Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η οικογένεια Καβαφάκη ξεκίνησε από την Κρήτη και μετακινήθηκε στη Μικρά Ασία. Ο δημοσιογράφος και εκδότης Ανδρέας Καβαφάκης γεννήθηκε στο Αϊδίνι το 1870. Επρόκειτο περί ενός μαχητικού και παρορμητικού Έλληνα, ο οποίος αφού σπούδασε νομικά στην Αθήνα και πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι, άρχισε να δημοσιογραφεί. Επέστρεψε στην Αθήνα και στη συνέχεια στο Κάιρο όπου γνώρισε και παντρεύτηκε τη Ζωή Σταϊκοπούλου. Απόκτησαν τέσσερα παιδιά, μια κόρη και τρία αγόρια. Το κορίτσι έφυγε νωρίς από τη ζωή, ενώ ο Αν. Καβαφάκης μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί έφυγε κυνηγημένος με τη βοήθεια του Ίωνα Δραγούμη.
Ο σπουδαίος εκείνος Έλληνας που ξέφυγε από τους Τούρκους και εντέλει εξέδωσε δική του ημερήσια εφημερίδα στην Αθήνα, τον «Ελεύθερο Τύπο», έμελλε να πέσει νεκρός από αδελφικό χέρι. Η δολοφονία του, για την οποία πολλά έχουν γραφεί, θεωρείται πως έμεινε ανεξιχνίαστη. Ωστόσο υπήρξε σίγουρα απόρροια του μεγάλου διχασμού (βασιλικοί – βενιζελικοί) που επικράτησε τις δεκαετίες 1920-30. Ένας από τους τρεις γιους του ήταν ο Λέανδρος Καβαφάκης, ο μποέμ γόης του καλλιτεχνικού στερεώματος της δεκαετίας 1930. Σύμφωνα με νεότερα ληξιαρχικά στοιχεία ο πραγματικός χρόνος γέννησής του ήταν το 1908 και κατά τη διάρκεια της Κατοχής αποδείχθηκε πως υπήρξε και υπέροχος Έλληνας[1].
Αντίθετα από τον αδελφό του δημοσιογράφο Χρήστο, ο οποίος κατά την διάρκεια της Κατοχής αρθρογραφούσε στο «Ελεύθερον Βήμα» και ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ, ο Λέανδρος ήταν οργανωμένος στον ΕΔΕΣ. Σε συνεργασία με τη «σοκολατένια Μανταλένα», όπως αποκαλούσαν την χορεύτρια Μαρία Χατζοπούλου. Οι γονείς της ήταν Ελληνοαρμένιοι και πέθαναν όταν ακόμη εκείνη ήταν κορίτσι. Μεγάλωσε σε γαλλικό ορφανοτροφείο και στη συνέχεια φιλοξενήθηκε στο σπίτι ενός ιερέα της Κοκκινιάς.
Όπως διέσωσε ο Αρτέμης Μάτσας, τη χειμερινή περίοδο 1943-44 οι θιασάρχες Γιώργος και Μίμης Ξύδης σχημάτισαν μουσικό θίασο για σειρά παραστάσεων στο Δημοτικό Θέατρο Πατρών[2]. Προσέλαβαν λοιπόν ως χορεύτρια τη Μανταλένα και ως τενόρο τον Λ. Καβαφάκη. Έχουν γραφτεί διάφορες εκδοχές για τον τρόπο που μυήθηκαν και έδρασαν στην αντίσταση.
Χρησιμοποιώντας την τσαχπινιά και τη ζωηράδα της Μανταλένας προσέγγισαν Γερμανό αξιωματούχο κατορθώνοντας να αποσπούν πολύτιμες πληροφορίες και έγγραφα ή να εκδίδουν άδειες κυκλοφορίας για άνδρες της αντίστασης. Πρώτη τον προσέγγισε η Μανταλένα, η οποία στη συνέχεια του συνέστησε τον Καβαφάκη ως καλλιτέχνη και «πολύ καλό φίλο» της Γερμανίας. Σημειωτέον ότι ο Λ. Καβαφάκης είχε φοιτήσει σε γερμανικό σχολείο της Κωνσταντινούπολης, όπου είχε πάρει και τα πρώτα μαθήματα μουσικής. Ο Σ. Πετράς παραδίδει πως με το υλικό, το οποίο προμήθευε την αντίσταση ο Λ. Καβαφάκης πραγματοποιήθηκαν πολλά σαμποτάζ προκαλώντας σημαντικές ζημιές στις στρατιωτικές δυνάμεις[3].
Προδόθηκαν όμως και η συνέχεια δόθηκε στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πατρών στις 2 Ιανουαρίου 1944. Καβαφάκης και Μανταλένα συνελήφθησαν ενώ παιζόταν η οπερέτα «Ροζίτα» καθώς οι μελωδίες του Θεόφραστου Σακελλαρίδη μάγευαν τους θεατές. Ακολούθησε η γνωστή διαδρομή. Κολαστήριο οδού Μέρλιν και ύστερα φυλακές Αβέρωφ, όπου παρέμειναν περίπου εννέα μήνες. Ήταν από τους τελευταίους που δολοφόνησαν οι ναζί στο Δαφνί, μαζί με δεκάδες άλλους άνδρες και γυναίκες της αντίστασης. Καβαφάκης και Μανταλένα δολοφονήθηκαν αγκαλιασμένοι και τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο. Το τελευταίο γράμμα του Λέανδρου Καβαφάκη προς τους συγκρατουμένους του ήταν συγκλονιστικό: «Αν δεν σας ξαναδώ, γειά σας. Αν μ’ αφήσουν όμως να ζήσω θα σας τραγουδήσω μια άρια από την «Κοντέσσα Μαρίτσα», μια άρια που την τραγουδούσα με την αγαπημένη μου γυναίκα Ρένα… Γειά σας παιδιά!»[4]. Η κατά εννέα χρόνια μεγαλύτερη γυναίκα του Ειρήνη ήταν κόρη του Νικόλαου Κουμούζου ή Καρέζου και έζησε κυριολεκτικά στη σκιά του.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 23 Οκτωβρίου 2015