Ο ΜΑΡΤΙΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΛΑΟΝ (1895)*

 

«Ανοιξιάτικο μπουκέτο», Pierre-Auguste Renoir (1866).

«Λείπει ο Μάρτης από τη σαρακοστή; Λέγεται παροιμιακώς επί εκείνων οίτινες, βεβαίως ευρίσκονται εν ωρισμένω τινι τόπο ή χρόνω· είνε γνωστόν δε ότι μέγα μέρος της προ του Πάσχα νηστείας (σαρακοστής) συμπίπτει κατά Μάρτιον. Από Μαρτιού ’ποκάμισι κι’ απ’ Αύγουστο σιγούνι. Από του Μαρτίου δήλον ότι άρχεται το θέρος και πρέπει να ενδύεται τις ελαφρά, εν ω από του Αυγούστου, προς το ψυχρότερον τρεπόμενου του καιρού, πρέπει να φορή βαρείας γούνας.

Την αυτήν ιδέαν εκφράζουσι και αι ακόλουθαι παροιμίαι: Από Μαρτιού καλοκαίρι και από Αύγουστο χειμώνα. Ή: Από Μαρτιού καλοκαιριάζει, και απ’ Αύγουστο χειμωνιάζει. Και αντιθέτως: Μητ’ ο Μάρτης καλοκαίρι, μητ’ ο Αύγουστος χειμώνας. Ένας κούκος (ή ένα χελιδόνι) δεν κάνει άνοιξιν. Και άλλως: Ένας κούκος τι άνοιξιν να κάνη; Και: Το χελιδόνι δεν φέρνει πάντα την άνοιξιν.

Μη φοβηθής

Απαράλλακτος τη αρχαία: Έαρ χελιδών μία ου σημαίνεται. Λέγεται δε μεταφορικώς επί των μεμονωμένων εν ταις ιδέαις και ταις εργασίαις αυτών και μηδέν κατορθούντων. – Χάριν περιεργίας σημειούμεν ενταύθα ότι μέσος χρόνος της επανόδου των χελιδόνων εις τα παραθαλάσσια μέρη της Ελλάδος είνε η 1 Μαρτίου· του δε κόκκυγος το άσμα ακούεται το πρώτον περί τα τέλη του αυτού μηνός. Του Μαρτιού τα σκοτεινά / σαν τα ιδής μη φοβηθής / μ’ αν τα ιδής και φοβηθής / εύρε τρύπαν να χωθής.

Όταν συννεφιάζη τον Μάρτιον ή ταχέως θα αιθριάση ή θα ενσκήψη καταιγίς μεγάλη. Όταν θέλης σπείρε, με τον Μάρτην θ’ ανθίση. Μέσα ο Μάρτης, μέσα η σβάρνα. Κατά τον Μάρτιον πρέπει να είνε τελειωμένον το σβαρνάρισμα των αγρών. Μάρτιος άβρεχος, μούστος άμετρος. Αι άμπελοι ευδοκιμούσιν αν δεν βρέξη κατά τον Μάρτιον, ή μάλλον κατά τον Μάϊον, ως διδάσκει άλλη παροιμία. Μάρτης βρέχει, ποτέ μην πάψη.

 

Ο Μάρτιος όπως αποτυπώθηκε σε ημερολόγιο, τέλη 19ου αιώνα.

 

Ο κακός στον ήλιο…

Ωφελιμώταται εις τα σιτηρά αι κατά τον Μάρτιον βροχαί. Την αυτήν παρατήρησιν και πολλαί άλλαι παροιμίαι εκφέρουσι: Μάρτης έβρεχε, θεριστής εχαίρονταν. Και: Αν κάμη ο Μάρτης δυό νερά, κι’ ο Απρίλης / Χαρά σ’ εκείνο το γεωργό πώχει πολλά σπαρμένα· Ή: Να βρεξ’ ο Μάρτης δυό νερά, κι’ ο Απρίλης άλλο ένα, / να ιδής κουλούρια τα παιδιά και πήτταις οι μαννάδες / κ’ υψηλονακομβώματα οι κλεφτομυλωνάδες.

Το αυτό προγνωστικόν διατυπούται και εν άλλαις παροιμίαις, του Απριλίου. Κάλλιο Μάρτης στοις γωνιαίς / Παρά Μάρτης στοις αυλαίς. Ή: Ο κακός Μάρτης στον ήλιο κι’ ο καλός στα κάρβουνα. Ωφέλιμον το ψύχος και η βροχή κατά τον Μάρτιον. Μάρτης κλαψιάρης. Μεταφορικώς εκ  των συνεχών βροχών. Όταν ο Μάρτης είνε καλός, του χωριάτη η κόρη / το Μάϊ παντρεύεται. Εκ της καταστάσεως της ατμοσφαίρας κατά τον Μάρτιον, εξήρτηται η τύχη πασών των σπορών· όταν δ’ η κατάστασις αύτη πληροί όλας τας ανάγκας της γεωργίας, ο αγρότης, άφθονα απολαμβάνων και ευπορών, σπεύδει να υπανδρεύση την θυγατέρα του.

 

Ώραις κλαίει, ώραις γελάει…

Τοις ύστεραις του Μαρτίου και τοις πρώταις τ’ Απριλίου βρέχει, / χιονίζει, κάνε μπαμπάκια. Οιοσδήποτε είνε ο καιρός κατά την τελευταίαν εβδομάδα του Μαρτίου και την πρώτην του Απριλίου είνε κατάλληλος προς βαμβακοφυτείαν. Ο Μάρτης ως το γιόμα το ψοφάει και ως το βράδυ το βρωμάει. Διά το ευμετάβλητον του καιρού. Μέχρι της μεσημβρίας ενίοτε επικρατεί ψύχος δριμύτατον, ικανόν να επιφέρη θάνατον εις τα ζώα, κατά το έτερον δ’ ήμισυ της ημέρας καύσων αφόρητος. Το Μάρτη το πρωϊ πηλά, και το βράδυ χώματα.

Η κακοκαιρία της πρωΐας δεν διαρκεί καθ’ όλην την ημέραν. Μάρτης ειν’ και χάϊδα κάνει, / πότε κλαίει, πότε γελάει. Ή: Ο Μάρτης ώραις κλαίει, ώραις γελάει. Και άλλως: Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος πούχε τοις πέντε γνώμαις, / ώραν βρέχει, ώραν χιονίζει, / κι’ ώραν μαρτολουλουδίζει.

Την μίαν ώραν ο καιρός είνε κάκιστος και μετά μικρόν μετατρέπεται εις εύδιον. Τα λόγια του είνε στερεά σαν του Μαρτιού το χιόνι, / όπου το ρήχνει από βραδύς κι’ ως το πρωΐ το λειώνει. Μεταφορικώς επί αστάτων και μη εμμενόντων εις τας υποσχέσεις των. Του Μάρτη οι αυγαίς με κάψανε του Μάϊ τα μεσημέρια. Το Μάρτη χυλόν έφαγα κουνούπι μη με ’γγιάση. Δημώδης πρόληψις, ότι ο χυλός τρωγόμενος κατά Μάρτιον προφυλάσσει από τα δήγματα των κωνώπων. 

«Ο μήνας Μάρτιος». Πίνακας του Γιάννη Τσαρούχη.

Οι Μάρτηδες

Οπώχει κόρη ακριβή / του Μάρτη ήλιος μη την ιδή. Διότι πιστεύεται ότι ο καυστικός του Μαρτίου ήλιος καθίστησι μελαχρινούς τους εκτιθεμένους εις τας ακτίνας του. Εκ τούτου και δεισιδαιμονία επεκράτησεν, ης την αρχήν ανευρίσκομεν εν τελεταίς των Ελευσινίων μυστηρίων, να περιδένωσι περί τον τράχηλον ή τον δείκτην της αριστεράς χειρός ερυθράν κλωστήν μετά λευκής συνεστριμμένην και να φέρωσιν αυτήν καθ’ όλον τον μήνα, νομίζοντες ότι ούτως αποφεύγουσι την επίδρασιν του ηλίου. Ετέρα παροιμία αποτρέπει να κοιμάται τις κατά τον Μάρτιον προσβαλλόμενος υπό των ηλιακών ακτίνων:

Το Μάρτη εις τον ήλιον να μη κοιμηθής.

άλλο δεν με εμάρανε, της άνοιξης το κρύο.

Το Μάρτη φύλα τ’ άχυρα μη χάσης το ζευγάρι·

και φύλαγε και το ψώμι, μη χάσης το κοπέλι.

Διότι ενδεχόμενον το ψύχος να καταστή δριμύτατον, αποκλείον πάντας εντός των οικίων των, και καθιστών αδύνατον την προμήθειαν τροφής διά τα υποζύγια και τον ψυχογυιόν. Ταυτόσημος είνε και η εξής παροιμιακή επίκλησις του Μαρτίου: Μάρτης ’γδάρτης παλουκοκάφτης. Και: Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης. Και άλλως: Μάρτης ’γδάρης παλουκοκάφτης· τα παληά βώϊδα τα ’γδέρνει, / τα δαμάλια τα μαθαίνει. Και: Το Μάρτη ξύλα φύλαγε μην κάψης τα παλούκια.

Μάρτη, Μαρτούτσο…

Αι παροιμίαι αυταί εξηγούνται δι’ αλλήλων· ανάλογος είνε και η επόμενη: Ο Μάρτης έβαλε τη γρηά μέσ’ ςτο καζάνι, ήτις αναφέρεται εις παράδοσιν κοινοτάτην, πλασθείσαν ίσως εκ του δριμυτάτου ψύχους, όπερ ενίοτε επέρχεται αποτόμως κατά τας τελευταίας του Μαρτίου ημέρας. Κατά την παράδοσιν ταύτην, γραία τις ποιμενίς την τελευταίαν του μηνός τούτου ημέραν – είχε δε τότε ημέρας 30- νομίσασα ότι απηλλάγη πλέον του κινδύνου, ον εκ του ψύχους και των παγετών εφοβείτο, εξεφώνησε περιφρονητικώς: «Πρίτσι Μάρτη μου! Τα  ’ξεχείμασα τα κατσικάκια μου!»

Αλλ’ ο Μάρτιος οργισθείς εδανείσθη παρά του Φεβρουαρίου, όστις έκτοτε κουτσός αποκαλείται, μίαν έτι ημέραν και υπερβολικόν ψύχος κατ’ αυτήν ποιήσας, ηνάγκασε την γραίαν να κρύβη υπό τον μέγαν λέβητα, εν ω ετυροκόμει, και εις την θέσιν εκείνην την απελίθωσεν εν τω μέσω του απολιθωθέντος επίσης ποιμνίου της. Η παράδοσις αύτη είνε γνωστή ου μόνον εν Ελλάδι, αλλά και εν Γαλλία διότι με ελαχίστας παραλλαγάς αναφέρει αυτήν παλαιόν τι προβηγκιανόν ποίημα. Εκ της παραδόσεως ταύτης επήγασαν και αι επόμεναι παροιμίαι: Μάρτη, Μαρτούτσο, / έβαλε τη γρηά μεσ’ στο καρτούτσο. Και: Στην πομπή σου, Μάρτη μου, ταρνοκατσικάκια μου τα ξεχείμασα! Και: Ο Μάρτης ήκανε τη γρηά κ’ έκαψε της ’στιας τα ξύλα».

Λαογράφος  

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Η πραγματική ιστορία του Μιμήκου και της Μαίρης

ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μεταβείτε στο άρθρο: Η πραγματική ιστορία του Μιμήκου και της Μαίρης

Οι παραδοσιακοί «Μάρτηδες»

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΕΘΙΜΑ

Μεταβείτε στο άρθρο: Οι παραδοσιακοί «Μάρτηδες»