοι εφρόντισαν αμέσως να το ανασύρουν και έκαναν και απογραφήν όλων των ευρεθέντων εις τον βυθόν επίπλων και ειδών του πλοίου. Μόλις είδαν λοιπόν και τον ναργιλέ του καπετάνιου, που είχε και αυτός βουλιάξει μαζί με τα άλλα πράγματα, δεν ήξεραν πού να τον κατατάξουν και πώς να τον ονομάσουν. Έγραψαν λοιπόν εις την απογραφήν: «Μουσικόν όργανον αγνώστου επωνυμίας».
Και πραγματικώς για έναν που δεν ξέρει, μοιάζει σαν μουσικόν όργανον. Τα γουργουρητά δε των διαφόρων ναργιλέδων, μέσα σ’ ένα καφενείο, ποικίλλοντα αναλόγως των καπνιστών, σχηματίζουν όλα μαζί μίαν μουσικήν συναυλίαν λίαν ενοχλητικήν διά τους μη καπνίζοντας. Οι καπνίζοντες όμως σου λένε πως ο ναργιλές έχει ποίησιν, σε ζαλίζει, σου φέρνει μια ευχάριστη νάρκη, που για μια στιγμή θαρρείς πως ταξιδεύεις στις μαγεμμένες χώρες της Χαλιμάς, πως βρίσκεσαι στα παλάτια των ονείρων, στα Παλάτια του Μωάμεθ μαζί με όλας τα απολαύσεις του.[1]