Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το 1960 εγκατέλειψε τα γήινα μία από τις σημαντικότερες ελληνικές μορφές της ζωγραφικής και από τους τελευταίους της «Σχολής του Μονάχου». Ήταν ο Σπυρίδων Βικάτος. Καλλιτέχνης που τίμησε το ελληνικό όνομα στο παγκόσμιο καλλιτεχνικό στερέωμα. Ίσως λίγοι Έλληνες ζωγράφοι κατόρθωσαν να επιβάλουν με τα έργα τους τη μεγάλη καλλιτεχνική προσωπικότητά τους και οι πίνακές τους να κοσμούν μεγάλες ευρωπαϊκές πινακοθήκες αλλά και αρκετές βαλκανικές.
Γεννημένος στο Αργοστόλι το 1878, το εγκατέλειψε το 1893, σε ηλικία 15 ετών, συνοδεύοντας τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πρώην Μητροπολίτη Κεφαλληνίας Γερμανό Καλλιγά (1844-1896). Ο Ιεράρχης είχε εκτιμήσει τα νεανικά του ιχνογραφήματα και έμελλε ο Σπ. Βικάτος, από μικρός υπάλληλος φαρμακείου που ήταν στην πατρίδα του να ξεχυθεί νικητής στον κόσμο της τέχνης. Με δική του βοήθεια σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών των Αθηνών με καθηγητές τους Νικηφόρο Λύτρα και Σπυρίδωνα Προσαλέντη, καθώς και τον Γεώργιο Βρούτο στη Γλυπτική.
Πρόσωπο που βρισκόταν κοντά στην εκκλησία, συνέχισε τις σπουδές του χάρη σε υποτροφία της Μονής Πετράκη και του πλούσιου Ε. Βαλλιάνου. Μετέβη στο Μόναχο το 1900, όπου και παρέμεινε έως το 1906, μαθητεύοντας κοντά στον Νικόλαο Γύζη και τον Λούντβιχ φον Λοφτς. Περίπου μισό αιώνα αργότερα, το 1951, γινόταν δεκτός ως επίτιμος καθηγητής της Ακαδημίας Μονάχου, όπως είχε συμβεί και με τον δάσκαλό του Ν. Γύζη. Αλλά ήδη, από το 1901, το όνομά του έγινε γνωστό στον καλλιτεχνικό κόσμο και η φήμη του ως σπουδαίου καλλιτέχνη του εξασφάλισε την πρώτη βράβευσή του.
Ένα έργο του, το «Σκάκι», παρά την απλότητά του, έκλεινε μέσα του μία πολύπλοκη και πολυσύνθετη πνευματικότητα, όπως έκριναν οι ειδικοί της τέχνης. Αποκάλυπτε, με το έργο του, τη διεισδυτική του σκέψη και τον τρόπο με τον οποίο την εκδήλωνε με τον χρωστήρα του. Από τότε η σταδιοδρομία του ήταν φωτεινή. Ιδιαίτερα οι προσωπογραφίες του δημιούργησαν έναν ολόκληρο κόσμο, θέτοντας τη δική του σφραγίδα και την προσωπική ατμοσφαιρική του σύνθεση.
Τέτοιο περιβάλλον δημιούργησαν τα έργα του «Η διδαχή του Χριστού», το «Νήμα της ζωής», ο «Γεροντικός εφιάλτης», το «Κεφάλι του Γερο-Κρητικού», οι «Καλόγηροι», το «Χριστουγεννιάτικο δένδρο» και η περίφημη σύνθεσή του «Μετά την Αποκαθήλωσι του Χριστού».
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1909, οπότε και διορίσθηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών[1]. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης υπολόγιζε τα έργα του σε δύο χιλιάδες, αλλά όταν έφυγε από τη ζωή στα χέρια του είχαν παραμείνει μόλις δέκα έργα. Τα άλλα βρίσκονταν ήδη διεσπαρμένα σε διάφορες Πινακοθήκες, στην Εθνική μας Πινακοθήκη, στην οποία δώρισε μέρος της συλλογής του και άλλα περιουσιακά στοιχεία και άλλα έργα σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές.
Έργα του σώζονται και στη Δημοτική Πινακοθήκη των Αθηνών. Δεν έπαυσε να δημιουργεί μέχρι τα βαθιά γεράματά του και λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή, σημαντικός αριθμός έργων του πωλήθηκε σε δημοπρασίες. Διετέλεσε επί μία ολόκληρη τριακονταετία καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών και φοιτητές του υπήρξαν σπουδαίοι ζωγράφοι, όπως οι Αγήνωρ Αστεριάδης, Γεώργιος Γουναρόπουλος, Σοφία Λασκαρίδου, Σπύρος Παπαλουκάς κ.ά.
Προπολεμικά τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών. Τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί στο εργαστήριό του, όπου δεχόταν τους φίλους και τους παλαιούς μαθητές του, μεταξύ των οποίων και ο Ανδρέας Γεωργιάδης. Ζούσε με τις αναμνήσεις της ένδοξης καλλιτεχνικής του ζωής.
Ο Επτανήσιος καλλιτέχνης έφυγε από τη ζωή στις 6 Ιουνίου 1960, από βρογχοπνευμονία[1].
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 9 Ιουνίου 2020.