Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ο Άγιος Φίλιππος της οδού Αδριανού, με την πλατεία και τον παραδοσιακό του περίγυρο, είναι από τους ιστορικότερους ναούς της πρωτευούσης. Σύμφωνα με όσα έχουν γραφεί έως σήμερα, μαζί με την Παντάνασσα του Μοναστηρακίου φαίνεται πως είναι οι δύο παλαιότεροι χριστιανικοί ναοί, ρυθμού Βασιλικής στην ελληνική πρωτεύουσα. Μόνον που η Παντάνασσα σώθηκε.
Όχι όμως ο Άγιος Φίλιππος που γνώρισε χρόνους μεγάλης παρακμής και δεν έφτασε αλώβητος έως τις ημέρες μας. Διασώθηκε, ωστόσο, η όψη και δύο κατόψεις του, στις αποτυπώσεις που μας παρέδωσε ο περιηγητής Α. Couchaud που επισκέφτηκε την Αθήνα το 1841. Ο ναός παρέμενε ημικατεστραμμένος από τα χρόνια της Εθνεγερσίας ακόμη, όταν ο «μαχαλάς του Αγίου Φιλίππου» είχε 49 σπίτια στα οποία κατοικούσαν διακόσιες εβδομήντα ψυχές[1]!
Περίτεχνη βρύση
Όταν ο Κιουταχής πολιόρκησε την Αθήνα (Ιούνιος 1826-Μάιος 1827) ο ναός υπέστη μεγάλο πλήγμα και δεν ήταν πλέον δυνατόν να λειτουργηθεί. Ημικατεστραμμένος από τις οβίδες παρέμεινε στην κατάσταση αυτή μέχρι το 1838, παρά το γεγονός ότι διέθετε σημαντική περιουσία. Μόνον η περιβόητη βρύση του είχε απομείνει για να θυμίζει την ακμή του.
Η βρύση αυτή για την οποία πολλά έχουν γραφεί. Είχε τέσσερις κρουνούς και οικοδόμημα που υποβασταζόταν από τέσσερις κίονες και είχε πλούσιο διάκοσμο. Οι θρύλοι και οι παραδόσεις που τη συνόδευαν, συντρόφευαν τις διηγήσεις των Αθηναίων για πνεύματα κακοποιά και δαιμόνια που προκαλούσαν εξωτικούς θορύβους τα βράδια.
Έριδες
Ήταν το νερό του Αδριάνειου υδραγωγείου που κατέβαινε από την οδό Μητροπόλεως και περνούσε από το Μοναστηράκι και την περιοχή του Αγίου Φιλίππου για να καταλήξει στον Κεραμεικό και να ξεχυθεί στην αρχή της Ιερά Οδού. Εξ ου και η ονομασία «νερό της Αγίας Τριάδος». Γύρω από τη βρύση του Αγίου Φιλίππου και το νερό της έριζαν κάτοικοι και δημοτικοί άρχοντες και πολλά επεισόδια έχουν διασωθεί.
Πάντως, ο ναός φαίνεται πως στα μέσα της δεκαετίας 1860 υπέστη πρόχειρες επισκευές, οι οποίες εξαφάνισαν τον αρχικό χαρακτήρα και τον ρυθμό του. Ανακατασκευάσθηκε εκ θεμελίων, ήταν πλέον ενοριακός και καταγράφεται ως επιμήκης με ξυλόστεγη βασιλική[2]. Το δυτικό τμήμα κοσμούσαν τρία μονόλοβα κωδωνοστάσια και τέσσερα μεγάλα παράθυρα.
Πολύβουη γειτονιά
Ήταν ομολογουμένως ένας κομψός και συμμετρικός ναός, με τέμπλο που είχε κατασκευαστεί το 1849 και με έναν απλό ξύλινο άμβωνα. Διέθετε επίσης μικρό γυναικωνίτη. Τα χρόνια περνούσαν και η περιοχή γύρω από τον Άγιο Φίλιππο βρέθηκε στο επίκεντρο των ανθρώπων της εργασίας και του μόχθου. Από τη μία πλευρά οι χρήσεις της οδού Ηφαίστου και από την άλλη η πολύβουη λαϊκή γειτονιά.
Εκεί όπου συνωστίζονταν οι επιστήμονες, γιατροί, δικηγόροι και αρχιτέκτονες με τους εμπόρους, τις μοδίστρες, τις καπελούδες και τις κεντήστρες. Παρακολουθούσε και πρωταγωνιστούσε ο ναός στις εξελίξεις. Είδε να χάνονται όλες οι εκκλησίες γύρω του: Η Βλασσαρού, ο Άγιος Αθανάσιος, ο Άγιος Νικόλαος κ.ά.
Αγιογράφηση
Υπέκυπταν στη σκαπάνη των αρχαιολόγων οι εκκλησίες της περιοχής και κάθε λίγο και λιγάκι τα υπάρχοντά τους, εικόνες, ιερά σκεύη και αφιερώματα, μεταφέρονταν εκεί για να διαφυλαχτούν. Μετά τον πόλεμο όμως ο ναός παρουσίασε ρωγμές και διαβρώσεις, γεγονός που οδήγησε στην ανάγκη θεμελιώδους επισκευής. Στις αρχές της δεκαετίας 1960, ο ναός είχε χαρακτηριστεί μνημείο ορθόδοξης εκκλησιαστικής τέχνης της βυζαντινής εποχής.
Ανακατασκευάσθηκε από τα θεμέλια και προς τα τέλη της ίδιας δεκαετίας προστέθηκε το καμπαναριό. Την αρχική αγιογράφηση έκαναν ο αγιογράφος και καθηγητής Πανεπιστημίου Ι. Βασιλόπουλος και ο Δημήτριος Κεντάκας. Ο ναός του Αγίου Φιλίππου της οδού Αδριανού, ο οποίος εορτάζει σήμερα, λειτουργεί και ως μοναδικό θησαυροφυλάκιο μνήμης της ευρύτερης περιοχής.
Καφενείο Ματζούφα
Υπάρχει όμως και η γραφική πλευρά του ναού του Αγίου Φιλίππου της οδού Αδριανού, της γειτονιάς και της πλατείας του που συνδέθηκε με τους βλάμηδες και τους καβγατζήδες των περασμένων χρόνων. Εκεί βρισκόταν το αντίπαλο δέος της πλατείας Ψυρρή. Παμπάλαια πλατεία με πλούσια ιστορία και προπαντός με παρουσία κομματικών παλικαράδων, οι οποίοι κατέκλυζαν το γωνιακό καφενείο (Αγίου Φιλίππου και Αδριανού).
Διευθυντής του στα τέλη του 19ου αιώνος ήταν ο περίφημος Ματζούφας, ο ηρωικός Θάνος ο καβγατζής. Τις περισσότερες ημέρες του μήνα την έβγαζε στο εδώλιο του κατηγορούμενου για άδικη επίθεση. Το καφενείο του ήταν το επίκεντρο της παλικαριάς. Εκεί σύχναζαν οι αντάμηδες του παλιού καιρού για να ανταλλάξουν άγριες ματιές και ενίοτε να διασταυρώσουν τις κάμες τους συνήθως για «ψύλλου πήδημα». Στην πραγματικότητα ήταν μια αέναη μάχη για να πάρει ο ένας τον αέρα του άλλου.
Το… πάνθεον
Ένα σπάνιο ανάγλυφο του κόσμου του περιθωρίου καταγραφόταν στην περιοχή του Αγίου Φιλίππου. Τα ονόματα των πρωταγωνιστών διασώθηκαν μόνον στα αστυνομικά δελτία της εποχής[3]. Ο Στέφανος ο Βάπτισμας, ο Γιώργος ο Κοντοβάσης, ο Αλέκος ο Φυλακτός, ο Γιάννης ο Τσαλαβούτας, ο Μίστος ο Γελαδάκης. Ακολουθούσε μακρά χορεία ζεβζέκηδων με τζογιέ μαύρα παντελόνια, κόκκινες κάλτσες και καβουράκι καπέλο. Οι αιματηρές συμπλοκές συχνά αποτελούσαν το μοναδικό θέαμα της περιοχής, από την οποία οι πολιτικοί της εποχής στρατολογούσαν τους ακολούθους και τους σωματοφύλακές τους. Όταν διενεργούνταν εκλογές και ο ναός του Αγίου Φιλίππου ήταν το εκλογικό τμήμα, στην πλατεία διαδραματίζονταν τρομερές καρεκλομαχίες που κατέληγαν σε πιστολιές, οι οποίες εντέλει είχαν ως θύματα ανύποπτους διαβάτες.
Στον απόηχο των συμπλοκών η εικόνα της πλατείας πρόδιδε τον τρόπο που είχε γίνει η φασαρία. Στο κέντρο της σπασμένα τραπέζια, καθίσματα, φλιτζάνια, ποτήρια, δίσκοι, καπέλα, όλα κατάχαμα φύρδην μίγδην. Η δημοτική αστυνομία, οι περίφημοι ερυθροχίτωνες, κρατώντας τα σπαθιά τους έφερναν βόλτα την περιοχή με την πρόθεση να συλλάβουν τους πρωταγωνιστές. Βέβαια οι τελευταίοι είχαν τραπεί σε φυγή για να εμφανιστούν μετά από λίγες ημέρες και να συνεχίσουν τις επίζηλες ενασχολήσεις τους, οι οποίες τους εξασφάλιζαν και τα προς το ζην. Διότι με αυτό τον τρόπο ζούσαν.
Φωνογράφοι με χωνιά
Με τα πέρασμα των χρόνων, το γωνιακό καφενείο που αποτελούσε την φωλιά των κουτσαβάκηδων, άλλαζε διευθυντές αλλά και πελάτες. Έτσι, σε μια θαυμάσια περιγραφή του 1937 βρίσκουμε στο ίδιο καφενείο να συχνάζουν οι αποκαλούμενοι τουρκόγυφτοι, οι οποίοι εμπορεύονταν τάπητες, μύλους του καφέ, λιβανιστήρια και μπρούτζινα γουδιά[4]. Τοίχοι μαυρισμένοι, πάτωμα σαθρό, έπιπλα παμπάλαια.
Στα χρόνια του Μεταξά είχαν πάψει οι ταραχές και οι τσακωμοί. Είχε όμως μετατραπεί σε στέκι των τσιγγάνων που επισκέπτονταν την χώρα μας από διάφορες βαλκανικές χώρες και έφταναν πάντα μέχρι την Αθήνα. Στο καφενείο, πολλές φορές, αποθήκευαν την πραμάτεια τους, την οποία προσπαθούσαν να πουλήσουν τις Κυριακές στο παραδοσιακό παζάρι. Πρωταγωνιστούσαν οι φωνογράφοι με τα χωνιά και τα γραμμόφωνα παντός τύπου.
Οι ανασκαφές
Αλλά η πλατεία Αγίου Φιλίππου δεν ήταν μόνον οι βλάμηδες και οι καβγάδες. Το τελευταίο εκείνο τμήμα της οδού Αδριανού φιλοξενούσε ένα τμήμα της οικονομικής ζωντάνιας των Αθηνών. Με τον παμπάλαιο αλευρόμυλο του Μπαλακάκη, το ξυλουργικό εργοστάσιο των Ράλλη -Γερμανού, την Κυτιοποιία Πολυζωίδη και την Ποτοποιία Βαρθολομαίου ήταν τόπος που έσφυζε από ζωή.
Κοντά τους γνωστά καφενεία των Αθηνών που έγραψαν ιστορία (Ν. Κουταβέλη, Ι. Μπαρδόπουλου, Σ. Θεάκου, Γ. Παπαχειμώνα κ.ά.). Η εικόνα της περιοχής έμελλε να αλλάξει όταν ξεκίνησαν οι ανασκαφές για την αποκάλυψη της αρχαίας αγοράς. Γκρεμίστηκαν εκατοντάδες σπίτια και έφυγαν χιλιάδες άνθρωποι αλλάζοντας ριζικά την ανθρωπογεωγραφία και τις χρήσεις στην ευρύτερη περιοχή. Σήμερα αποτελεί έναν από τους πλέον αγαπημένους προορισμούς κατοίκων και επισκεπτών των Αθηνών.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 11 Ιουλίου 2014