Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδά
Η Υπαπαντή του Ιησού Χριστού που γιορτάζει στις 2 Φεβρουαρίου, σε ανάμνηση της ελεύσεώς του στον Ναό των Ιεροσολύμων και της καθάρσεως της Παναγίας από τη λοχεία, είναι μια εκ των δώδεκα μεγάλων εορτών της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας. Ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός ανήγαγε σε δεσποτική τη γιορτή, το 542 και επέβαλε να εορτάζεται στις 2 Φεβρουαρίου, επικαλούμενος τη βοήθεια του Θεού προς αντιμετώπιση λοιμού που έπληττε την επικράτειά του. Πλήθος είναι οι περικαλλείς ή φτωχικοί ναοί και τα παρεκκλήσια ή ξωκλήσια που γιορτάζουν σε όλη την Ελλάδα. Επιλέγουμε να αναφερθούμε σε έναν ιστορικό ναό, αφιερωμένο στην Υπαπαντή του Κυρίου, ο οποίος κατεδαφίστηκε υποκύπτοντας στην αρχαιολογική σκαπάνη. Βρισκόταν στην περιοχή της Βλασσαρούς, στη γειτονιά που θυσιάστηκε για να αποκαλυφθεί η Αρχαία Αγορά. «Τα υπάρχοντα εν τω χώρω παλαιά εκκλησίδια απεφασίσθη να παραμείνουν άθικτα»[1], ανακοινωνόταν επίσημα από τον Τύπο το 1927, προκειμένου να καμφθούν οι αντιδράσεις των χριστιανών.
Αλλά η είδηση δεν ήταν αληθινή. Από τους εννέα ναούς της Βλασσαρούς μόνον ένας διασώθηκε, οι Άγιοι Απόστολοι του Σολάκη. Μεταξύ εκείνων που κατεδαφίστηκαν ήταν και η Υπαπαντή που βρισκόταν στην οδό Βουλευτηρίου, κοντά στο Βαλεριάνειο τείχος και η περιοχή της ήταν μαντρωμένη. Όποιος την αναζητήσει στα τεκμήρια και τους χάρτες της εποχής, θα την βρει να συνορεύει ανατολικά με την οδό Διοσκούρων και την οικία Δ. Βάσσου, δυτικά με την οδό Βουλευτηρίου, αρκτικά με τις οικίες Γ. Ζωγόπουλου και Σπ. Κουτρουφίνη και μεσημβρινά με ανώνυμο δρομάκι.
Πως ερειπώθηκε
Στον 9ο αιώνα ή και νωρίτερα χρονολογούν ορισμένοι την ανέγερση του ναΐσκου και άλλοι σε μεταγενέστερους χρόνους, πάντως πριν από την επικράτηση των Φράγκων. Ούτως ή άλλως, η Υπαπαντή υπέστη πολλές επισκευές, δεινοπάθησε κατά τους Τουρκοβενετικούς πολέμους για να υποστεί μεγάλες καταστροφές στα χρόνια της Επανάστασης. Η συνοικία έπαψε πλέον να φέρει το όνομά της και η τρίκλιτη βασιλική ερειπώθηκε.
Aπό μαρτυρία του Σουρμελή πληροφορούμαστε ότι ο ναός ερειπώθηκε όταν διαρκούσε ακόμη η Ελληνική Επανάσταση. Στεγαζόταν με ξύλινη σαμαρωτή στέγη. Στην πρόσοψη και πάνω από την πόρτα υπήρχε μικρή κόγχη και από πάνω ένα δίλοβο παράθυρο. Στο «Eυρετήριον των Mνημείων της Eλλάδος» σημειώνεται ότι «εις φραγκικούς χρόνους υπέστη επισκευάς, ιδίως κατά το μέρος του ιερού βήματος αντικατασταθείσης της παλαιάς ξυλίνης στέγης της προθέσεως και του διακονικού δια σταυροθολίων μετά πωρίνων βεργίων»[2].
Εορτασμός στα απομεινάρια
Είχαν παραμείνει όμως στον τοίχο και στο έδαφος βυζαντινά απομεινάρια για να θυμίζουν την εποχή του μεγαλείου της. Στον περίβολο, ανατολικά του ναού, υπήρχαν τα απομεινάρια παλαιού νεκροταφείου για να θυμίζουν τον ηγετικό της ρόλο στην περιοχή. Μετατράπηκε, λοιπόν, σε ξωκλήσι των Αγίων Αποστόλων αλλά δεν έπαψε να γιορτάζεται μέχρι πριν από λίγα χρόνια! «Σήμερον πανηγυρίζει μεγαλοπρεπώς ο παρά τους πρόποδας της Ακροπόλεως αρχαιότατος ιερός ναός της Υπαπαντής του Χριστού»[3], έγραφαν οι εφημερίδες στερεότυπα τον 19ο αιώνα. Και αφού ο ναός δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τις ανάγκες των πιστών, η λειτουργία γινόταν στους γειτονικούς Αγίους Αποστόλους, οι επίτροποι των οποίων αναλάμβαναν και την οργάνωση.
Μία ακόμη είδηση του 1885 μας πληροφορεί λεπτομερέστερα για την εορτή: «Το Σάββατον 2 Φεβρουαρίου 1885 πανηγυρίζει μεγαλοπρεπώς ο παρά τους πρόποδας της Ακροπόλεως ιερός ναός της Υπαπαντής του Χριστού. Ο εσπερινός και η θεία λειτουργία θα τελεσθώσιν εν τη ενοριακή εκκλησία των Αγίων Αποστόλων μετά μεγάλης εκκλησιαστικής μεγαλοπρεπείας, χοροστατούντος και του ιερουργούντος αρχιμανδρίτου κ. Ανθίμου Μανουσοπούλου, όστις και θα εκφωνήση κατάλληλον λόγον. Οθεν παρακαλούνται οι φιλέορτοι χριστιανοί όπως παρευρεθώσιν εις την θείαν ταύτην πανήγυριν. Οι επίτροποι του ενοριακού ναού των Αγίων Αποστόλων Γεώργιος Χρονόπουλος, Νικόλαος Καρδίτσης».
Μία λειτουργία
Η «ερειπωμένη παράγκα», όπως καταγραφόταν ο ναός στο βιβλίο «Ακινήτου και Κινητής Περιουσίας», απέκτησε και πάλι ζωή με τα χρήματα μιας «ανώνυμης» χριστιανής. Ξαναλειτούργησε μια Παρασκευή του Μαρτίου 1931 και κάθε Σάββατο αλλά πλέον ως ξωκλήσι. Έμελλε δε, η Υπαπαντή, να ζήσει και μια μεγάλη στιγμή. Έστω για μία ημέρα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1932, έγινε η «Μητρόπολη» της περιοχής! Διεξάγονταν εκλογές και ο ναός των Αγίων Αποστόλων είχε μετατραπεί σε εκλογικό κέντρο. Οπότε η κεντρική λειτουργία πραγματοποιήθηκε στο «ξωκκλήσι» της Υπαπαντής.
Στα ημερολόγια των αρχαιολόγων, τα οποία συντάχθηκαν πολλά χρόνια αργότερα, διαβάζουμε πως εντός του ναού υπήρχε τοιχογραφία με την παράσταση της Υπαπαντής και επιγραφή γραμμένη με «φωτεινά» κόκκινου χρώματος γράμματα. Τα χρώματα της τοιχογραφίας ήταν ξεθωριασμένα και το έργο, το οποίο χρονολογούσαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ήταν αρκετά φθαρμένο. Η Αγία Τράπεζα είχε το σχήμα τετράγωνης πλάκας και στις τέσσερις πλευρές ήταν χαραγμένη η επιγραφή «ΣΤΑΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ / ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ / ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ / ΜΑΤΟΥΚΑ» και κάτω από το οικογενειακό όνομα υπήρχε η ημερομηνία 1863.
Η «Παπαντούλα»
Ο δάσκαλος της γειτονιάς, του οποίου το όνομα δεν διέσωσε ο Δ. Λαμπίκης που μας μεταφέρει την πληροφορία, όταν κλήθηκε να πάρει θέση για τις εξελίξεις και την κατεδάφιση των ναών, σηκώθηκε όρθιος και διάβασε ένα απόσπασμα από τον παλιό θρήνο: «Δεύτερον, τρίτον ήλθασι / και εις αυτόν τον τόπον, εσήκωσαν τους ιερείς / τους λειτουργούς του Υψίστου, / τους γέροντας, τους φρόνιμους / κι όλους του κόσμου όλου / εγκρέμισαν τα σπίτια / μετά του πλούτου όλου. / Κάθεται η Αθήνα και θρηνεί / κλαίει, ουχ’ υπομένει»[4]!
Οι εργασίες μεταφοράς των αντικειμένων και ιερών κειμηλίων από το εσωτερικό του ναού ολοκληρώθηκαν στις 23 Νοεμβρίου 1938. Η ειρωνεία της τύχης ήθελε το τέμπλο και την Αγία Τράπεζα να μεταφέρονται για δεύτερη φορά από τη θέση τους. Διότι προηγουμένως ανήκαν στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος, της οποίας η κατεδάφιση είχε προηγηθεί. Δύο εικόνες της σώθηκαν –ευτυχώς– και βρίσκονται στον Ναό της Παντάνασσας (Μοναστηράκι) και στον Άγιο Φίλιππο. Εκεί τις επισκέπτονται οι ελάχιστοι κάτοικοι της Βλασσαρούς που απόμειναν κι επιμένουν να προσκυνούν την «Παπαντούλα» τους, την ημέρα της γιορτής της, κάθε χρόνο στις 2 Φεβρουαρίου.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», 19 Αυγούστου 2014.