Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Κατά καιρούς εμφανίζονται στα καλλιτεχνικά μας δρώμενα πρόσωπα που έχουν την ικανότητα να μιμούνται γνωστές φυσιογνωμίες. Πρόκειται βεβαίως για πανάρχαια τέχνη αλλά στα νεότερα χρόνια, εκείνος που το εισήγαγε από σκηνής ήταν ένας μοναδικός και πολυτάλαντος τύπος που εμφανίστηκε στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας 1890. Επρόκειτο περί του Μάρκου Σιγάλα (1872-1934), τον οποίο ο Γιάννης Σιδέρης χαρακτήρισε ως μικρό πρόδρομο της θεατρικής παιδείας μας. Καταγράφηκε στους αθανάτους τύπους της Παλιάς Αθήνας δημιουργώντας την πρώτη σχολή απαγγελίας σε μια εποχή που όλοι ήθελαν να χρωματίζουν τον λόγο τους και να αρθρώνουν καθαρά τις λέξεις.
Ο Μ. Σιγάλας καταγόταν από τη Σαντορίνη και ήλθε νεότατος στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά. Αλλά η φύση του ήταν καλλιτεχνική. Συνήθιζε να εμφανίζεται μόνος με απαγγελίες και μιμήσεις. Μπορούσε να μιμείται τη φωνή και τις κινήσεις δεκάδων προσώπων με φυσικότητα και τέχνη ώστε ο θεατής και ο ακροατής του να νομίζει πως βρίσκεται μπροστά στον πραγματικό ήρωα των μιμήσεών του. Όπως συνέβαινε όταν μιμούνταν τον Χαρίλαο Τρικούπη, πετυχαίνοντας με θαυμαστό τρόπο τον τόνο και τον χρωματισμό της φωνής του.
Αγάπησε το θέατρο και φιλοδοξούσε να γίνει δάσκαλος των νέων ερασιτεχνών. Αφιερώθηκε σ’ αυτή την ιδέα δίνοντας μαθήματα σε νέους και νέες και διδάσκοντας τους φοιτητές της «Εταιρείας των Αρχαίων Δραμάτων» όταν πρόεδρός της ήταν ο καθηγητής Μιστριώτης. Έτσι έγινε ο δάσκαλος της απαγγελίας πολλών ερασιτεχνών πριν ακόμη ιδρυθεί η Νέα Σκηνή του Χρηστομάνου. Αναζητούσε και ανακάλυπτε ταλέντα. Όπως η Κυβέλη, την οποία εκείνος πρωτοπαρουσίασε. Μόλις 13 ετών ήταν όταν την εντόπισε στο σπίτι του προξενικού υπαλλήλου και δικηγόρου Μήτσου Λεονάρδου.
Επί μισόν αιώνα εργάστηκε με πάθος και φλογερό πόθο με τις θεατρικές του δραστηριότητες. Αφιέρωσε τη ζωή του στην προπαγάνδα του ποιήματος με την απαγγελία και ανέδειξε σημαντικές φυσιογνωμίες του θεάτρου. Υπήρξε περιζήτητος στις περίφημες σπιτικές – οικογενειακές συναναστροφές και στις πάσης φύσεως βεγγέρες. Μικρόσωμος, με γενάκι, άσχημος αλλά ανοιχτόκαρδος, φορούσε το επίσημο ένδυμά του, μια κοντή πάνω από το γόνατο ρεντιγκότα και εμφανιζόταν. Ο ίδιος πίστευε πως ήταν ιδιαίτερα ωραίος. Όταν άρχιζε να απαγγέλει άκουγαν όλοι με κατάνυξη, ενώ μετά το πέρας των απαγγελιών του φρόντιζε να… επιπίπτει στα εδέσματα.
Ο Δήμος Βρατσάνος που τον είχε γνωρίσει και είχε συναναστραφεί μαζί του, έγραψε πως «φούσκωνε η κοιλιά του σαν του βατράχου και ύστερα ξάπλωνε σε κάποια πολυθρόνα σα ναρκωμένος βόας»! Ευγενής, καλοσυνάτος και πνευματώδης, έμεινε γνωστός για τα σπαρταριστά ανέκδοτά του. Κάποτε διηγείτο την αποτυχημένη… εκστρατεία του στην Πελοπόννησο. Στο Ναύπλιο δεν μπόρεσε να απολαύσει τα περίφημα σύκα φίλου του κηπουρού γιατί είχε χαλάσει η σκάλα και δεν μπορούσε ν’ ανέβει στη συκιά. Στο Άργος δεν έφαγε μπακλαβά γιατί είχε πεθάνει ο ζαχαροπλάστης. Στην Καλαμάτα τα ορτύκια είχαν χαλάσει στο αλάτισμα. Στο Γύθειο δεν έφαγε μπαρμπούνια γιατί είχαν χαλάσει τα δίχτυα των ψαράδων. Στο Αίγιο ο περονόσπορος είχε αφανίσει τα καλά σταφύλια και στην Κόρινθο τη σουλτανίνα. Οπότε επέστρεψε στην Αθήνα καραβοτσακισμένος και με τις διηγήσεις των περιπετειών του να διασκεδάζουν όσους τις άκουγαν.
Πάντως, επί δεκαετίες ολόκληρες, συνήθως Μάιο μήνα, παρουσίαζε τις περίφημες προεσπερίδες του στον «Παρνασσό», οι οποίες αποτελούσαν καλλιτεχνικό γεγονός για τον αθηναϊκό κόσμο. Εξάλλου, ο «Παρνασσός» τον προσέλαβε και ως καθηγητή απαγγελίας των νυκτερινών σχολών του. Επίσης, βασικό στέκι του υπήρξε η Σχολή Μεταξά. Εκεί του είχε παραχωρηθεί ένα δωμάτιο για κατοικία στο οποίο μόλις χωρούσε, αφού ήταν γεμάτο από χειρόγραφα, βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά σκορπισμένα. Έφυγε από τη ζωή τον Ιανουάριο 1934 πάμπτωχος αλλά όχι ξεχασμένος.